Οι πόρτες του Παρθενώνα, από μοσχοβολιστό ξύλο κέδρου, που έκρυβαν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της παρθένου θεάς Αθηνάς και επέτρεπαν τη θέασή του ελάχιστες φορές, οι πόρτες που προστάτευαν τους θησαυρούς της αθηναϊκής δημοκρατίας (και αργότερα το ταμείο της αθηναϊκής συμμαχίας) θα πρέπει να ήταν περισσότερο εντυπωσιακές από ότι νομίζαμε μέχρι σήμερα.
Και αν το ξύλο ως υλικό προσφέρεται για περίτεχνα σκαλίσματα αλλά όχι για κάτι πιο πολυτελές, υπήρχαν και το ασήμι, ο άργυρος και το ελεφαντόδοντο που θα έδιναν ένα λαμπερό αποτέλεσμα.
Οι περίφημες θύρες του πρόναου και του οπισθόναου, ύψους 10 μέτρων και πλάτους 5 (κάτι λιγότερο από 50 τετραγωνικά, αφού θα πρέπει να υπολογίσουμε και τα ξύλινα θυρώματα) ήταν σίγουρα κατασκευασμένες από ξύλο και σίγουρα επενδεδυμένες με χρυσά
ελάσματα, ίσως και με ασημένια, όπως συνέβαινε εκείνη την εποχή και σε άλλους ναούς ανά τον Ελληνικό κόσμο.
Δυο ερευνητές όμως, ο αρχαιολόγος Σπένσερ Πόουπ και ο ιστορικός τέχνης Πίτερ Σουλτς, δημοσίευσαν ένα άρθρο στο Αμερικανικό Περιοδικό Αρχαιολογίας (American Journal of Archaeology) και προτείνουν μια όντως ενδιαφέρουσα ιδέα: πως είχαν και ελεφαντόδοντο.
Η έρευνά τους ξεκίνησε όταν ανακάλυψαν πως μια από τις οικοδομικές επιγραφές του Παρθενώνα (έτος 434/433 π.Χ.) περιελάμβανε μεγάλη ποσότητα ελεφαντόδοντου, η οποία δεν σχετιζόταν με το χρυσελεφάντινο άγαλμα της παρθένου. Χίλιες τριακόσιες εβδομήντα δύο δραχμές είχαν διατεθεί για χρυσό και 1.305 και 4 οβολοί για ελεφαντόδοντο.
Οι επιτροπές που χρηματοδοτούσαν και έβρισκαν χορηγίες για τον ναό και για το άγαλμα ήταν διαφορετικές. Επίσης, για να βγάζουμε και τα συμπεράσματά μας, λογοδοτούσαν δις κατ” έτος και απορροφούσαν όλα τα χρήματα που διέθεταν. Μάλιστα, συγκέντρωναν τα ρινίσματα χρυσού και περίσσευαν και τα θραύσματα ελεφαντόδοντου και τα υπέβαλαν σε νέες επεξεργασίες. Τέλος, πωλούσαν όλα τα μηχανήματα μόλις τέλειωνε το έργο στο οποίο είχαν χρησιμοποιηθεί και δεν υπήρχε πια ανάγκη να τα κρατούν.
Με τα ποσά αυτά, χρηματοδοτούσαν το οικονομικό πρόγραμμα. Από τις πόρτες και τα θυρώματα δεν έχει μείνει το παραμικρό στοιχείο και δεν έχουμε γραπτές μαρτυρίες, εκτός από όσες σώζονται σε επιγραφές.Σε μια από αυτές, του έτους 318/7 π.Χ. όταν δηλαδή ο Παρθενώνας είχε τελειώσει και ο Περικλής είχε προ πολλού πεθάνει, διαπιστώνεται ότι λείπουν 0,20 επί 0,22 μ φύλλων χρυσού με τα οποία είχαν επενδυθεί γοργόνεια, κεφαλές λεόντων και κεφαλές ταύρων, καρφιά κ.ά.
Πολύ πιο εντυπωσιακές από ότι πιστεύαμε ήταν οι πόρτες του Παρθενώνα σύμφωνα με έρευνα, ενώ στο εσωτερικό, όπου φυλάγονταν οι θησαυροί της αθηναϊκής δημοκρατίας, δέσποζε το άγαλμα της Αθηνάς, δημιούργημα του Φειδία Με χρυσό και ίσως και με άργυρο επενδύονταν επίσης και διακοσμητικά στοιχεία στο ναό, όπως ρόδακες.
Οι δυο μελετητές ξεκαθαρίζουν ότι πουθενά δεν αναφέρεται η χρήση ελεφαντόδοντου, αλλά χωρίς την υπόθεσή τους δεν υπάρχει λογική εξήγηση για τις μεγάλες ποσότητες ελεφαντοστού και χρυσού που είχαν αγοραστεί για τον Παρθενώνα.
Μικρές ποσότητες γνωρίζουμε ότι είχαν χρησιμοποιηθεί για διακόσμηση άλλων μερών. Επειδή και άλλοι ελληνικοί ναοί στην Κάτω Ιταλία και Σικελία αλλά και δημόσια κτίρια λαών όπως οι Πέρσες, είχαν παρόμοιες πόρτες, ίσως η αθηναϊκή δημοκρατία να επέλεξε την κατασκευή τους και για τον Παρθενώνα τον πρωτότυπο αυτό τύπο ναού μοναδικό και τον πρώτο στον κόσμο .
Όπως μπορούμε ίσως να φανταστούμε, θα ήταν εντυπωσιακές και θα συνέτειναν στη δημιουργία κατανυκτικής όσο και μυστικιστικής ατμόσφαιρας, αλλά και αίσθηση ευφορίας και αγαλλίασης στον πιστό
Τρίτος και τυχερός ήταν ο Παρθενώνας που όλοι σήμερα βλέπουμε, καθώς στην Αθήνα είχαν κατασκευαστεί κατά την αρχαιότητα δύο ναοί πριν από αυτόν. Ο ένας μάλιστα είχε μείνει ημιτελής. Ο,τι σώθηκε από τα αρχιτεκτονικά τους μέλη ή τον διάκοσμό τους και από τη μανία των Περσών βρίσκεται στο τείχος ή θαμμένο κοντά στον Παρθενώνα και μόνο λίγα κατάλοιπα παρουσιάζονται στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Ο Παρθενώνας, που αποτελεί σήμερα σύμβολο της ΟΥΝΕΣΚΟ, δεν ήταν ο διασημότερος ναός στους αρχαίους χρόνους, στον ελληνικό κόσμο αν και είναι υπόδειγμα αρχιτεκτονικής. Κέρδισε τη φήμη του περισσότερο ανά τους αιώνες, όταν μετρήθηκε, μελετήθηκε και βρέθηκε μοναδικός. Η σύλληψη του Φειδία -παρότι στην επεξεργασία και στην εκτέλεση συνέβαλαν ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης- αποδείχθηκε ευφυέστατη και απαράμιλλη.
Ο Παρθενώνας κτίσθηκε κατά τα έτη 447-438 π.Χ., στο πλαίσιο του ευρύτερου οικοδομικού προγράμματος που συντελέσθηκε στην Ακρόπολη με πρωτοβουλία του Περικλή, και πάνω στη θέση παλαιότερων ναών αφιερωμένων στην Αθηνά. Ο Φειδίας είχε όλη την ευθύνη του οικοδομικού προγράμματος και υπέγραψε τα εξαιρετικά γλυπτά του ναού.
Έργο του μεγαλύτερου γλύπτη της κλασικής Αθήνας, του Φειδία, λοιπόν ήταν το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, ύψους 12 μέτρων, που είχε στηθεί εντός του ναού. Ο σκελετός του ήταν ένας τεράστιος ξύλινος ιστός μπηγμένος στο έδαφος. Τα γυμνά μέρη του σώματος της θεάς ήταν καμωμένα από ελεφαντόδοντο, το δε ένδυμά της από χρυσό. Το ελεφαντόδοντο και ο χρυσός ήταν δυνατόν να αφαιρούνται, μετά από συμβουλή του Περικλή, ώστε να ζυγίζονται, υπό τον φόβο της υπεξαίρεσης.
Η θεά παριστάνεται σε όρθια στάση, στραμμένη προς την ανατολική πύλη. Φορά δωρικό πέπλο με μακρύ απόπτυγμα ζωσμένο με φίδι. Το στήθος της καλύπτει η αιγίδα, πλαισιωμένη από φίδια, με το γοργόνειο, το βασικό σύμβολο της Αθηνάς, σε κεντρική θέση.
Το κράνος της έχει τριπλό λοφίο, του οποίου το μεσαίο τμήμα απολήγει σε Σφίγγα και στα δύο πλαϊνά σε μορφές φτερωτών αλόγων. Στο δεξί της χέρι κρατάει φτερωτή Νίκη. Με το αριστερό της κρατά δόρυ και στηρίζει την άντυγα της ασπίδας της, που φέρει γοργόνειο ενώ φίδι, ο Εριχθόνιος, περιελίσσεται στο εσωτερικό τμήμα της.
Σύμφωνα με την παράδοση, το άγαλμα πατούσε σε μνημειακή βάση ύψους 1,20 μ., την οποία κοσμούσε περιμετρικά ανάγλυφη απεικόνιση του μύθου της γέννησης της Πανδώρας. Τέλος, τα σανδάλια της θεάς έφεραν παράσταση Κενταυρομαχίας. Μπροστά από το άγαλμα υπήρχε δεξαμενή νερού για τη διατήρηση της υγρασίας του ελεφαντόδοντου.
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση του αγάλματος, ο Φειδίας κατηγορήθηκε ότι είχε υπεξαιρέσει μέρος του χρυσού που του είχε δοθεί για την κατασκευή του (437 π.Χ.). Αν και ζυγίστηκαν τα ένθετα και αποδείχθηκε ότι δεν έλειπε ούτε γραμμάριο, εντούτοις ο Φειδίας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα. Υπάρχει μια άποψη ότι τον 5ο αι. μ.Χ. η Αθηνά χάθηκε κατά τη μεταφορά της από τους Βυζαντινούς στην Κωνσταντινούπολη – πιθανόν βυθίστηκε το πλοίο,άν και θεωρείται δύσκολο διότι η Αθήνα υπέστη καταστροφές από βάρβαρα φύλα αυτούς τους αιώνες,και είναι δύσκολο να έχει επιβιώσει μέχρι τον 5 μ.Χ. αιώνα.
Φαίνεται ότι βάθρο του αγάλματος δέχτηκε κάποια στιγμή ριζικές επισκευές, κατά πάσα πιθανότητα μετά από μεγάλη πυρκαγιά, ίσως αυτή των Ερούλλων το 267 μ.Χ. Δεν αποκλείεται και το ίδιο το άγαλμα να υπέστη σοβαρές ζημιές ή ακόμη και να καταστράφηκε ολοσχερώς, παραμένει όμως άγνωστο αν κατασκευάστηκε άλλο προς αντικατάστασή του.
Σημειώνει η αρχαιολόγος Γιάννα Βενιέρη.«Ο ναός που οι Αθηναίοι αφιέρωσαν στην προστάτιδα της πόλης τους, Αθηνά Παρθένο, είναι το λαμπρότερο δημιούργημα της αθηναϊκής δημοκρατίας στην περίοδο της μεγάλης ακμής της και το αρτιότερο ως προς τη σύνθεση και την εκτέλεση από τα οικοδομήματα του Ιερού Βράχου»
«Κτίσθηκε κατά τα έτη 447-438 π.Χ., στο πλαίσιο του ευρύτερου οικοδομικού προγράμματος που συντελέσθηκε στην Ακρόπολη με πρωτοβουλία του Περικλή, και πάνω στη θέση παλαιότερων ναών αφιερωμένων στην Αθηνά».
Πρόκειται για περίπτερο διπλό δωρικό ναό, που παρουσιάζει πολλά πρωτότυπα και μοναδικά στοιχεία στον αρχιτεκτονικό του σχεδιασμό. Στο εσωτερικό του είχε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου και το δημόσιο θησαυροφυλάκιο, με τους θησαυρούς της πόλης και αργότερα των συμμάχων. Έφερε πολλά γλυπτά στοιχεία, μοναδικής ωραιότητας, μέσα και έξω, με έμπνευση κυρίως από τη μυθολογία.
Παναγία (Αθηνιώτισσα), Ακρόπολη-Αθήνα-Τύπος: Βασιλική με Χρονολογία στα μέσα 6ου αι.Περιγραφή: Αφετηρία για τη μετατροπή αρχαίων μνημείων σε χριστιανικούς ναούς στάθηκε το διάταγμα του Ιουστιανιανού στα 529 μ.Χ. Έτσι, ο μεγαλύτερος ναός της κλασικής αρχαιότητας και συνώνυμος του κλέους της Αθήνας και του χρυσού αιώνα της, ο Παρθενώνας, μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. Η λατρεία της ειδωλολατρικής Παρθένου έδωσε τη θέση της στη χριστιανή Παρθένο, τη Θεοτόκο, και ονομάστηκε από Εκείνη (Παναγία Αθηνιώτισσα).
Αυτό έγινε ίσως στα μέσα του 6ου αιώνα με μερικές αρχιτεκτονικές μετατροπές, όπως ήταν η πρόσθεση μιας αψίδας στα ανατολικά. Επίσης, η είσοδος πλέον μετατοπίστηκε στη δυτική πλευρά του ναού και οι τρεις θύρες που διανοίχτηκαν στον τοίχο που χώριζε τον ναό από τον οπισθόδομο, τον μετέτρεψαν σε νάρθηκα του χριστιανικού, πλέον, ναού. Έτσι, ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε τρίκλιτη βασιλική με πανελλήνιο – ίσως ακόμα και σε ολόκληρη την αυτοκρατορία- κύρος και αίγλη, αφού αποτέλεσε τόπο προσκυνήματος αλλά και το ναό στον οποίο ο ίδιος ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος εόρτασε τη συντριπτική νίκη του επί των Βουλγάρων.
Ο ναός αναφέρεται σε αγιολογικές πηγές και αυτοκρατορικά έγγραφα, ενώ στάθηκε σημείο αναφοράς για τους νεώτερους περιηγητές που αποτύπωσαν μερικά από τα ψηφιδωτά που τον λάμπρυναν (Reinhold Lubenau, 1588-89). Από το ψηφιδωτό της Παναγίας, σώθηκαν μόνο 188 ψηφίδες που μεταφέρθηκαν το 1848 στο Βρετανικό Μουσείο. Σήμερα, ίχνη μόνον από το αρχικό σχέδιο των παραστάσεων πάνω στο μάρμαρο σώζονται στον εξωνάρθηκα του ναού.
Σημαντικό στοιχείο στο ναό είναι τα εκατοντάδες χαράγματα, τα επονομαζόμενα και Λίθινο Χρονικό για τις πλούσιες ιστορικές πληροφορίες που παρέχουν στον ερευνητή. Ονόματα στρατηγών, επισκόπων, αρχιεπισκόπων και μητροπολιτών, αλλά και αναγραφές θανάτων, απλές αναγραφές ονομάτων, τίτλοι και επαγγέλματα που πολλές φορές συνοδεύουν τα ονόματα αυτά, προσευχές και επικλήσεις ή παράξενες συμβολικές παραστάσεις (σταυροειδή συμπιλήματα, πλοία, περίεργα σκαριφήματα) αναγράφονται στους κίονες του χριστιανικού πλέον ναού συμπληρώνοντας πολλές φορές τα κενά των πηγών της παλαιοχριστιανικής και βυζαντινής εποχής
Τον 5ο αι. μ.Χ. μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο αρχικά στην Αγία Σοφία και αργότερα στην Παναγία, ενώ στα χρόνια της τουρκοκρατίας έγινε τζαμί. Το 1687, κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Μοροζίνι, ανατινάχθηκε από μία βόμβα των Ενετών και μεγάλο μέρος του κατέρρευσε, ενώ σοβαρές ζημιές υπέστη και στις αρχές του 19ου αιώνα, με τη διαρπαγή και λεηλασία του γλυπτού διακόσμου από τον λόρδο του Έλγιν, που είχε ως αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των γλυπτών να βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.
«Στον Παρθενώνα δούλευαν ταυτοχρόνως οκτώ μεγάλοι γερανοί και ο καθένας είχε 27 μέτρα ύψος», όπως έχει πει για το οικοδομικό πρόγραμμα ο καθηγητής Μανόλης Κορρές.
«Σε κάθε πρόσοψη υπήρχε ένας μεγάλος γερανός με μέγιστη ανυψωτική δύναμη 15 τόνους. Είχαν τη δυνατότητα να ανεβάζουν ένα βάρος 10 τόνων από τη γη, στο ύψος του κτιρίου μέσα σε 15 λεπτά της ώρας. Για να λειτουργήσει το σύστημα ανύψωσης μεγάλου βάρους έπρεπε να εργάζονται σε κάθε γερανό 10 άντρες που χρησιμοποιούσαν ένα σύστημα με τροχαλίες και πολύσπαστα.
Ουσιαστικά εφάρμοζαν τις αρχές της Μηχανικής που θα συστηματοποιούσε ο Αρχιμήδης έπειτα από 200 χρόνια.
Από όσους εργάστηκαν το 30% ήταν Αθηναίοι τεχνίτες, το 30% καλλιτέχνες κυρίως από τις Κυκλάδες και οι υπόλοιποι δούλοι (πολλοί από τη Θράκη). Όλοι, Αθηναίοι, επισκέπτες ή δούλοι, ελάμβαναν 1 δραχμή ως αμοιβή την ημέρα, ενώ οι αρχιτέκτονες 2 δραχμές.
Τα έργα ξεκίνησαν το 447 π.Χ. και κάθε χρόνο γινόταν ετήσια έκθεση και απολογισμός του ταμείου. Υπήρχε ειδική επιτροπή, το λογιστήριο έκανε κάθε χρόνο ισολογισμό και υπήρξε συνεχής απορρόφηση των χρημάτων επί οκτώ χρόνια», λέει ο κ. Κορρές.
Πηγή
Χρυσελεφάντινες οι πόρτες του Παρθενώνα
Και αν το ξύλο ως υλικό προσφέρεται για περίτεχνα σκαλίσματα αλλά όχι για κάτι πιο πολυτελές, υπήρχαν και το ασήμι, ο άργυρος και το ελεφαντόδοντο που θα έδιναν ένα λαμπερό αποτέλεσμα.
Οι περίφημες θύρες του πρόναου και του οπισθόναου, ύψους 10 μέτρων και πλάτους 5 (κάτι λιγότερο από 50 τετραγωνικά, αφού θα πρέπει να υπολογίσουμε και τα ξύλινα θυρώματα) ήταν σίγουρα κατασκευασμένες από ξύλο και σίγουρα επενδεδυμένες με χρυσά
ελάσματα, ίσως και με ασημένια, όπως συνέβαινε εκείνη την εποχή και σε άλλους ναούς ανά τον Ελληνικό κόσμο.
Δυο ερευνητές όμως, ο αρχαιολόγος Σπένσερ Πόουπ και ο ιστορικός τέχνης Πίτερ Σουλτς, δημοσίευσαν ένα άρθρο στο Αμερικανικό Περιοδικό Αρχαιολογίας (American Journal of Archaeology) και προτείνουν μια όντως ενδιαφέρουσα ιδέα: πως είχαν και ελεφαντόδοντο.
Η έρευνά τους ξεκίνησε όταν ανακάλυψαν πως μια από τις οικοδομικές επιγραφές του Παρθενώνα (έτος 434/433 π.Χ.) περιελάμβανε μεγάλη ποσότητα ελεφαντόδοντου, η οποία δεν σχετιζόταν με το χρυσελεφάντινο άγαλμα της παρθένου. Χίλιες τριακόσιες εβδομήντα δύο δραχμές είχαν διατεθεί για χρυσό και 1.305 και 4 οβολοί για ελεφαντόδοντο.
Χορηγίες
Οι επιτροπές που χρηματοδοτούσαν και έβρισκαν χορηγίες για τον ναό και για το άγαλμα ήταν διαφορετικές. Επίσης, για να βγάζουμε και τα συμπεράσματά μας, λογοδοτούσαν δις κατ” έτος και απορροφούσαν όλα τα χρήματα που διέθεταν. Μάλιστα, συγκέντρωναν τα ρινίσματα χρυσού και περίσσευαν και τα θραύσματα ελεφαντόδοντου και τα υπέβαλαν σε νέες επεξεργασίες. Τέλος, πωλούσαν όλα τα μηχανήματα μόλις τέλειωνε το έργο στο οποίο είχαν χρησιμοποιηθεί και δεν υπήρχε πια ανάγκη να τα κρατούν.
Με τα ποσά αυτά, χρηματοδοτούσαν το οικονομικό πρόγραμμα. Από τις πόρτες και τα θυρώματα δεν έχει μείνει το παραμικρό στοιχείο και δεν έχουμε γραπτές μαρτυρίες, εκτός από όσες σώζονται σε επιγραφές.Σε μια από αυτές, του έτους 318/7 π.Χ. όταν δηλαδή ο Παρθενώνας είχε τελειώσει και ο Περικλής είχε προ πολλού πεθάνει, διαπιστώνεται ότι λείπουν 0,20 επί 0,22 μ φύλλων χρυσού με τα οποία είχαν επενδυθεί γοργόνεια, κεφαλές λεόντων και κεφαλές ταύρων, καρφιά κ.ά.
Πολύ πιο εντυπωσιακές από ότι πιστεύαμε ήταν οι πόρτες του Παρθενώνα σύμφωνα με έρευνα, ενώ στο εσωτερικό, όπου φυλάγονταν οι θησαυροί της αθηναϊκής δημοκρατίας, δέσποζε το άγαλμα της Αθηνάς, δημιούργημα του Φειδία Με χρυσό και ίσως και με άργυρο επενδύονταν επίσης και διακοσμητικά στοιχεία στο ναό, όπως ρόδακες.
Οι δυο μελετητές ξεκαθαρίζουν ότι πουθενά δεν αναφέρεται η χρήση ελεφαντόδοντου, αλλά χωρίς την υπόθεσή τους δεν υπάρχει λογική εξήγηση για τις μεγάλες ποσότητες ελεφαντοστού και χρυσού που είχαν αγοραστεί για τον Παρθενώνα.
Μικρές ποσότητες γνωρίζουμε ότι είχαν χρησιμοποιηθεί για διακόσμηση άλλων μερών. Επειδή και άλλοι ελληνικοί ναοί στην Κάτω Ιταλία και Σικελία αλλά και δημόσια κτίρια λαών όπως οι Πέρσες, είχαν παρόμοιες πόρτες, ίσως η αθηναϊκή δημοκρατία να επέλεξε την κατασκευή τους και για τον Παρθενώνα τον πρωτότυπο αυτό τύπο ναού μοναδικό και τον πρώτο στον κόσμο .
Όπως μπορούμε ίσως να φανταστούμε, θα ήταν εντυπωσιακές και θα συνέτειναν στη δημιουργία κατανυκτικής όσο και μυστικιστικής ατμόσφαιρας, αλλά και αίσθηση ευφορίας και αγαλλίασης στον πιστό
Τρίτος και τυχερός ήταν ο Παρθενώνας που όλοι σήμερα βλέπουμε, καθώς στην Αθήνα είχαν κατασκευαστεί κατά την αρχαιότητα δύο ναοί πριν από αυτόν. Ο ένας μάλιστα είχε μείνει ημιτελής. Ο,τι σώθηκε από τα αρχιτεκτονικά τους μέλη ή τον διάκοσμό τους και από τη μανία των Περσών βρίσκεται στο τείχος ή θαμμένο κοντά στον Παρθενώνα και μόνο λίγα κατάλοιπα παρουσιάζονται στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Ο Παρθενώνας, που αποτελεί σήμερα σύμβολο της ΟΥΝΕΣΚΟ, δεν ήταν ο διασημότερος ναός στους αρχαίους χρόνους, στον ελληνικό κόσμο αν και είναι υπόδειγμα αρχιτεκτονικής. Κέρδισε τη φήμη του περισσότερο ανά τους αιώνες, όταν μετρήθηκε, μελετήθηκε και βρέθηκε μοναδικός. Η σύλληψη του Φειδία -παρότι στην επεξεργασία και στην εκτέλεση συνέβαλαν ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης- αποδείχθηκε ευφυέστατη και απαράμιλλη.
Ο Παρθενώνας κτίσθηκε κατά τα έτη 447-438 π.Χ., στο πλαίσιο του ευρύτερου οικοδομικού προγράμματος που συντελέσθηκε στην Ακρόπολη με πρωτοβουλία του Περικλή, και πάνω στη θέση παλαιότερων ναών αφιερωμένων στην Αθηνά. Ο Φειδίας είχε όλη την ευθύνη του οικοδομικού προγράμματος και υπέγραψε τα εξαιρετικά γλυπτά του ναού.
Οι περιπέτειες της Αθηνάς και ο «διωγμός» του Φειδία
Έργο του μεγαλύτερου γλύπτη της κλασικής Αθήνας, του Φειδία, λοιπόν ήταν το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, ύψους 12 μέτρων, που είχε στηθεί εντός του ναού. Ο σκελετός του ήταν ένας τεράστιος ξύλινος ιστός μπηγμένος στο έδαφος. Τα γυμνά μέρη του σώματος της θεάς ήταν καμωμένα από ελεφαντόδοντο, το δε ένδυμά της από χρυσό. Το ελεφαντόδοντο και ο χρυσός ήταν δυνατόν να αφαιρούνται, μετά από συμβουλή του Περικλή, ώστε να ζυγίζονται, υπό τον φόβο της υπεξαίρεσης.
Η θεά παριστάνεται σε όρθια στάση, στραμμένη προς την ανατολική πύλη. Φορά δωρικό πέπλο με μακρύ απόπτυγμα ζωσμένο με φίδι. Το στήθος της καλύπτει η αιγίδα, πλαισιωμένη από φίδια, με το γοργόνειο, το βασικό σύμβολο της Αθηνάς, σε κεντρική θέση.
Το κράνος της έχει τριπλό λοφίο, του οποίου το μεσαίο τμήμα απολήγει σε Σφίγγα και στα δύο πλαϊνά σε μορφές φτερωτών αλόγων. Στο δεξί της χέρι κρατάει φτερωτή Νίκη. Με το αριστερό της κρατά δόρυ και στηρίζει την άντυγα της ασπίδας της, που φέρει γοργόνειο ενώ φίδι, ο Εριχθόνιος, περιελίσσεται στο εσωτερικό τμήμα της.
Σύμφωνα με την παράδοση, το άγαλμα πατούσε σε μνημειακή βάση ύψους 1,20 μ., την οποία κοσμούσε περιμετρικά ανάγλυφη απεικόνιση του μύθου της γέννησης της Πανδώρας. Τέλος, τα σανδάλια της θεάς έφεραν παράσταση Κενταυρομαχίας. Μπροστά από το άγαλμα υπήρχε δεξαμενή νερού για τη διατήρηση της υγρασίας του ελεφαντόδοντου.
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση του αγάλματος, ο Φειδίας κατηγορήθηκε ότι είχε υπεξαιρέσει μέρος του χρυσού που του είχε δοθεί για την κατασκευή του (437 π.Χ.). Αν και ζυγίστηκαν τα ένθετα και αποδείχθηκε ότι δεν έλειπε ούτε γραμμάριο, εντούτοις ο Φειδίας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα. Υπάρχει μια άποψη ότι τον 5ο αι. μ.Χ. η Αθηνά χάθηκε κατά τη μεταφορά της από τους Βυζαντινούς στην Κωνσταντινούπολη – πιθανόν βυθίστηκε το πλοίο,άν και θεωρείται δύσκολο διότι η Αθήνα υπέστη καταστροφές από βάρβαρα φύλα αυτούς τους αιώνες,και είναι δύσκολο να έχει επιβιώσει μέχρι τον 5 μ.Χ. αιώνα.
Φαίνεται ότι βάθρο του αγάλματος δέχτηκε κάποια στιγμή ριζικές επισκευές, κατά πάσα πιθανότητα μετά από μεγάλη πυρκαγιά, ίσως αυτή των Ερούλλων το 267 μ.Χ. Δεν αποκλείεται και το ίδιο το άγαλμα να υπέστη σοβαρές ζημιές ή ακόμη και να καταστράφηκε ολοσχερώς, παραμένει όμως άγνωστο αν κατασκευάστηκε άλλο προς αντικατάστασή του.
Από τη μεγάλη ακμή στο τζαμί και τον Τόμας Μπρούς λόρδο του Έλγιν
Σημειώνει η αρχαιολόγος Γιάννα Βενιέρη.«Ο ναός που οι Αθηναίοι αφιέρωσαν στην προστάτιδα της πόλης τους, Αθηνά Παρθένο, είναι το λαμπρότερο δημιούργημα της αθηναϊκής δημοκρατίας στην περίοδο της μεγάλης ακμής της και το αρτιότερο ως προς τη σύνθεση και την εκτέλεση από τα οικοδομήματα του Ιερού Βράχου»
«Κτίσθηκε κατά τα έτη 447-438 π.Χ., στο πλαίσιο του ευρύτερου οικοδομικού προγράμματος που συντελέσθηκε στην Ακρόπολη με πρωτοβουλία του Περικλή, και πάνω στη θέση παλαιότερων ναών αφιερωμένων στην Αθηνά».
Πρόκειται για περίπτερο διπλό δωρικό ναό, που παρουσιάζει πολλά πρωτότυπα και μοναδικά στοιχεία στον αρχιτεκτονικό του σχεδιασμό. Στο εσωτερικό του είχε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου και το δημόσιο θησαυροφυλάκιο, με τους θησαυρούς της πόλης και αργότερα των συμμάχων. Έφερε πολλά γλυπτά στοιχεία, μοναδικής ωραιότητας, μέσα και έξω, με έμπνευση κυρίως από τη μυθολογία.
Παναγία (Αθηνιώτισσα), Ακρόπολη-Αθήνα-Τύπος: Βασιλική με Χρονολογία στα μέσα 6ου αι.Περιγραφή: Αφετηρία για τη μετατροπή αρχαίων μνημείων σε χριστιανικούς ναούς στάθηκε το διάταγμα του Ιουστιανιανού στα 529 μ.Χ. Έτσι, ο μεγαλύτερος ναός της κλασικής αρχαιότητας και συνώνυμος του κλέους της Αθήνας και του χρυσού αιώνα της, ο Παρθενώνας, μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. Η λατρεία της ειδωλολατρικής Παρθένου έδωσε τη θέση της στη χριστιανή Παρθένο, τη Θεοτόκο, και ονομάστηκε από Εκείνη (Παναγία Αθηνιώτισσα).
Αυτό έγινε ίσως στα μέσα του 6ου αιώνα με μερικές αρχιτεκτονικές μετατροπές, όπως ήταν η πρόσθεση μιας αψίδας στα ανατολικά. Επίσης, η είσοδος πλέον μετατοπίστηκε στη δυτική πλευρά του ναού και οι τρεις θύρες που διανοίχτηκαν στον τοίχο που χώριζε τον ναό από τον οπισθόδομο, τον μετέτρεψαν σε νάρθηκα του χριστιανικού, πλέον, ναού. Έτσι, ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε τρίκλιτη βασιλική με πανελλήνιο – ίσως ακόμα και σε ολόκληρη την αυτοκρατορία- κύρος και αίγλη, αφού αποτέλεσε τόπο προσκυνήματος αλλά και το ναό στον οποίο ο ίδιος ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος εόρτασε τη συντριπτική νίκη του επί των Βουλγάρων.
Ο ναός αναφέρεται σε αγιολογικές πηγές και αυτοκρατορικά έγγραφα, ενώ στάθηκε σημείο αναφοράς για τους νεώτερους περιηγητές που αποτύπωσαν μερικά από τα ψηφιδωτά που τον λάμπρυναν (Reinhold Lubenau, 1588-89). Από το ψηφιδωτό της Παναγίας, σώθηκαν μόνο 188 ψηφίδες που μεταφέρθηκαν το 1848 στο Βρετανικό Μουσείο. Σήμερα, ίχνη μόνον από το αρχικό σχέδιο των παραστάσεων πάνω στο μάρμαρο σώζονται στον εξωνάρθηκα του ναού.
Σημαντικό στοιχείο στο ναό είναι τα εκατοντάδες χαράγματα, τα επονομαζόμενα και Λίθινο Χρονικό για τις πλούσιες ιστορικές πληροφορίες που παρέχουν στον ερευνητή. Ονόματα στρατηγών, επισκόπων, αρχιεπισκόπων και μητροπολιτών, αλλά και αναγραφές θανάτων, απλές αναγραφές ονομάτων, τίτλοι και επαγγέλματα που πολλές φορές συνοδεύουν τα ονόματα αυτά, προσευχές και επικλήσεις ή παράξενες συμβολικές παραστάσεις (σταυροειδή συμπιλήματα, πλοία, περίεργα σκαριφήματα) αναγράφονται στους κίονες του χριστιανικού πλέον ναού συμπληρώνοντας πολλές φορές τα κενά των πηγών της παλαιοχριστιανικής και βυζαντινής εποχής
Η τουρκοκρατία και η βόμβα
Τον 5ο αι. μ.Χ. μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο αρχικά στην Αγία Σοφία και αργότερα στην Παναγία, ενώ στα χρόνια της τουρκοκρατίας έγινε τζαμί. Το 1687, κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Μοροζίνι, ανατινάχθηκε από μία βόμβα των Ενετών και μεγάλο μέρος του κατέρρευσε, ενώ σοβαρές ζημιές υπέστη και στις αρχές του 19ου αιώνα, με τη διαρπαγή και λεηλασία του γλυπτού διακόσμου από τον λόρδο του Έλγιν, που είχε ως αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των γλυπτών να βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.
«Στον Παρθενώνα δούλευαν ταυτοχρόνως οκτώ μεγάλοι γερανοί και ο καθένας είχε 27 μέτρα ύψος», όπως έχει πει για το οικοδομικό πρόγραμμα ο καθηγητής Μανόλης Κορρές.
«Σε κάθε πρόσοψη υπήρχε ένας μεγάλος γερανός με μέγιστη ανυψωτική δύναμη 15 τόνους. Είχαν τη δυνατότητα να ανεβάζουν ένα βάρος 10 τόνων από τη γη, στο ύψος του κτιρίου μέσα σε 15 λεπτά της ώρας. Για να λειτουργήσει το σύστημα ανύψωσης μεγάλου βάρους έπρεπε να εργάζονται σε κάθε γερανό 10 άντρες που χρησιμοποιούσαν ένα σύστημα με τροχαλίες και πολύσπαστα.
Ουσιαστικά εφάρμοζαν τις αρχές της Μηχανικής που θα συστηματοποιούσε ο Αρχιμήδης έπειτα από 200 χρόνια.
Οι Αθηναίοι έκτισαν τον ναό με τις δικές τους δυνάμεις.
Από όσους εργάστηκαν το 30% ήταν Αθηναίοι τεχνίτες, το 30% καλλιτέχνες κυρίως από τις Κυκλάδες και οι υπόλοιποι δούλοι (πολλοί από τη Θράκη). Όλοι, Αθηναίοι, επισκέπτες ή δούλοι, ελάμβαναν 1 δραχμή ως αμοιβή την ημέρα, ενώ οι αρχιτέκτονες 2 δραχμές.
Τα έργα ξεκίνησαν το 447 π.Χ. και κάθε χρόνο γινόταν ετήσια έκθεση και απολογισμός του ταμείου. Υπήρχε ειδική επιτροπή, το λογιστήριο έκανε κάθε χρόνο ισολογισμό και υπήρξε συνεχής απορρόφηση των χρημάτων επί οκτώ χρόνια», λέει ο κ. Κορρές.
Πηγή