Μερικές πόλεις παρήγαν προϊόντα, όπως χειροποίητα αντικείμενα, ελαιόλαδο και κρασί, τα οποία είτε εξήγαν είτε τα διέθεταν στο εσωτερικό. Όλες οι πόλεις, όμως, χρειάζονταν τα συστατικά του μπρούντζου (χαλκό και κασσίτερο), όπως επίσης και σίδηρο, που ήταν σπάνιος στο Αιγαίο, προκειμένου να κατασκευάσουν εργαλεία και όπλα.
Ο άργυρος -ο οποίος εξορυσσόταν κυρίως στην Αττική και τη Θράκη, ενώ υπήρχαν και μικρά αποθέματα σε κάποια νησιά του Αιγαίου- είχε μεγάλη ζήτηση λόγω της κοπής νέων νομισμάτων στο Αιγαίο!..
Την εποχή των Περσικών πολέμων, μέσα από τις σπουδαίες ναυμαχίες της Λάδης το 494 π.Χ., της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. και της Μυκάλης το 479 π.Χ., Έλληνες και Πέρσες συνειδητοποίησαν την πολιτική σημασία των ναυτικών τους δυνάμεων. Πριν από αυτό, όμως, οι Έλληνες είχαν ήδη αναπτύξει σε μεγάλη κλίμακα το θαλάσσιο εμπόριο. Η περιοχή του Αιγαίου αποτελούσε το επίκεντρο του εμπορίου.
Οι επαρχιακές πόλεις του 8ου αιώνα π.Χ. είχαν ήδη εξελιχθεί σε πόλεις-κράτη. Αν και εξακολουθούσαν να αποτελούν κατά κύριο λόγο αγροτικές περιοχές, η ευημερία και η συνεχής ανάπτυξη τους εξαρτώνταν ολοένα και περισσότερο από τα εμπορικά αγαθά. Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., μερικές πόλεις ήταν πολυπληθείς: στην Αθήνα υπήρχαν πάνω από 100.000 ελεύθεροι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, ενώ οι ιωνικές πόλεις αριθμούσαν συνολικά πάνω από 250.000 πολίτες.
Η κοινωνική δομή των πόλεων περιλάμβανε την πλούσια, συνήθως ολιγάριθμη, ανώτερη τάξη, η οποία ανέκαθεν επιζητούσε την πολυτέλεια, καθώς και μία συνεχώς διευρυνόμενη μεσαία τάξη (των αστών), οι οποίοι διέθεταν τα προς το ζην αλλά είχαν και κάποια επιπλέον οικονομική άνεση. Μερικές πόλεις παρήγαν προϊόντα, όπως χειροποίητα αντικείμενα, ελαιόλαδο και κρασί, τα οποία είτε εξήγαν είτε τα διέθεταν στο εσωτερικό.
Όλες οι πόλεις, όμως, χρειάζονταν τα συστατικά του μπρούντζου (χαλκό και κασσίτερο), όπως επίσης και σίδηρο, που ήταν σπάνιος στο Αιγαίο, προκειμένου να κατασκευάσουν εργαλεία και όπλα. Ο άργυρος -ο οποίος εξορυσσόταν κυρίως στην Αττική και τη Θράκη, ενώ υπήρχαν και μικρά αποθέματα σε κάποια νησιά του Αιγαίου- είχε μεγάλη ζήτηση λόγω της κοπής νέων νομισμάτων στο Αιγαίο.
Το ήλεκτρο, άφθονο στη Λυδία, χρησιμοποιεί το για την κατασκευή κοσμημάτων, καθώς και για τα νομίσματα που έκοβαν οι ελληνικές πόλεις της Δυτικής Μικράς Ασίας. Ο άργυρος ήταν, επίσης, απαραίτητος για την αγορά σιτηρών από την Αίγυπτο και πολυτελών και εξωτικών αντικειμένων από την Εγγύς Ανατολή.
Η εμπορική δραστηριότητα διαφαινόταν ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ., στις ριψοκίνδυνες εξορμήσεις από το Αιγαίο στη Δυτική Ιταλία (Ίσκια), με σκοπό την προμήθεια μετάλλων, και στην Εγγύς Ανατολή (Αλ Μίνα) για την αγορά πολυτελών ειδών της Ανατολής. Αυτές οι κινήσεις, όμως, που τότε έμοιαζαν με ισχνό νήμα, υφάνθηκαν σ' έναν πολύπλοκο ιστό και δημιούργησαν ένα σύνθετο εμπορικό δίκτυο.
Οι επαγγελματίες έμποροι, που μετέφεραν αγαθά μέσω των συνηθισμένων θαλάσσιων διαδρομών, επέκτειναν τις δραστηριότητες τους από τη Βορειοανατολική Ισπανία μέχρι την Αίγυπτο, ενώ κατάφεραν να διεισδύσουν στην Αδριατική και τη Μαύρη Θάλασσα. Στις πόλεις δημιουργήθηκαν αγορές που διευκόλυναν τις συναλλαγές και το λιανικό εμπόριο.
Tα εργαστήρια κεραμικής και μεταλλοτεχνίας εξυπηρετούσαν την τοπική αγορά, ενώ από εκεί οι έμποροι μπορούσαν να προμηθευτούν προϊόντα για εξαγωγή. Η παραγωγή και το εμπόριο ήταν αλληλένδετα, καθώς και τα δύο ήταν απαραίτητα για την εξυπηρέτηση των τοπικών αναγκών, τη διανομή των αγαθών στο Αιγαίο και τη μεταφορά τους από και προς τις υπερπόντιες αγορές, δηλαδή τις ελληνικές αποικίες και τις ξένες χώρες που βρίσκονταν πέρα από το Αιγαίο.
Οι Έλληνες, καθώς η δραστηριότητα τους απλωνόταν παντού, ήταν αναγκασμένοι να μοιράζονται με τους Φοίνικες το εμπόριο τόσο στη Δυτική όσο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Όσον αφορά τη δύση, τα παράλια της Βόρειας Αφρικής από τη Σύρτη μέχρι και τον Ατλαντικό, τα παράλια της Ισπανίας κάτω από το Εμπόριον (Ampurias) και τα δυτικά παράλια της Σικελίας κατακλύζονταν από εμπορικούς σταθμούς των Φοινίκων, οι οποίοι είχαν δημιουργηθεί από τους Φοίνικες της Τύρου και της Σιδώνας, ή από την αποικία των Φοινίκων, την Καρχηδόνα.
Η τελευταία, συγκεκριμένα, προστάτευε ζηλότυπα αυτή την περιοχή, καθώς και τη μέσω των νησιών πρόσβαση σε αυτή -τις διαδρομές από τη Μάλτα στη Σικελία και από εκεί στη Σαρδηνία ή στις Βαλεαρίδες και την Ισπανία. Την τελευταία περίοδο του 6ου αιώνα π.Χ. απαγορεύθηκε στους Έλληνες η άμεση πρόσβαση στον κασσίτερο, το χαλκό και το σίδηρο της Νότιας Ισπανίας, παρόλο που έναν αιώνα πριν οι Σάμιοι και οι Φωκαείς έμποροι είχαν φέρει από εκεί στο Αιγαίο πολύτιμα φορτία. Προφανώς, εξακολουθούσαν να προμηθεύονται μέταλλα, όμως οι Φοίνικες έμποροι είχαν ήδη ωφεληθεί το αρχικό κέρδος.
Οι Έλληνες και οι Φοίνικες είχαν αναπτύξει εμπορικές συναλλαγές μεταξύ τους στον Σελινούντα της Σικελίας και επίσης μοιράζονταν την πλούσια αγορά των Ετρούσκων9. Όμως, οι Ετρούσκοι δεν ήθελαν τις ελληνικές αποικίες στην περιοχή τους. Έτσι, το 540 π.Χ., συμμάχησαν με τους Καρχηδόνιους προκειμένου να διώξουν τους Φωκαείς από την Αλαλία της Κορσικής.
Η Μασσαλία, που είχε ιδρυθεί μέχρι το 600 π.Χ., και το Εμπόριον παρέμειναν τα κυριότερα λιμάνια στη μακρινή Δυτική Μεσόγειο.Στην Εγγύς Ανατολή, όπου βρισκόταν η βάση του φοινικικού εμπορίου από την εποχή του χαλκού, υπήρχαν ελάχιστοι Έλληνες. Πράγματι, σε εμπορικά μέρη στα παράλια της Συρίας, όπως την Αλ Μίνα, ζούσαν μερικοί Έλληνες, μαζί με Κύπριους και γηγενείς.
Το εμπόριο εκεί είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς από εκείνη την περιοχή προέρχονταν τα ανατολίτικα αγαθά, υφάσματα, μεταλλικά σκεύη, πήλινα, κοσμήματα και ελεφαντόδοντο, τα οποία είχαν ασκήσει μεγάλη επιρροή στην εξέλιξη των ελληνικών εφαρμοσμένων τεχνών κατά τον 8ο και τον 7ο αιώνα π.Χ.
Πανεπιστήμιο Καίμπριτζ: Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας
Πηγή
Ο άργυρος -ο οποίος εξορυσσόταν κυρίως στην Αττική και τη Θράκη, ενώ υπήρχαν και μικρά αποθέματα σε κάποια νησιά του Αιγαίου- είχε μεγάλη ζήτηση λόγω της κοπής νέων νομισμάτων στο Αιγαίο!..
Την εποχή των Περσικών πολέμων, μέσα από τις σπουδαίες ναυμαχίες της Λάδης το 494 π.Χ., της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. και της Μυκάλης το 479 π.Χ., Έλληνες και Πέρσες συνειδητοποίησαν την πολιτική σημασία των ναυτικών τους δυνάμεων. Πριν από αυτό, όμως, οι Έλληνες είχαν ήδη αναπτύξει σε μεγάλη κλίμακα το θαλάσσιο εμπόριο. Η περιοχή του Αιγαίου αποτελούσε το επίκεντρο του εμπορίου.
Οι επαρχιακές πόλεις του 8ου αιώνα π.Χ. είχαν ήδη εξελιχθεί σε πόλεις-κράτη. Αν και εξακολουθούσαν να αποτελούν κατά κύριο λόγο αγροτικές περιοχές, η ευημερία και η συνεχής ανάπτυξη τους εξαρτώνταν ολοένα και περισσότερο από τα εμπορικά αγαθά. Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., μερικές πόλεις ήταν πολυπληθείς: στην Αθήνα υπήρχαν πάνω από 100.000 ελεύθεροι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, ενώ οι ιωνικές πόλεις αριθμούσαν συνολικά πάνω από 250.000 πολίτες.
Η κοινωνική δομή των πόλεων περιλάμβανε την πλούσια, συνήθως ολιγάριθμη, ανώτερη τάξη, η οποία ανέκαθεν επιζητούσε την πολυτέλεια, καθώς και μία συνεχώς διευρυνόμενη μεσαία τάξη (των αστών), οι οποίοι διέθεταν τα προς το ζην αλλά είχαν και κάποια επιπλέον οικονομική άνεση. Μερικές πόλεις παρήγαν προϊόντα, όπως χειροποίητα αντικείμενα, ελαιόλαδο και κρασί, τα οποία είτε εξήγαν είτε τα διέθεταν στο εσωτερικό.
Όλες οι πόλεις, όμως, χρειάζονταν τα συστατικά του μπρούντζου (χαλκό και κασσίτερο), όπως επίσης και σίδηρο, που ήταν σπάνιος στο Αιγαίο, προκειμένου να κατασκευάσουν εργαλεία και όπλα. Ο άργυρος -ο οποίος εξορυσσόταν κυρίως στην Αττική και τη Θράκη, ενώ υπήρχαν και μικρά αποθέματα σε κάποια νησιά του Αιγαίου- είχε μεγάλη ζήτηση λόγω της κοπής νέων νομισμάτων στο Αιγαίο.
Το ήλεκτρο, άφθονο στη Λυδία, χρησιμοποιεί το για την κατασκευή κοσμημάτων, καθώς και για τα νομίσματα που έκοβαν οι ελληνικές πόλεις της Δυτικής Μικράς Ασίας. Ο άργυρος ήταν, επίσης, απαραίτητος για την αγορά σιτηρών από την Αίγυπτο και πολυτελών και εξωτικών αντικειμένων από την Εγγύς Ανατολή.
Η εμπορική δραστηριότητα διαφαινόταν ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ., στις ριψοκίνδυνες εξορμήσεις από το Αιγαίο στη Δυτική Ιταλία (Ίσκια), με σκοπό την προμήθεια μετάλλων, και στην Εγγύς Ανατολή (Αλ Μίνα) για την αγορά πολυτελών ειδών της Ανατολής. Αυτές οι κινήσεις, όμως, που τότε έμοιαζαν με ισχνό νήμα, υφάνθηκαν σ' έναν πολύπλοκο ιστό και δημιούργησαν ένα σύνθετο εμπορικό δίκτυο.
Οι επαγγελματίες έμποροι, που μετέφεραν αγαθά μέσω των συνηθισμένων θαλάσσιων διαδρομών, επέκτειναν τις δραστηριότητες τους από τη Βορειοανατολική Ισπανία μέχρι την Αίγυπτο, ενώ κατάφεραν να διεισδύσουν στην Αδριατική και τη Μαύρη Θάλασσα. Στις πόλεις δημιουργήθηκαν αγορές που διευκόλυναν τις συναλλαγές και το λιανικό εμπόριο.
Tα εργαστήρια κεραμικής και μεταλλοτεχνίας εξυπηρετούσαν την τοπική αγορά, ενώ από εκεί οι έμποροι μπορούσαν να προμηθευτούν προϊόντα για εξαγωγή. Η παραγωγή και το εμπόριο ήταν αλληλένδετα, καθώς και τα δύο ήταν απαραίτητα για την εξυπηρέτηση των τοπικών αναγκών, τη διανομή των αγαθών στο Αιγαίο και τη μεταφορά τους από και προς τις υπερπόντιες αγορές, δηλαδή τις ελληνικές αποικίες και τις ξένες χώρες που βρίσκονταν πέρα από το Αιγαίο.
Οι Έλληνες, καθώς η δραστηριότητα τους απλωνόταν παντού, ήταν αναγκασμένοι να μοιράζονται με τους Φοίνικες το εμπόριο τόσο στη Δυτική όσο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Όσον αφορά τη δύση, τα παράλια της Βόρειας Αφρικής από τη Σύρτη μέχρι και τον Ατλαντικό, τα παράλια της Ισπανίας κάτω από το Εμπόριον (Ampurias) και τα δυτικά παράλια της Σικελίας κατακλύζονταν από εμπορικούς σταθμούς των Φοινίκων, οι οποίοι είχαν δημιουργηθεί από τους Φοίνικες της Τύρου και της Σιδώνας, ή από την αποικία των Φοινίκων, την Καρχηδόνα.
Η τελευταία, συγκεκριμένα, προστάτευε ζηλότυπα αυτή την περιοχή, καθώς και τη μέσω των νησιών πρόσβαση σε αυτή -τις διαδρομές από τη Μάλτα στη Σικελία και από εκεί στη Σαρδηνία ή στις Βαλεαρίδες και την Ισπανία. Την τελευταία περίοδο του 6ου αιώνα π.Χ. απαγορεύθηκε στους Έλληνες η άμεση πρόσβαση στον κασσίτερο, το χαλκό και το σίδηρο της Νότιας Ισπανίας, παρόλο που έναν αιώνα πριν οι Σάμιοι και οι Φωκαείς έμποροι είχαν φέρει από εκεί στο Αιγαίο πολύτιμα φορτία. Προφανώς, εξακολουθούσαν να προμηθεύονται μέταλλα, όμως οι Φοίνικες έμποροι είχαν ήδη ωφεληθεί το αρχικό κέρδος.
Οι Έλληνες και οι Φοίνικες είχαν αναπτύξει εμπορικές συναλλαγές μεταξύ τους στον Σελινούντα της Σικελίας και επίσης μοιράζονταν την πλούσια αγορά των Ετρούσκων9. Όμως, οι Ετρούσκοι δεν ήθελαν τις ελληνικές αποικίες στην περιοχή τους. Έτσι, το 540 π.Χ., συμμάχησαν με τους Καρχηδόνιους προκειμένου να διώξουν τους Φωκαείς από την Αλαλία της Κορσικής.
Η Μασσαλία, που είχε ιδρυθεί μέχρι το 600 π.Χ., και το Εμπόριον παρέμειναν τα κυριότερα λιμάνια στη μακρινή Δυτική Μεσόγειο.Στην Εγγύς Ανατολή, όπου βρισκόταν η βάση του φοινικικού εμπορίου από την εποχή του χαλκού, υπήρχαν ελάχιστοι Έλληνες. Πράγματι, σε εμπορικά μέρη στα παράλια της Συρίας, όπως την Αλ Μίνα, ζούσαν μερικοί Έλληνες, μαζί με Κύπριους και γηγενείς.
Το εμπόριο εκεί είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς από εκείνη την περιοχή προέρχονταν τα ανατολίτικα αγαθά, υφάσματα, μεταλλικά σκεύη, πήλινα, κοσμήματα και ελεφαντόδοντο, τα οποία είχαν ασκήσει μεγάλη επιρροή στην εξέλιξη των ελληνικών εφαρμοσμένων τεχνών κατά τον 8ο και τον 7ο αιώνα π.Χ.
Πανεπιστήμιο Καίμπριτζ: Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας
Πηγή