Αν σήμερα θεωρούμε ευτυχία την ψυχική ικανοποίηση από την εκπλήρωση των επιθυμιών μας, στην Αρχαία Ελλάδα, έπρεπε να κλείσει η ζωή ενός ανθρώπου για να χαρακτηριστεί «όλβιος» (ευτυχισμένος, μακάριος). Ούτε τα ανδραγαθήματα, ούτε η δόξα, ούτε ο πλούτος σε έκανε ευτυχή παρά μόνο η τέλεια και αρμονική ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής σου. Η ιστορία του «όλβιου» ξεκινά από τον διάλογο του Σόλωνα με τον Κροίσο και συνεχίζεται στα… έγκατα του Άδη, εκεί που ο Οδυσσέας συνάντησε την ψυχή του ανδρείου Αχιλλέα και άκουσε το παράπονό της…
Ηροδότου «Ιστορίαι» (1.26.1 – 1.33.1): Ο Κροίσος διαδέχτηκε τον Αλυάττη στην βασιλεία της Λυδίας σε ηλικία τριάντα πέντε χρόνων. Πρώτους από τους Έλληνες, χτύπησε τους Εφεσίους κι ύστερα, με τη σειρά, μία μία τις πόλεις των Ιώνων και των Αιολέων… Έφτασε να έχει στην υποταγή του Κίλικες, Λυκίους, Λυδούς, Φρύγες, Κάρες, Ίωνες, Δωριείς, Αιολείς και Πάμφυλους… Δεν χτύπησε όμως τα νησιά και τον ελλαδικό χώρο, καθώς πίστευε ότι θα έβρισκε μεγάλη αντίσταση. Οι Σάρδεις, το κέντρο του βασιλείου της Λυδίας, είχε γεμίσει πλούτο και οι σοφοί της Ελλάδας, ένας ένας επισκέπτονταν την αυλή του βασιλιά Κροίσου για να γνωρίσουν από κοντά τον ξακουστό ηγέτη. Έτσι και ο Σόλωνας, αφού έδωσε στους Αθηναίους τη νομοθεσία του, ξεκίνησε να γνωρίσει τον κόσμο, περνώντας πρώτα από την Αίγυπτο και φτάνοντας ύστερα στις Σάρδεις. Σαν έφτασε, τον φιλοξένησε στα βασιλικά του ανάκτορα ο Κροίσος· κι ύστερα την τρίτη ή την τετάρτη μέρα με προσταγή του Κροίσου, υπηρέτες γυρνούσαν το Σόλωνα να δει τους θησαυρούς και του έδειχναν πόσο ήσαν όλα μεγάλα και πλούσια…
Ο Κροίσος άφησε τον Σόλωνα να τα δει όλα και να τα εξετάσει, κι όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, του έκανε την ερώτηση: «Ξένε, έως εμάς έχει φτάσει η μεγάλη σου φήμη για τη σοφία και τα ταξίδια σου, πως η αγάπη σου για γνώση σε έσπρωξε να επισκεφτείς χώρες πολλές, για να τις σπουδάσεις. Έτσι λοιπόν τώρα, ξύπνησε μέσα μου η επιθυμία να σε ρωτήσω αν γνώρισες κάποιον άνθρωπο, που να είναι ο πιο ευτυχισμένος (ολβιώτατος) από όλους». Ο Κροίσος έκανε την ερώτηση με την ιδέα πως είναι ο ίδιος ο πιο ευτυχισμένος (ολβιώτατος) ανάμεσα στους ανθρώπους. Όμως ο Σόλων χωρίς καμιά κολακεία και με απόλυτη ειλικρίνεια απαντά: «Βασιλιά μου, τον Τέλλο τον Αθηναίο». Σάστισε ο Κροίσος με την απάντηση και ρώτησε ανυπόμονα: «Κι από πού κρίνεις τον Τέλλο πως είναι ο πιο ευτυχισμένος (ολιβιώτατος);» Και κείνος αποκρίθηκε: «Πρώτα από όλα ο Τέλλος είχε παιδιά καλά και άξια, και είδε από όλα αυτά εγγόνια, κι όλα να ζουν· κι ύστερα από μια ζωή γεμάτη αγαθά, με τα δικά μας μέτρα, το τέλος της ζωής του ήρθε όλο λάμψη: σε μια μάχη των Αθηναίων με τους γείτονές τους στην Ελευσίνα, όρμησε στον εχθρό, τον έτρεψε σε φυγή και βρήκε πάνω εκεί τον πιο ωραίο θάνατο. Οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη και του έκαναν μεγάλες τιμές».
Η απάντηση του Σόλωνα ερέθισε τον Κροίσο αλλά δεν τον αποθάρρυνε από το να ρωτήσει ποιος είναι ο δεύτερος «ολβιώτατος», που γνώρισε, πιστεύοντας ακράδαντα πως τη δεύτερη θέση θα την έπαιρνε ο ίδιος. Όμως ο Σόλων αποκρίθηκε: «Τον Κλέοβη και τον Βίτωνα. Αυτοί, που ήταν από αργίτικη γενιά, και αγαθά αρκετά είχαν και επιπλέον σωματική δύναμη μεγάλη· και οι δύο είχαν κερδίσει βραβεία σε αγώνες και λένε μάλιστα γι᾽ αυτούς την ακόλουθη ιστορία: Πως σε μια γιορτή που έκαναν οι Αργίτες προς τιμή της Ήρας, έπρεπε η μητέρα τους να πάει οπωσδήποτε με ζεμένο αμάξι στο ιερό, όμως τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι· καθώς ο χρόνος δεν τους έπαιρνε να περιμένουν, μπήκαν οι ίδιοι οι νέοι κάτω από το ζυγό και έσερναν το αμάξι, ενώ πάνω του πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού έσυραν το φορτίο τους σαράντα πέντε στάδια, έφτασαν στο ιερό. Το κατόρθωμά τους, που το είδε όλος ο κόσμος στη γιορτή, το επισφράγισε λαμπρά το τέλος της ζωής τους, με το οποίο ο θεός έδειξε ότι ο άνθρωπος είναι κάποιες φορές καλύτερο να πεθαίνει παρά να ζει. Γιατί οι Αργείοι τούς περικύκλωσαν και μακάριζαν τα παλικάρια για τη ρώμη τους, ενώ οι Αργίτισσες μακάριζαν τη μάνα τους, που της έτυχαν τέτοια παιδιά. Και η μητέρα τους, γεμάτη χαρά για το έργο και τους επαίνους των παιδιών της, στάθηκε αντίκρυ στο άγαλμα της θεάς και ευχόταν για τον Κλέοβη και το Βίτωνα, τα παιδιά της, που τόσο πολύ την τίμησαν, να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο μπορεί να τύχει σε άνθρωπο. Ύστερα από αυτή την ευχή έκαναν θυσίες κι έφαγαν, και σαν κοιμήθηκαν τα παλικάρια στο ίδιο το ιερό, δεν μεταξύπνησαν ποτέ, αλλά η ζωή τους τέλειωσε έτσι. Και οι Αργείοι τούς έφτιαξαν αγάλματα και τα αφιέρωσαν στους Δελφούς, να τους τιμήσουν που στάθηκαν άριστοι άνδρες».
Ο Κροίσος, οργισμένος που έχασε και τη δεύτερη θέση του «ολιβιώτατου» από δύο ασήμαντα παλικάρια, είπε: «Ε, ξένε, και η δική μας λοιπόν ευδαιμονία τόσο μηδαμινή είναι για σένα, που την καταφρόνησες έτσι, ώστε ούτε με ιδιώτες δεν μας θεώρησες άξιους να συγκριθούμε;» Ο Σόλωνας απάντησε: «Κροίσε, ξέρω καλά ότι ο θεός είναι φθονερός και του αρέσει να φέρνει τα πάνω κάτω. Στο μάκρος της ζωής του, ο άνθρωπος έχει πολλά να δει, που δε θα ᾽θελε, και πολλά να πάθει. Ώς τα εβδομήντα χρόνια, που είναι είκοσι έξι χιλιάδες διακόσιες πενήντα μέρες, ούτε μια τους δεν φέρνει κάτι όμοιο με την άλλη. Με αυτούς τους όρους, Κροίσε, ο άνθρωπος είναι έρμαιο της τύχης. Σ᾽ εμένα βέβαια, εσύ φανερώνεσαι να έχεις πολλά πλούτη και να είσαι βασιλιάς πολλών ανθρώπων. Όμως εκείνο που ρωτάς, ακόμη δεν είμαι σε θέση να το πω, πριν μάθω πως είχες καλά τέλη. Γιατί δεν είναι ασφαλώς πιο ευτυχισμένος (όλβιος) ο πολύ πλούσιος από εκείνον που έχει το καθημερινό του, εκτός κι αν είναι τυχερός (ευτυχέας) και τελειώσει τη ζωή του μέσα σε όλα τα αγαθά του. Γιατί υπάρχουν ζάπλουτοι άνθρωποι, δυστυχισμένοι, και άλλοι με μετρημένα αγαθά, ευτυχισμένοι (όλβιοι).
Ο πολύ πλούσιος έχει πιο πολλά μέσα να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του και περισσότερη δύναμη για να σηκώσει μια μεγάλη συμφορά, που θα τον βρει. Όμως και εκείνος που δεν είναι πλούσιος, έχει δύναμη να βαστάξει στις δυσκολίες και να είναι ωραίος και καλότεκνος. Και αν πλάι σ᾽ αυτά, τύχει να έχει και καλά τέλη στη ζωή του, ε αυτός είναι εκείνος που ζητάς, ο άξιος να ονομάζεται ευτυχισμένος (όλβιος). Πριν όμως πεθάνει κάποιος, πρέπει να διστάζει κανείς και να τον λέει ευτυχισμένο (όλβιο). Απλά του χαμογελά η τύχη. Όποιος έχει τύχη, όσο ζει, κι ύστερα βρει και καλά τέλη στη ζωή του, αυτός για μένα, βασιλιά, αξίζει να φέρνει τον τίτλο του όλβιου. Πρέπει λοιπόν, σε κάθε πράγμα να εξετάζουμε το τέλος του. Γιατί πολλούς βέβαια ο θεός τούς άφησε για λίγο να γευθούν την ευτυχία, κι ύστερα τους γκρέμισε κάτω συθέμελα». Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο Κροίσος έδιωξε τον Σόλωνα, πεπεισμένος πως πρόκειται για έναν αστοιχείωτο, ο οποίος τα αγαθά, που είχε μπροστά στα μάτια του, τα αψηφούσε…
Μετά την αναχώρηση του Σόλωνα, πλήθος συμφορών βρήκαν τον Κροίσο. Ο γιος του, ο Άτης, σκοτώθηκε στο κυνήγι και ο ίδιος αργότερα νικήθηκε από το βασιλιά των Περσών Κύρο και αιχμαλωτίστηκε, χάνοντας όλα του τα πλούτη και το Βασίλειο του. Την ώρα που τον είχαν ανεβασμένο στην πυρά για να τον κάψουν, ο Κροίσος, καταλαβαίνοντας επιτέλους την ορθότητα των λόγων του Σόλωνα, φώναξε μετανιωμένος τρεις φορές «Σόλων! Σόλων! Σόλων!». Ο Κύρος, νομίζοντας ότι επικαλείται κάποιον θεό, τον ρώτησε ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος θεός, του οποίου το όνομα φώναζε… Όταν ο Κροίσος του διηγήθηκε τη συζήτησή με το Σόλωνα, τότε ο Κύρος αντελήφθη την ορθότητα των λόγων του Σόλωνα, την οποία επιβεβαίωνε η οδυνηρή θέση του Κροίσου. Πιο σοφός από τον Κροίσο, ο Κύρος, διέταξε να κατεβάσουν τον αιχμάλωτο βασιλιά Κροίσο από την σωρό των ξύλων, και να του χαρίσουν τη ζωή…
Στις ημέρες μας, η ιστορία του Ηροδότου χρησιμοποιείται για να δείξει τη ματαιότητα των αγαθών και τα γυρίσματα της ζωής. Είναι άδικο όμως να μην διαβάσουμε και το δεύτερο επίπεδό της: την τύχη, ως παράγοντα προσωρινής ευημερίας και την τύχη ως δυνατότητα κατάκτησης της ευτυχίας, αν την εκμεταλλευτείς με σωφροσύνη. Ο Σόλωνας θεωρεί “όλβιο” τον μεγάλο ή μικρό “ευλογημένο ήρωα” της ελληνικής κουλτούρας, που ολοκληρώνει τον κύκλο της ζωής του με τον θάνατό του. Ο Κροίσος θεωρεί “όλβιο” τον “τυχερό”, που απολαμβάνει πλούτη, δύναμη και πρεστίζ στην βάρβαρη κουλτούρα του τώρα, της ανίερης θνητότητας.
Η ιστορία του Ηρόδοτου «διέγραψε» τα υλικά αγαθά και τις θέσεις εξουσίας ως προϋποθέσεις επίτευξης της μακαριότητας, της απόλυτης ευτυχίας. Δύο αιώνες νωρίτερα όμως, η Ομηρική Οδύσσεια αμφισβητούσε και την γενναιότητα, ως γενεσιουργό παράγοντα της απόλυτης ευτυχίας. Διαβάστε πως περιγράφεται η συνάντηση του Οδυσσέα με την ψυχή του Αχιλλέα στον Άδη, όταν ο Οδυσσέας έψαχνε τον Τειρεσία για να τον συμβουλέψει πως θα επιστρέψει στην Ιθάκη (ΟΔΥΣΣΕΙΑ Λ. 467- 491).
Τα λόγια του Αχιλλέα είναι η μεγαλύτερη ανατροπή των ομηρικών επών! Ίσως και η διάψευση της ίδιας της ηρωικής υπόστασης της Ιλιάδας. Το πρότυπο της γενναιότητας και της ανδρείας, ο δοξασμένος από θνητούς και αθανάτους Αχιλλέας, λυγίζει και δηλώνει διατεθειμένος να ανταλλάξει τη βασιλεία του ανάμεσα στους νεκρούς με μία θέση φτωχού εργάτη γης ανάμεσα στους ζωντανούς. Μετάνιωσε για την ανδρεία του; Θα ήθελε να μην ήταν ο πρώτος μεταξύ των Ελλήνων;
Να μην είχε κατανικήσει τους Τρώες; Όχι. Τα λόγια του Αχιλλέα είναι απλά η ομολογία της ήττας του απέναντι στην ευτυχία. Ο Αχιλλέας δεν ήταν «όλβιος». Πέθανε με ύπουλο τρόπο, από ένα βέλος, που έφυγε από μακριά και στόχευσε στο μοναδικό τρωτό σημείο του, τη φτέρνα. Ο κύκλος της ζωής του δεν έκλεισε αντάξια με την ένδοξη πορεία του. Και έχασε έτσι για πάντα τα Ιλίσια Πεδία και τις Μακαρίους Νήσους, καταδικασμένος να γυρίζει ανάμεσα σε θνητών νεκρών εικόνες.
του Δημήτρη Καλαντζή
Πηγή
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ: Ο ΣΟΛΩΝΑΣ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ ΤΟΥ ΚΡΟΙΣΟΥ
Ηροδότου «Ιστορίαι» (1.26.1 – 1.33.1): Ο Κροίσος διαδέχτηκε τον Αλυάττη στην βασιλεία της Λυδίας σε ηλικία τριάντα πέντε χρόνων. Πρώτους από τους Έλληνες, χτύπησε τους Εφεσίους κι ύστερα, με τη σειρά, μία μία τις πόλεις των Ιώνων και των Αιολέων… Έφτασε να έχει στην υποταγή του Κίλικες, Λυκίους, Λυδούς, Φρύγες, Κάρες, Ίωνες, Δωριείς, Αιολείς και Πάμφυλους… Δεν χτύπησε όμως τα νησιά και τον ελλαδικό χώρο, καθώς πίστευε ότι θα έβρισκε μεγάλη αντίσταση. Οι Σάρδεις, το κέντρο του βασιλείου της Λυδίας, είχε γεμίσει πλούτο και οι σοφοί της Ελλάδας, ένας ένας επισκέπτονταν την αυλή του βασιλιά Κροίσου για να γνωρίσουν από κοντά τον ξακουστό ηγέτη. Έτσι και ο Σόλωνας, αφού έδωσε στους Αθηναίους τη νομοθεσία του, ξεκίνησε να γνωρίσει τον κόσμο, περνώντας πρώτα από την Αίγυπτο και φτάνοντας ύστερα στις Σάρδεις. Σαν έφτασε, τον φιλοξένησε στα βασιλικά του ανάκτορα ο Κροίσος· κι ύστερα την τρίτη ή την τετάρτη μέρα με προσταγή του Κροίσου, υπηρέτες γυρνούσαν το Σόλωνα να δει τους θησαυρούς και του έδειχναν πόσο ήσαν όλα μεγάλα και πλούσια…
ΕΝΑΣ «ΑΝΩΝΥΜΟΣ» ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΕΥΤΥΧΕΣΤΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΟΙΣΟ…
Ο Κροίσος άφησε τον Σόλωνα να τα δει όλα και να τα εξετάσει, κι όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, του έκανε την ερώτηση: «Ξένε, έως εμάς έχει φτάσει η μεγάλη σου φήμη για τη σοφία και τα ταξίδια σου, πως η αγάπη σου για γνώση σε έσπρωξε να επισκεφτείς χώρες πολλές, για να τις σπουδάσεις. Έτσι λοιπόν τώρα, ξύπνησε μέσα μου η επιθυμία να σε ρωτήσω αν γνώρισες κάποιον άνθρωπο, που να είναι ο πιο ευτυχισμένος (ολβιώτατος) από όλους». Ο Κροίσος έκανε την ερώτηση με την ιδέα πως είναι ο ίδιος ο πιο ευτυχισμένος (ολβιώτατος) ανάμεσα στους ανθρώπους. Όμως ο Σόλων χωρίς καμιά κολακεία και με απόλυτη ειλικρίνεια απαντά: «Βασιλιά μου, τον Τέλλο τον Αθηναίο». Σάστισε ο Κροίσος με την απάντηση και ρώτησε ανυπόμονα: «Κι από πού κρίνεις τον Τέλλο πως είναι ο πιο ευτυχισμένος (ολιβιώτατος);» Και κείνος αποκρίθηκε: «Πρώτα από όλα ο Τέλλος είχε παιδιά καλά και άξια, και είδε από όλα αυτά εγγόνια, κι όλα να ζουν· κι ύστερα από μια ζωή γεμάτη αγαθά, με τα δικά μας μέτρα, το τέλος της ζωής του ήρθε όλο λάμψη: σε μια μάχη των Αθηναίων με τους γείτονές τους στην Ελευσίνα, όρμησε στον εχθρό, τον έτρεψε σε φυγή και βρήκε πάνω εκεί τον πιο ωραίο θάνατο. Οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη και του έκαναν μεγάλες τιμές».
ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΣ «ΠΙΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ»; ΔΥΟ ΑΓΡΟΤΕΣ ΑΠΟ ΑΡΓΕΙΤΙΚΗ ΓΕΝΙΑ !
Η απάντηση του Σόλωνα ερέθισε τον Κροίσο αλλά δεν τον αποθάρρυνε από το να ρωτήσει ποιος είναι ο δεύτερος «ολβιώτατος», που γνώρισε, πιστεύοντας ακράδαντα πως τη δεύτερη θέση θα την έπαιρνε ο ίδιος. Όμως ο Σόλων αποκρίθηκε: «Τον Κλέοβη και τον Βίτωνα. Αυτοί, που ήταν από αργίτικη γενιά, και αγαθά αρκετά είχαν και επιπλέον σωματική δύναμη μεγάλη· και οι δύο είχαν κερδίσει βραβεία σε αγώνες και λένε μάλιστα γι᾽ αυτούς την ακόλουθη ιστορία: Πως σε μια γιορτή που έκαναν οι Αργίτες προς τιμή της Ήρας, έπρεπε η μητέρα τους να πάει οπωσδήποτε με ζεμένο αμάξι στο ιερό, όμως τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι· καθώς ο χρόνος δεν τους έπαιρνε να περιμένουν, μπήκαν οι ίδιοι οι νέοι κάτω από το ζυγό και έσερναν το αμάξι, ενώ πάνω του πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού έσυραν το φορτίο τους σαράντα πέντε στάδια, έφτασαν στο ιερό. Το κατόρθωμά τους, που το είδε όλος ο κόσμος στη γιορτή, το επισφράγισε λαμπρά το τέλος της ζωής τους, με το οποίο ο θεός έδειξε ότι ο άνθρωπος είναι κάποιες φορές καλύτερο να πεθαίνει παρά να ζει. Γιατί οι Αργείοι τούς περικύκλωσαν και μακάριζαν τα παλικάρια για τη ρώμη τους, ενώ οι Αργίτισσες μακάριζαν τη μάνα τους, που της έτυχαν τέτοια παιδιά. Και η μητέρα τους, γεμάτη χαρά για το έργο και τους επαίνους των παιδιών της, στάθηκε αντίκρυ στο άγαλμα της θεάς και ευχόταν για τον Κλέοβη και το Βίτωνα, τα παιδιά της, που τόσο πολύ την τίμησαν, να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο μπορεί να τύχει σε άνθρωπο. Ύστερα από αυτή την ευχή έκαναν θυσίες κι έφαγαν, και σαν κοιμήθηκαν τα παλικάρια στο ίδιο το ιερό, δεν μεταξύπνησαν ποτέ, αλλά η ζωή τους τέλειωσε έτσι. Και οι Αργείοι τούς έφτιαξαν αγάλματα και τα αφιέρωσαν στους Δελφούς, να τους τιμήσουν που στάθηκαν άριστοι άνδρες».
ΤΥΧΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΖΩΗΣ
Ο Κροίσος, οργισμένος που έχασε και τη δεύτερη θέση του «ολιβιώτατου» από δύο ασήμαντα παλικάρια, είπε: «Ε, ξένε, και η δική μας λοιπόν ευδαιμονία τόσο μηδαμινή είναι για σένα, που την καταφρόνησες έτσι, ώστε ούτε με ιδιώτες δεν μας θεώρησες άξιους να συγκριθούμε;» Ο Σόλωνας απάντησε: «Κροίσε, ξέρω καλά ότι ο θεός είναι φθονερός και του αρέσει να φέρνει τα πάνω κάτω. Στο μάκρος της ζωής του, ο άνθρωπος έχει πολλά να δει, που δε θα ᾽θελε, και πολλά να πάθει. Ώς τα εβδομήντα χρόνια, που είναι είκοσι έξι χιλιάδες διακόσιες πενήντα μέρες, ούτε μια τους δεν φέρνει κάτι όμοιο με την άλλη. Με αυτούς τους όρους, Κροίσε, ο άνθρωπος είναι έρμαιο της τύχης. Σ᾽ εμένα βέβαια, εσύ φανερώνεσαι να έχεις πολλά πλούτη και να είσαι βασιλιάς πολλών ανθρώπων. Όμως εκείνο που ρωτάς, ακόμη δεν είμαι σε θέση να το πω, πριν μάθω πως είχες καλά τέλη. Γιατί δεν είναι ασφαλώς πιο ευτυχισμένος (όλβιος) ο πολύ πλούσιος από εκείνον που έχει το καθημερινό του, εκτός κι αν είναι τυχερός (ευτυχέας) και τελειώσει τη ζωή του μέσα σε όλα τα αγαθά του. Γιατί υπάρχουν ζάπλουτοι άνθρωποι, δυστυχισμένοι, και άλλοι με μετρημένα αγαθά, ευτυχισμένοι (όλβιοι).
«ΠΟΛΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΓΕΥΤΗΚΑΝ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΓΚΡΕΜΙΣΤΗΚΑΝ…»
Ο πολύ πλούσιος έχει πιο πολλά μέσα να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του και περισσότερη δύναμη για να σηκώσει μια μεγάλη συμφορά, που θα τον βρει. Όμως και εκείνος που δεν είναι πλούσιος, έχει δύναμη να βαστάξει στις δυσκολίες και να είναι ωραίος και καλότεκνος. Και αν πλάι σ᾽ αυτά, τύχει να έχει και καλά τέλη στη ζωή του, ε αυτός είναι εκείνος που ζητάς, ο άξιος να ονομάζεται ευτυχισμένος (όλβιος). Πριν όμως πεθάνει κάποιος, πρέπει να διστάζει κανείς και να τον λέει ευτυχισμένο (όλβιο). Απλά του χαμογελά η τύχη. Όποιος έχει τύχη, όσο ζει, κι ύστερα βρει και καλά τέλη στη ζωή του, αυτός για μένα, βασιλιά, αξίζει να φέρνει τον τίτλο του όλβιου. Πρέπει λοιπόν, σε κάθε πράγμα να εξετάζουμε το τέλος του. Γιατί πολλούς βέβαια ο θεός τούς άφησε για λίγο να γευθούν την ευτυχία, κι ύστερα τους γκρέμισε κάτω συθέμελα». Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο Κροίσος έδιωξε τον Σόλωνα, πεπεισμένος πως πρόκειται για έναν αστοιχείωτο, ο οποίος τα αγαθά, που είχε μπροστά στα μάτια του, τα αψηφούσε…
«ΣΟΛΩΝ ! ΣΟΛΩΝ ! ΣΟΛΩΝ !»
Μετά την αναχώρηση του Σόλωνα, πλήθος συμφορών βρήκαν τον Κροίσο. Ο γιος του, ο Άτης, σκοτώθηκε στο κυνήγι και ο ίδιος αργότερα νικήθηκε από το βασιλιά των Περσών Κύρο και αιχμαλωτίστηκε, χάνοντας όλα του τα πλούτη και το Βασίλειο του. Την ώρα που τον είχαν ανεβασμένο στην πυρά για να τον κάψουν, ο Κροίσος, καταλαβαίνοντας επιτέλους την ορθότητα των λόγων του Σόλωνα, φώναξε μετανιωμένος τρεις φορές «Σόλων! Σόλων! Σόλων!». Ο Κύρος, νομίζοντας ότι επικαλείται κάποιον θεό, τον ρώτησε ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος θεός, του οποίου το όνομα φώναζε… Όταν ο Κροίσος του διηγήθηκε τη συζήτησή με το Σόλωνα, τότε ο Κύρος αντελήφθη την ορθότητα των λόγων του Σόλωνα, την οποία επιβεβαίωνε η οδυνηρή θέση του Κροίσου. Πιο σοφός από τον Κροίσο, ο Κύρος, διέταξε να κατεβάσουν τον αιχμάλωτο βασιλιά Κροίσο από την σωρό των ξύλων, και να του χαρίσουν τη ζωή…
ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΖΩΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ «ΑΝΙΕΡΗΣ ΘΝΗΤΟΤΗΤΑΣ»
Στις ημέρες μας, η ιστορία του Ηροδότου χρησιμοποιείται για να δείξει τη ματαιότητα των αγαθών και τα γυρίσματα της ζωής. Είναι άδικο όμως να μην διαβάσουμε και το δεύτερο επίπεδό της: την τύχη, ως παράγοντα προσωρινής ευημερίας και την τύχη ως δυνατότητα κατάκτησης της ευτυχίας, αν την εκμεταλλευτείς με σωφροσύνη. Ο Σόλωνας θεωρεί “όλβιο” τον μεγάλο ή μικρό “ευλογημένο ήρωα” της ελληνικής κουλτούρας, που ολοκληρώνει τον κύκλο της ζωής του με τον θάνατό του. Ο Κροίσος θεωρεί “όλβιο” τον “τυχερό”, που απολαμβάνει πλούτη, δύναμη και πρεστίζ στην βάρβαρη κουλτούρα του τώρα, της ανίερης θνητότητας.
ΟΤΑΝ Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΛΥΓΙΣΕ ΣΤΟΝ ΑΔΗ…
Η ιστορία του Ηρόδοτου «διέγραψε» τα υλικά αγαθά και τις θέσεις εξουσίας ως προϋποθέσεις επίτευξης της μακαριότητας, της απόλυτης ευτυχίας. Δύο αιώνες νωρίτερα όμως, η Ομηρική Οδύσσεια αμφισβητούσε και την γενναιότητα, ως γενεσιουργό παράγοντα της απόλυτης ευτυχίας. Διαβάστε πως περιγράφεται η συνάντηση του Οδυσσέα με την ψυχή του Αχιλλέα στον Άδη, όταν ο Οδυσσέας έψαχνε τον Τειρεσία για να τον συμβουλέψει πως θα επιστρέψει στην Ιθάκη (ΟΔΥΣΣΕΙΑ Λ. 467- 491).
…ήρθε κατόπι κι η ψυχή του ξακουστού Αχιλλέα
με του Πατρόκλου την ψυχή και του άψεγου Αντιλόχου
και του μεγάλου του Αίαντα, που στη μορφή, στο σώμα,
περνούσε κάθε Δαναό, μετά απ’ τον Αχιλλέα.
Ευθύς με γνώρισε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέα
κι έτσι θρηνώντας μου ’λεγε με φτερωμένα λόγια·
«Γιε του Λαέρτη, θεϊκέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
καημένε, τι θα σοφιστείς ακόμα πιο μεγάλο!
Πώς βάσταξες να κατεβείς στον Άδη, όπου γυρίζουν
οι πεθαμένοι αναίσθητοι, θνητών νεκρών εικόνες;».
Είπε, κι εγώ τ’ απάντησα με πεταχτά μου λόγια˙
«Ω φίλε, του Πηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι,
ήρθα απ’ ανάγκη τη βουλή του Τειρεσία να μάθω
και πώς θα φτάσω να μου πει στο βραχωμένο Θιάκι.
Κοντά σε χώμα ελληνικό δεν πήγα ακόμα ως τώρα,
μήτε και στην πατρίδα μου κι όλο καημοί με δέρνουν.
Μα σαν κι εσένα άλλος θνητός δε βρέθηκε, Αχιλλέα,
στον κόσμο πιο καλότυχος, μήτε ποτέ θα γίνει.
Γιατί όταν ζούσες, σα θεό τιμούσαμε οι Αργίτες,
και τώρα πάλι στους νεκρούς μεγάλη δύναμη έχεις.
Γι’ αυτό, Αχιλλέα, μη χολιάς πως είσαι πεθαμένος».
Είπα, κι ευθύς μ’ απάντησε με λυπημένα λόγια·
«Οδυσσέα, για το θάνατο μη με παρηγορήσεις.
Θα ᾽θελα να ᾽μαι χωρικός και να ξενοδουλεύω
σε αφέντη δίχως κτήματα, που ναι το βιός του λίγο,
παρά να βασιλεύω εδώ στους πεθαμένους όλους…»
Τα λόγια του Αχιλλέα είναι η μεγαλύτερη ανατροπή των ομηρικών επών! Ίσως και η διάψευση της ίδιας της ηρωικής υπόστασης της Ιλιάδας. Το πρότυπο της γενναιότητας και της ανδρείας, ο δοξασμένος από θνητούς και αθανάτους Αχιλλέας, λυγίζει και δηλώνει διατεθειμένος να ανταλλάξει τη βασιλεία του ανάμεσα στους νεκρούς με μία θέση φτωχού εργάτη γης ανάμεσα στους ζωντανούς. Μετάνιωσε για την ανδρεία του; Θα ήθελε να μην ήταν ο πρώτος μεταξύ των Ελλήνων;
Να μην είχε κατανικήσει τους Τρώες; Όχι. Τα λόγια του Αχιλλέα είναι απλά η ομολογία της ήττας του απέναντι στην ευτυχία. Ο Αχιλλέας δεν ήταν «όλβιος». Πέθανε με ύπουλο τρόπο, από ένα βέλος, που έφυγε από μακριά και στόχευσε στο μοναδικό τρωτό σημείο του, τη φτέρνα. Ο κύκλος της ζωής του δεν έκλεισε αντάξια με την ένδοξη πορεία του. Και έχασε έτσι για πάντα τα Ιλίσια Πεδία και τις Μακαρίους Νήσους, καταδικασμένος να γυρίζει ανάμεσα σε θνητών νεκρών εικόνες.
του Δημήτρη Καλαντζή
Πηγή