Ο Σίνης ήταν γιος του Ποσειδώνα, ή του Πολυπήμονα και της Συλέας, κόρης του Κόρινθου. Γίγαντας εγκαταστημένος στον ισθμό της Κορίνθου, με την ξεχωριστή και θαυμαστή δύναμή του λύγιζε πεύκα —γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν πιτυοκάμπτη—, ανάμεσα στα οποία έδενε τον περαστικό του Ισθμού· ύστερα τα άφηνε ελεύθερα και αυτά επανέρχονταν ξανά απότομα στη θέση τους, με αποτέλεσμα ο δεμένος να διαμελίζεται.
Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Σίνης ανάγκαζε τους ταξιδιώτες που έπιανε να κάμπτουν μαζί του ένα πεύκο και να το κρατούν λυγισμένο· ύστερα, άφηνε το δέντρο που σήκωνε με δύναμη τον άνθρωπο και τον πετούσε μακριά στο έδαφος, όπου τσακιζόταν.
Ο Θησέας βρήκε τον Γίγαντα στον δρόμο του από την Κόρινθο στην Αθήνα, συγκεκριμένα στις Κεγχρεές δεσμός, και τον σκότωσε με τον ίδιο τρόπο. Άλλοι παραδίδουν ότι αυτό έγινε, αφού ο Θησέας ανέλαβε τη βασιλεία της Αθήνας.
Μετά τον φόνο του γιου του Ποσειδώνα, ο Θησέας τον τίμησε καθιερώνοντας τα Ίσθμια ως ταφικούς αγώνες, ώστε να αγνιστεί από τον φόνο και να διαφυλάξει τον ίδιο και την πόλη του από την οργή του νεκρού. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Θησέας καθιέρωσε τους αγώνες προς τιμή του Σκίρωνα, που επίσης είχε σκοτώσει και ο οποίος ήταν συγγενής του.
Πάντως, ο Θησέας συνδέθηκε με τον Σίνη και μέσω της ένωσής του με την κόρη του Γίγαντα Περιγούνη. Εκείνη, την ώρα του φονικού του πατέρα της κρύφτηκε, σε μια τοποθεσία γεμάτη με σπαράγγια.
Ο Θησέας τη βρήκε μετά και πλάγιασε μαζί της (αργότερα την πάντρεψε με τον Δηιονέα, τον γιο του Εύρυτου από την Οιχαλία και αδελφό του Ίφιτου). Από την ένωσή τους γεννήθηκε ένας γιος, ο Μελάνιππος, που και αυτός με τη σειρά του απέκτησε τον Ίωξο, οι απόγονοι του οποίου, οι Ιωξίδες (μεγάλη οικογένεια της Καρίας), σέβονταν ιδιαίτερα τα σπαράγγια, γιατί μέσα σε αυτά διασώθηκε η μητέρα του προγόνου τους και σε αυτά οφειλόταν η ζωή του, επομένως και η ζωή τους.
Ο Πλούταρχος διασώζει την ιστορία του Σίνη και της Περιγούνης, την ιστορία του φόνου και την αποπλάνηση της κόρης, και εμείς την παραθέτουμε στη μετάφραση του Α.Ρ. Ραγκαβή που, αν και παλιά (1864), διατηρεί το ενδιαφέρον της μεταξύ της αρχαίας γλώσσας και της νεοελληνικής:
Επισήμανση: Ο τρόπος με τον οποίο σκότωνε τα θύματά του ο Σίνης και με τον οποίο σκοτώθηκε και ο ίδιος προκαλεί την ανάμνηση του τρόπου με τον οποίο ο Διόνυσος ανέβασε σε έλατο τον Πενθέα. Μαλακά, σαν να μην κατέβαλε καμία προσπάθεια, ο Διόνυσος έπιασε ένα έλατο από την κορυφή του και το έφερε στη γη.
Ο Ευριπίδης, με μια έξοχη παρομοίωση για το τόξο που σχηματίστηκε, περιγράφει μέσα από τα λόγια του μαντατοφόρου πώς ο Πενθέας, χωρίς να κινδυνεύσει από απότομα τινάγματα του δέντρου, χάρη στο απαλή κίνηση του Διόνυσου, βρέθηκε ψηλά, για να παραμονέψει και να κρυφοκοιτάξει ηδονοβλεπτικά στα «άνομα» έργα των Μαινάδων.
Ο τραγικός ποιητής μοιάζει να κατασκεύασε τη σκηνή του έλατου με τον θεό και τον θνητό πρωταγωνιστές αντιθετικά με τα επεισόδια του πεύκου με πρωταγωνιστές τον Σίνη και τους ταξιδιώτες, τον Σίνη και τον Θησέα, εναλλάξ στους ρόλους θύτη και θύματος (Ευρ., Βάκχ. 1050-1114δεσμός)
Δήμητρα Μήττα
Πηγή
Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Σίνης ανάγκαζε τους ταξιδιώτες που έπιανε να κάμπτουν μαζί του ένα πεύκο και να το κρατούν λυγισμένο· ύστερα, άφηνε το δέντρο που σήκωνε με δύναμη τον άνθρωπο και τον πετούσε μακριά στο έδαφος, όπου τσακιζόταν.
Ο Θησέας βρήκε τον Γίγαντα στον δρόμο του από την Κόρινθο στην Αθήνα, συγκεκριμένα στις Κεγχρεές δεσμός, και τον σκότωσε με τον ίδιο τρόπο. Άλλοι παραδίδουν ότι αυτό έγινε, αφού ο Θησέας ανέλαβε τη βασιλεία της Αθήνας.
Μετά τον φόνο του γιου του Ποσειδώνα, ο Θησέας τον τίμησε καθιερώνοντας τα Ίσθμια ως ταφικούς αγώνες, ώστε να αγνιστεί από τον φόνο και να διαφυλάξει τον ίδιο και την πόλη του από την οργή του νεκρού. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Θησέας καθιέρωσε τους αγώνες προς τιμή του Σκίρωνα, που επίσης είχε σκοτώσει και ο οποίος ήταν συγγενής του.
Πάντως, ο Θησέας συνδέθηκε με τον Σίνη και μέσω της ένωσής του με την κόρη του Γίγαντα Περιγούνη. Εκείνη, την ώρα του φονικού του πατέρα της κρύφτηκε, σε μια τοποθεσία γεμάτη με σπαράγγια.
Ο Θησέας τη βρήκε μετά και πλάγιασε μαζί της (αργότερα την πάντρεψε με τον Δηιονέα, τον γιο του Εύρυτου από την Οιχαλία και αδελφό του Ίφιτου). Από την ένωσή τους γεννήθηκε ένας γιος, ο Μελάνιππος, που και αυτός με τη σειρά του απέκτησε τον Ίωξο, οι απόγονοι του οποίου, οι Ιωξίδες (μεγάλη οικογένεια της Καρίας), σέβονταν ιδιαίτερα τα σπαράγγια, γιατί μέσα σε αυτά διασώθηκε η μητέρα του προγόνου τους και σε αυτά οφειλόταν η ζωή του, επομένως και η ζωή τους.
Ο Πλούταρχος διασώζει την ιστορία του Σίνη και της Περιγούνης, την ιστορία του φόνου και την αποπλάνηση της κόρης, και εμείς την παραθέτουμε στη μετάφραση του Α.Ρ. Ραγκαβή που, αν και παλιά (1864), διατηρεί το ενδιαφέρον της μεταξύ της αρχαίας γλώσσας και της νεοελληνικής:
Εἰς δὲ τὸν Ἰσθμὸν ἐφόνευσε τὸν Σίννιν τὸν Πιτυοκάμπτην, καθ’ ὅν τρόπον αὐτὸς πολλοὺς ἐφόνευεν, οὔτε μελετήσας τοιαῦτα ἔργα, οὔτε ἕξιν ἔχων αὐτῶν, ἀλλὰ δείξας ὅτι ἡ ἀληθὴς ἀνδρεία νικᾷ καὶ τέχνην καὶ ἄσκησιν. Εἶχε δ’ ὁ Σίννις ὡραίαν καὶ μεγάλην θυγατέρα, ἥτις ἐλέγετο Περιγούνη. Ταύτην, φυγοῦσαν μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρὸς της, ἐζήτει περιφερόμενος ὁ Θησεύς. Ἐκείνη δὲ, ἀπελθοῦσα εἰς τόπον ἔχοντα θάμνους πολλοὺς καὶ ἀστοιβὰς [=φρύγανα], καὶ σπαράγγια, τὰ παρεκάλει ἀκάκως καὶ μετὰ παιδικῆς ἁπλότητος, καὶ προσηύχετο πρὸς αὐτὰ, ὁρκιζομένη, ἄν τὴν σώσωσι καὶ τὴν κρύψωσι, ποτὲ νὰ μὴν τὰ βλάψῃ οὐδὲ νὰ τὰ καύσῃ. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Θησεὺς τὴν εκάλει, καὶ τὴν ἐβεβαίου ὅτι θέλει τὴν ἐπιμεληθῇ καὶ δεν θέλει τὴν κακοποιήσει, ἦλθε πρὸς αὐτὸν· καὶ τότε μὲν ἐκ τοῦ Θησέως ἀπέκτησεν υἱὸν τὸν Μελάνιππον· μετὰ ταῦτα δὲ τὴν ἐνύμφευσεν ὁ Θησεὺς μετὰ Δηιονέως τοῦ υἱοῦ Εὐρύτου τοῦ Οἰχαλέως. Υἱὸς δὲ Μελανίππου τοῦ Θησέως ἐγένετο ὁ Ἴωξος, ὅστις συναπῴκησε μετὰ τοῦ Ὀρνύτου εἰς τὴν Καρίαν. Ἐξ αὐτοῦ δ’ ἐπεκράτησαν οἱ Ἰωξίδαι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νὰ μὴ καίωσιν οὔτε σπαραγγίων ἀκάνθας οὔτε ἀστοιβὰς, ἀλλὰ νὰ σέβωνται καὶ τιμῶσιν αὐτά. (Πλούτ., Θησεύς 8.2)
Επισήμανση: Ο τρόπος με τον οποίο σκότωνε τα θύματά του ο Σίνης και με τον οποίο σκοτώθηκε και ο ίδιος προκαλεί την ανάμνηση του τρόπου με τον οποίο ο Διόνυσος ανέβασε σε έλατο τον Πενθέα. Μαλακά, σαν να μην κατέβαλε καμία προσπάθεια, ο Διόνυσος έπιασε ένα έλατο από την κορυφή του και το έφερε στη γη.
Ο Ευριπίδης, με μια έξοχη παρομοίωση για το τόξο που σχηματίστηκε, περιγράφει μέσα από τα λόγια του μαντατοφόρου πώς ο Πενθέας, χωρίς να κινδυνεύσει από απότομα τινάγματα του δέντρου, χάρη στο απαλή κίνηση του Διόνυσου, βρέθηκε ψηλά, για να παραμονέψει και να κρυφοκοιτάξει ηδονοβλεπτικά στα «άνομα» έργα των Μαινάδων.
Ο τραγικός ποιητής μοιάζει να κατασκεύασε τη σκηνή του έλατου με τον θεό και τον θνητό πρωταγωνιστές αντιθετικά με τα επεισόδια του πεύκου με πρωταγωνιστές τον Σίνη και τους ταξιδιώτες, τον Σίνη και τον Θησέα, εναλλάξ στους ρόλους θύτη και θύματος (Ευρ., Βάκχ. 1050-1114δεσμός)
Δήμητρα Μήττα
Πηγή