«Αλίμονο Μαρδόνιε, με ποιους μας βάζεις να πολεμήσουμε, αυτούς που όχι για χρήματα, αλλά για την καλή τους φήμη αγωνίζονται μόνο!» είπε ο αρχηγός των Μήδων, Τιγράνης, στον στρατηγό του Ξέρξη, όταν έμαθε πως οι Έλληνες αθλητές αγωνίζονται για να λάβουν μονάχα ένα ταπεινό στεφάνι.
Αυτό όμως το ταπεινό στεφάνι από σέλινο, δάφνη ή αγριελιά, άλλαζε τη ζωή του νικητή για πάντα. Ιδιαίτερα του ολυμπιονίκη. Αποκτούσαν το δικαίωμα να στήσουν το άγαλμά τους στην Ολυμπία, και συχνά τους έστηναν άγαλμα και στην πόλη της καταγωγής τους, όπου οι συμπολίτες τους υποδέχονταν ως ήρωες και τους τιμούσαν για την υπόλοιπη ζωή τους. Λάμβαναν ένα εισόδημα από το κράτος και απαλλάσσονταν από τις φορολογικές υποχρεώσεις. Κάποιοι όμως, αγαπήθηκαν περισσότερο από τους άλλους και έμειναν στην ιστορία ως οι διασημότεροι ολυμπιονίκες.
Είναι οι μεγάλοι αστέρες της εποχής τους, πρόσωπα που θα κοσμούσαν τους τοίχους των εφηβικών δωματίων και τα εξώφυλλα των περιοδικών, αν είχαν εφευρεθεί.
Ο θρυλικός Μίλων παρέμεινε πρωταθλητής της πάλης επί 24 έτη, πέντε φορές περιοδονίκης, δηλαδή νικητής και στους τέσσερις πανελλήνιους Αγώνες του ίδιου κύκλου. Δέκα φορές νίκησε στους αγώνες των Ισθμίων, εννέα φορές στους αγώνες της Νεμέας και πέντε φορές στους Πυθικούς Αγώνες των Δελφών.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες νίκησε έξι φορές. Μία φορά το 540 π.Χ στον αγώνα των εφήβων και πέντε φορές στους αγώνες ανδρών στις Ολυμπιάδες από το 532 ως το 516 π.Χ (62η έως 66η).
Αγωνίστηκε και στην επόμενη Ολυμπιάδα, αλλά δεν κατάφερε να νικήσει, όχι επειδή βρέθηκε κάποιος με μεγαλύτερη δύναμη, αλλά επειδή ο ίδιος ήταν ήδη σαράντα ετών, με αποτέλεσμα ο νεαρός αντίπαλός του, ο Τιμασίθεος, να καταφέρει αμυνόμενος να τον εξουθενώσει.
Η δύναμή του ήταν παροιμιώδης και την ξόδευε γενναιόδωρα τόσο για να διασκεδάζει τους φίλους του με επιδείξεις, όσο και για να τους προστατέψει. Σε μία συγκέντρωση των πυθαγορείων (ήταν κι ο ίδιος οπαδός του Πυθαγόρα και ίσως γαμπρός του), άρχισε να καταρρέει η στέγη του οικοδομήματος.
Ο Μίλων κρατούσε με τα χέρια του το κεντρικό δοκάρι μέχρι να διασωθούν όλοι του οι φίλοι και ύστερα κατάφερε να σωθεί κι ο ίδιος. Στον Μίλωνα χρωστούσαν οι Κροτωνιάτες, όχι μόνο τη δόξα που έφερνε τόσα χρόνια στην κοινή τους πατρίδα, αλλά και τη νίκη τους στον πόλεμο εναντίον των Συβαριτών.
Η μάχη κρίθηκε υπέρ τους, σύντομα μόλις ο Μίλων όρμησε φορώντας το ολυμπιακό του στεφάνι, ντυμένος με δέρμα λιονταριού σαν τον Ηρακλή. Δυστυχώς, ο Μίλων δεν είχε το ένδοξο τέλος που θα του ταίριαζε.
Κάποια μέρα είδε στο δάσος έναν κορμό δέντρου που είχε αφεθεί μισοσχισμένος με τις σφήνες ακόμα επάνω του. Μπήκε στον πειρασμό να δοκιμάσει τη δύναμή του και επιχείρησε να σχίσει το δέντρο με τα χέρια του. Όταν όμως οι σφήνες γλίστρησαν έξω, τα χέρια του παγιδεύτηκαν στον κορμό. Έμεινε εκεί εγκλωβισμένος και μέσα στη νύχτα τον κατασπάραξαν οι λύκοι.
Τον αποκαλούσαν γιο του Ηρακλή, αλλά στην πραγματικότητα ήταν γιος του Τιμοσθένη, ο οποίος ήταν ιερέας στον ναό του Ηρακλή (μπορείτε και σήμερα να δείτε τα ερείπια του ναού στο ακρωτήρι Ovriokastron ο L. Ross, (Reisen nach Kos) το αναφέρει με λατινικούς χαρακτήρες ενώ αντίστοιχα ο Herzog το αναφέρει με ελληνικούς χαρακτήρες).
Όταν ήταν ακόμα παιδί, ο Θεαγένης πήρε από την αγορά της Θάσου ένα χάλκινο άγαλμα και κάποιου θεού και το κουβάλησε μόνος του ως το σπίτι του. Οι συμπατριώτες του εξοργίστηκαν και πολλοί από αυτούς ήθελαν να καταδικαστεί σε θάνατο για την ιεροσυλία που διέπραξε. Ένας γέροντας όμως τους έπεισε να δείξουν επιείκεια.
Ο μικρός Θεαγένης επέστρεψε το άγαλμα στη θέση του και οι Θάσιοι δεν στέρησαν την πατρίδα τους από τη μεγάλη δόξα που τους επεφύλασσε ο άτακτος μικρός.
Το 480 π.Χ, λίγους μήνες πριν την ένδοξη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Θεαγένης κέρδισε το πρώτο του στεφάνι στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο αγώνισμα της πυγμαχίας και στην επόμενη Ολυμπιάδα νίκησε στο παγκράτιο.
Έλαβε μέρος σε πολλούς ακόμα αγώνες και στέφθηκε νικητής δέκα φορές στα Ίσθμια, εννέα φορές στα Νέμεα και τρεις φορές στα Πύθια, στα αγωνίσματα της πυγμαχίας και του παγκρατίου. Μία ακόμα φορά αγωνίστηκε ως δρομέας αντοχής στη Φθία, σε αγώνες προς τιμήν του Αχιλλέα και κέρδισε την πρώτη θέση κι εκεί. Σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του νίκησε 1400 φορές.
Μπορούμε να υποθέσουμε πως ήταν ο διασημότερος κάτοικος της Θάσου στην εποχή του, όπως συνέβαινε με τους ολυμπιονίκες. Όταν πέθανε, οι Θάσιοι έστησαν σε περίοπτη θέση το άγαλμά του για να τον τιμούν για πάντα.
Υπήρχε, όμως, ανάμεσά τους κάποιος που επί χρόνια δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον θυμό του εναντίον του μεγάλου αυτού αθλητή. Είχε επιχειρήσει πολλές φορές να τον νικήσει στους αγώνες, χωρίς όμως επιτυχία. Πήγαινε λοιπόν κάθε τόσο μέσα στη νύχτα και χτυπούσε το άγαλμα προσπαθώντας να ξεθυμάνει, μέχρι που κάποια στιγμή, εκείνο ξεκόλλησε από τη βάση του, έπεσε επάνω του και τον σκότωσε.
Οι γιοι του ζήτησαν από το δικαστήριο να τιμωρηθεί το άγαλμα, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη για τον νεκρό τους πατέρα. Οι δικαστές αποφάσισαν να το πετάξουν στη θάλασσα. Λίγο καιρό αργότερα, στο νησί έπεσε μεγάλη ξηρασία, και όταν η κατάσταση έγινε επικίνδυνη, οι Θάσιοι ζήτησαν χρησμό από το Μαντείο των Δελφών.
Η Πυθία απεφάνθη πως έπρεπε να επαναφέρουν στη Θάσο όλους τους εξόριστους, όπως και έκαναν. Η ξηρασία όμως επέμενε. Σε έναν δεύτερο χρησμό, τους αποκαλύπτεται πως ξέχασαν να επαναφέρουν τον Θεαγένη.
Οι ψαράδες του νησιού κατάφεραν να εντοπίσουν το άγαλμα στον βυθό και το επέστρεψαν στη θέση του. Η ξηρασία υποχώρησε και από τότε, ο Θεαγένης θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως θεραπευτής.
Ο Διαγόρας ήταν απόγονος του βασιλιά της Ιαλυσσού Δαμάγετου, της οικογένειας των Ερατιδών. Ο πυγμάχος από τη Ρόδο υπήρξε το υπόδειγμα του ενάρετου αθλητή κι έμεινε στην ελληνική παράδοση ως γιος του θεού Ερμή. Αυτός ο «πελώριος, αγέρωχος άνδρας» έμεινε στην ιστορία, όχι μόνο για τις νίκες του, αλλά και για τον ακέραιο χαρακτήρα του. Ο Πίνδαρος, στην ωδή που έγραψε υμνώντας την νίκη του στην Ολυμπιάδα του 464 π.Χ προσεύχεται γι’ αυτόν στον Δία:
Η ωδή αυτή είχε χαραχθεί με χρυσά γράμματα στον ναό της θεάς Αθηνάς της Λίνδου.
Ο Διαγόρας νίκησε τέσσερις φορές στα Ίσθμια, δύο φορές στα Νέμεα, τουλάχιστον μία στα Πύθια, ενώ διακρίθηκε πολλές φορές σε τοπικούς αγώνες της Ρόδου και άλλων ελληνικών πόλεων. Αλλά, και όταν πια αποσύρθηκε, η δόξα δεν τον εγκατέλειψε.
Έζησε αρκετά για να δει τους γιους του να φορούν το στεφάνι της νίκης στην Ολυμπία. Το 448 π.Χ, ο Δαμάγετος νικούσε για δεύτερη φορά στο παγκράτιο και ο Ακουσίλαος στην πυγμαχία. Τα δύο αδέλφια σήκωσαν τον πατέρα τους στους ώμους, ενώ το πλήθος από τις κερκίδες τους επευφημούσε με ενθουσιασμό και τους έραινε με λουλούδια.
Κάποια στιγμή ένας από τους θεατές φώναξε στον Διαγόρα: «Πέθανε, Διαγόρα, δεν πρόκειται να ανέβεις και στον Όλυμπο», που σημαίνει πως αυτό ήταν το ανώτερο επίπεδο δόξας που μπορούσε να επιτύχει ένας θνητός άνθρωπος. Εκείνη τη στιγμή της υπέρτατης δόξας πέθανε ο Διαγόρας μέσα στην αγκαλιά των γιων του, ως ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου!
Ο σεβασμός που απολάμβανε η οικογένεια του Διαγόρα γίνεται φανερή από ένα περιστατικό που καταγράφεται κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Συνέβη τότε, σε μία ναυμαχία να συλλάβουν οι Αθηναίοι τον Δωριέα, τον τρίτο γιο του Διαγόρα, νικητή του παγκρατίου σε τρεις διαδοχικές Ολυμπιάδες και περιοδονίκη από το 432 ως το 424 π..Χ. Σύμφωνα με τη συνήθεια, θα έπρεπε είτε να ζητήσουν λύτρα για να τον απελευθερώσουν ή να τον θανατώσουν.
Εκείνοι όμως τον απελευθέρωσαν αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη. Οι εγγονοί του Διαγόρα, Ευκλής και Πεισίροδος στέφθηκαν επίσης Ολυμπιονίκες της πυγμαχίας το 404 π..Χ
Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες πραγματοποιήθηκαν στην Ολυμπία και είναι παραδοσιακά χρονολογημένοι στο 776 π.Χ. Οι Ολυμπιακοί αγώνες είναι αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό αθλητικό γεγονός παγκοσμίως, μειστορία 12 αιώνων και σίγουρα κάθε αθλητής ονειρεύεται να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Πλέον πραγματοποιούνται κάθε τέσσερα χρόνια σε διαφορετικό μέρος του κόσμου, όμως, στην αρχαιότητα εκτός από ένα αθλητικό γεγονός, ήταν επίσης ένας σημαντικός θρησκευτικός εορτασμός που προς τιμήν του θεού Δία.
Υπήρχαν λιγότερα αθλήματα και τα βραβεία για τους νικητές ήταν στεφάνια φύλλων ελιάς ή κορώνα, ενώ πραγματοποιούνταν στην Ολυμπία. Τα επιτεύγματα μερικών θρυλικών αθλητών στην αρχαιότητα είναι τόσο περίεργα που τα θυμόμαστε ακόμη και σήμερα, εκατοντάδες χρόνια μετά.
Ο Ονόμαστος καταγόταν από την Σμύρνη, τον 7ο αιώνα π.Χ., ήταν ο πρώτος ολυμπιονίκης στην πυγμαχία. Εκτός από ολυμπιονίκης υπήρξε ο εισηγητής των πρώτων κανονισμών της αθλητικής πυγμαχίας, αφού μετέβη στην Ολυμπία και έπεισε τους ελλανοδίκες να συμπεριλάβουν το άθλημα στο πρόγραμμα της 23ης Ολυμπιάδας το 688 π.Χ. Με τέσσερις νίκες, ο Όνομαστος κατέχει ένα το ρεκόρ “του πυγμάχου με τους περισσότερους Ολυμπιακούς τίτλους πυγμαχίας” μέχρι σήμερα.
Ο Όρσιππος ο Μεγαρεύς (8ος αιώνας π.Χ.), ήταν αρχαίος Έλληνας ολυμπιονίκης. Ήταν ένας διάσημος Έλληνας δρομέας με καταγωγή από τα Μέγαρα, ο οποίος στέφθηκε νικητής στο αγώνισμα του σταδίου κατά τους 15ους (720 π.Χ.) ολυμπιακούς αγώνες της αρχαιότητας.
Ήταν ο μοναδικός από τους συναγωνιζομένους του ο οποίος έτρεξε γυμνός, και σύμφωνα με τον ιστορικό του 2ου αιώνα μ.Χ. Παυσανία άφησε σκόπιμα τον ρουχισμό του να πέσει για να τρέξει πιο άνετα. Αργότερα αναφέρεται πως υπήρξε στρατηγός των Μεγάρων ο οποίος κατέκτησε γειτονικές περιοχές, πιθανώς από τους Κορίνθιους.
Η Ευρυλεωνίς (ερ. 370 π.Χ.) γεννήθηκε στην Αρχαία Σπάρτη ήταν Ολυμπιονίκης στο ιππικό αγώνισμα με άμαξα δύο αλόγων στους Αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες το 368 π.Χ. Ήταν πλούσια πριγκίπισσα και παθιασμένη κτηνοτρόφος.
Η Ευρυλεωνίς ήταν η δεύτερη γυναίκα που στέφθηκε νικήτρια στη μακρά ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Η προκάτοχός της ήταν η Σπαρτάτισσα Πριγκίπισσα Κυνίσκα, που είχε κερδίσει τον αγώνα τεσσάρων ιπποδρομιών 24 χρόνια νωρίτερα. Είναι πιθανόν αυτές οι γυναίκες αθλητές των Αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων να είχαν πατέρα που δεν είχε αρσενικούς κληρονόμους κάτι που εξηγεί το πως ήταν σε θέση να μετέχουν στους αγώνες.
Σύμφωνα με τον γεωγράφο και περιηγητή Παυσανία, περίπου το 368 π.Χ. στήθηκε στη Σπάρτη ένα άγαλμα της Ευρυλεωνίδος. Είναι ένα από τα λίγα χάλκινα αγάλματα της Σπάρτης που διασώθηκε και όπως λέγεται δεν υπήρξαν άλλα αγάλματα αθλητών και στρατιωτικών πριν από το άγαλμα της Ευρυλεωνίδος.
Η Ελληνίδα Πριγκίπισσα Κυνίσκα είναι η πρώτη γυναίκα, από τους αθλητές των Αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων, στην ιστορία που κερδίζει στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Κυνίσκα γεννήθηκε γύρω στο 440 π.Χ. κόρη του βασιλιά της Σπάρτης, Αρχιδάμου. Η Κυνίσκα ανακηρύχθηκε νικήτρια στις αρματοδρομίες δυο φορές, το άρμα της κέρδισε την κούρσα τεσσάρων ιπποδρομιών στην 96η και 97η Ολυμπιάδα (396 π.Χ. και 392 π.Χ. αντίστοιχα).
Παραδοσιακά, δεν επιτρέπεται στις γυναίκες να συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ωστόσο, θα μπορούσαν να εισέλθουν στα ιππικά γεγονότα με την κατοχή και την εκπαίδευση των αλόγων. Ο αδελφός της Αγησίλαος, ο τελευταίος βασιλιάς της Σπάρτης, την ενθάρρυνε να συμμετάσχει.
Η Κυνίσκα τιμήθηκε με το χάλκινο άγαλμα ενός άρματος και αλόγων και ένα άγαλμα του στον ναό του Δία στην Ολυμπία, όπου υπήρχε μια γραπτή επιγραφή δηλώνοντας ότι ήταν η μόνη γυναίκα που κέρδισε το στεφάνι στις εκδηλώσεις άρματος στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ακόμη και μέχρι σήμερα, η Κύνισσα θεωρείται συμβολική μορφή της κοινωνικής ανόδου της γυναίκας. Η επιτυχία της ήταν η αρχή του κινήματος για να τους δοθούν ίσα δικαιώματα και ευκαιρίες.
Ο Μελανκόμας στέφθηκε πρωταθλητής Ολυμπιακής πυγμαχίας το 49ο π.Χ., και ήταν επίσης νικητής σε πολλές άλλες εκδηλώσεις. Ήταν φημισμένος για την ασυνήθιστη τεχνική του, όπου ενώ απεύφεγε τα χτυπήματα των αντιπάλων του δεν τους χτυπούσε ούτε ο ίδιος και κέρδιζε απλώς με το να τους εξουθενώνει. Διέθετε εξαιρετική αντοχή, και ήταν ικανός να συνεχίζει να αγωνίζεται για μια ολόκληρη μέρα, ενώ κατά την προπόνηση του μπορούσε να κρατήσει τα χέρια του ψηλά για 2 ημέρες χωρίς να τα κατεβάσει.
Θαυμάστηκε για το μοναδικό στυλ του μποξ. Οι κινήσεις του ήταν ελαφρές, απλές και συναρπαστικές.
Ο Μελάνκομας παρέμεινε αήττητος καθ ‘όλη τη διάρκεια της καριέρας του – όμως ποτέ δεν χτύπησε ούτε χτυπήθηκε από έναν αντίπαλο, υπερασπίστηκε τον εαυτό του μόνο από τα χτυπήματα των αντιπάλων του.
Ο ρήτορας Θεμίστιος του 4ου αιώνα μ.Χ. αναφέρει πως ο Μελανκόμας ήταν εραστής του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τίτου, ενώ έμμεσες αναφορές στον Μελανκόμα κάνει και ο Ευστάθιος ο Θεσσαλονικεύς.
Κάποιες σύγχρονες μελέτες έχουν αμφισβητήσει την ιστορικότητα του Μελανκόμα, ή τα επιτεύγματα του, καθώς υποστηρίζουν πως κατά τους Ολυμπιακούς αγώνες υπήρχαν αντίμετρα σε περίπτωση όπου κάποιος αθλητής χρονοτριβούσε και απέφευγε να έρθει σε επαφή με τον αντίπαλο του ή αμφιβάλλουν για τις εξωπραγματικές επιδόσεις του αθλητή.
Ο Αστύλος νίκησε σε τρεις διαδοχικούς Ολυμπιακούς Αγώνες από το 488 έως το 480 π.Χ., στα αθλήματα Δίαυλος, Στάδιον, και Οπλίτης δρόμος – τρέξιμο αγώνα με πλήρεις θωρακισμένες στολές. Κέρδισε συνολικά έξι στεφάνια ελιάς νίκης σε τρεις Ολυμπιάδες. Ήταν πολυνίκης σε σχέση με τους υπόλοιπους Αθλητές των Αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων.
Στους Ολυμπιακούς αγώνες του 488 π.Χ., έτρεξε για την πατρίδα του, ενώ στις επόμενες δύο Ολυμπιάδες επέλεξε να συμμετάσχει ως πολίτης των Συρακουσών προς τιμήν του τυράννου Ιιέρων. Οι συμπατριώτες τον τίμησαν και τον δόξασαν για την πρώτη του νίκη. Παρά την επιτυχημένη καριέρα του, έπρεπε να αντιμετωπίσει την δυσαρέσκεια και την δυσφήμηση για την απόφασή του να αγωνιστεί για τους Συρακούσες που εξόργισε τους πολίτες του Κρότωνα.
Η οικογένειά του τον απομάκρυνε και το σπίτι του μετατράπηκε σε φυλακή ως σημείο έλλειψης σεβασμού. Λέγεται επίσης ότι ο Αστύλος δωροδοκήθηκε από αξιωματούχους στις Συρακούσες για να αγωνιστεί με το όνομά τους.
Ο Λεωνίδας της Ρόδου ήταν ένας από τους πιο διάσημους δρομείς της αρχαιότητας. Για τέσσερις διαδοχικές Ολυμπιάδες, στην 154η, την 155η, την 156η και την 157η (164-152 π.Χ.), κέρδισε και τους τρεις αγώνες, – το στάδιο, το δίαυλο και το αγώνισμα του οπλίτη δρόμου. Ήταν έναςευέλικτος δρομέας, ενώ το στάδιο και ο Δίαυλος ταιριάζουν καλύτερα στους δρομείς, ο οπλίτης δρόμων απαιτεί περισσότερη μυϊκή δύναμη και αντοχή.
Το ρεκόρ του για δώδεκα ατομικά στεφάνια ολυμπιακής νίκης τελικά ξεπεράστηκε το 2016, όταν ο κολυμβητής Φέλπς κέρδισε το 13ο μετάλλιο στον αγώνα 200 μέτρων στην 31η σύγχρονη Ολυμπιάδα.Το ρεκόρ του Λεωνίδα διήρκεσε 2.168 χρόνια! --
Ο Πολυδάμας ο Θεσσαλός γιος του Νικία, ήταν αρχαίος αθλητής και Ολυμπιονίκης στο παγκράτιο το 408 π.Χ. από τη Θεσσαλική πόλη Σκοτούσσα. Φημιζόταν για τη δύναμη του.
Δεν γνωρίζουμε πολλά για τον Ολυμπιονίκη Πολυδάμαντα από την Σκοτούσα. Η ζωή του , η οικογένεια του ακόμη και οι λεπτομέρειες του Ολυμπιακού του θριάμβου παραμένουν καλυμμένες σε μυστήριο.
Εκτός από το γεγονός ότι το άγαλμα του Πολυδάμαντα ήταν ιδιαίτερα ψηλό και δυνατό, δεν έχουμε άλλες πληροφορίες για την εμφάνιση.
Όπως οι περισσότεροι αθλητές της εποχής του, ο Πολυδάμας ήταν ιδιαίτερα γνωστός για τα έξω αθλητικά του επιτεύγματα όπως επίσης και για την ανδρεία του στους Ολυμπιακούς αγώνες. Οι αρχαίοι συγγραφείς τείνουν να συγκρίνουν τα κατορθώματα του με αυτά του μυθικού ήρωα Ηρακλή.
Ο Πολυδάμας κάποτε σκότωσε ένα λιοντάρι στον Όλυμπο με σκέτα τα χέρια του, σε μια προσπάθεια να μιμηθεί τους άθλους του Ηρακλή, ο οποίος ήταν διάσημος επειδή σκότωσε το λιοντάρι της Νεμέας. Για παρόμοιους λόγους, ο Πολυδάμας κάποτε κατάφερε μόνο με τα χέρια του να σταματήσει εντελώς ένα άρμα που κινιόταν πολύ γρήγορα.
Σύμφωνα με τον Παυσανία, στην Ολυμπία υπήρχε χάλκινος ανδριάντας του Πολυδάμαντα. Ήταν έργο του Λυσίππου βορειοδυτικά του επιβλητικού ναού και επάνω σε υψηλό βάθρο έφερε επιγραφές και ανάγλυφες παραστάσεις των άθλων του Πολυδάμαντα.. Από το βάθρο σώζονται δύο κομμάτια στις τρεις πλευρές των οποίων διακρίνονται ανάγλυφες παραστάσεις από την πάλη του στην αυλή του Δαρείου και από το δάμασμα του λιονταριού
Αυτά τα κατορθώματα σύντομα έφτασαν στα αυτιά των Περσών. Ο βασιλιάς Δαρείος, τον κάλεσε κοντά του. Αφού λοιπόν παρουσιάστηκε μπροστά του, ο Πολυδάμας προκάλεσε 3 Πέρσες από το σώμα των ‘Αθανάτων’ να παλέψουν μαζί του, και κατάφερε να τους κερδίσει και τους τρεις σε μια μοναδική μονομαχία.
Εντούτοις, στο τέλος η δύναμη του Πολυδάμαντα δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον θάνατο του. Ένα καλοκαίρι, ο Πολυδάμας και οι φίλοι του ξεκουραζόντουσαν σε μια σπηλιά όταν η οροφή ξαφνικά άρχισε να πέφτει επάνω τους. Πιστεύοντας ότι η τεράστια δύναμη του θα μπορούσε να συγκρατήσει την οροφή της σπηλιάς, ο Πολυδάμας κράτησε με τα χέρια του την οροφή, προσπαθώντας να την στηρίξει καθώς τα βράχια έπεφταν γύρω του. Οι φίλοι του κατάφεραν να ξεφύγουν από την σπηλιά , αλλά ο μεγάλος αυτός παλαιστής βρήκε τον θάνατο.
Επί αιώνες παρέμενε άγνωστο σε ποιόν ανήκε ο πυραμιδοειδής τάφος του 3ου π.Χ αιώνα στην περιοχή του Τουρκούτ, κοντά στη Μαρμαρίδα, βόρεια - βορειοανατολικά της Ρόδου. Αυτό βέβαια δεν εμπόδιζε τους κατοίκους της περιοχής να επισκέπτονται το μνημείο, να προσεύχονται αλλά και να αφιερώνουν στον «άγιο» που, σύμφωνα με τη δοξασία είχε ταφεί εκεί.
Στον 2.300 ετών μνημειακό τάφο, οι κάτοικοι της περιοχής του Τουρκούτ αναζητούσαν απαντήσεις στις αγωνίες τους μέχρι και πριν από τέσσερις δεκαετίες. Τότε, μόλις έγινε κατανοητό ότι δεν ήταν κάποιο ιερό μέρος, οι λατρευτικές επισκέψεις σταμάτησαν και το μνημείο συλήθηκε.
Σύμφωνα με την τουρκική εφημερίδα Μιλιέτ, μόλις πρόσφατα οι αρχαιολόγοι κατέληξαν σε ποιόν ανήκε το πυραμιδοειδές ταφικό μνημείο: σε έναν αρχαίο Έλληνα πυγμάχο που έζησε πριν από 2.300 χρόνια.
Όπως σημειώνει η εφημερίδα, ο πυγμάχος δεν είναι άλλος από τον Διαγόρα τον Ρόδιο, τη νίκη του οποίου στο αγώνισμα της Πυγμής στην Ολυμπιάδα του 464, ύμνησε ο ποιητής Πίνδαρος στον Ζ’ Ολυμπιακό ύμνο.
Η παράδοση λέει ότι ο ύμνος αυτός είχε χαραχτεί με χρυσά γράμματα στον ναό της Αθηνάς στη Λίνδο. Εκτός από τον Διαγόρα Ολυμπιονίκες υπήρξαν οι 3 γιοι του και 2 εγγονοί του.
Μάλισα, κατά το ρεπορτάζ στην είσοδο του μνημείου είναι χαραγμένη επιγραφή, αποδιδόμενη στον ίδιο το Διαγόρα, ο οποίος φέρεται να προειδοποιεί πως «θα παρακαλουθώ τα πάντα ώστε κανείς δειλός να μην έρθει να καταστρέψει αυτό το μέρος».
Η προειδοποίηση του Διαγόρα, πάντως, δεν είχε αποτέλεσμα καθώς το μνημείο συλήθηκε σε άγνωστο χρόνο. Μεταξύ των γλυπτών που εκλάπησαν εκτιμάται ότι περιλαμβάνεται και ένα άγαλμα του ίδιου του Διαγόρα με τη σύζυγό του.
Βιβλιογραφία:
Πηγή
Αυτό όμως το ταπεινό στεφάνι από σέλινο, δάφνη ή αγριελιά, άλλαζε τη ζωή του νικητή για πάντα. Ιδιαίτερα του ολυμπιονίκη. Αποκτούσαν το δικαίωμα να στήσουν το άγαλμά τους στην Ολυμπία, και συχνά τους έστηναν άγαλμα και στην πόλη της καταγωγής τους, όπου οι συμπολίτες τους υποδέχονταν ως ήρωες και τους τιμούσαν για την υπόλοιπη ζωή τους. Λάμβαναν ένα εισόδημα από το κράτος και απαλλάσσονταν από τις φορολογικές υποχρεώσεις. Κάποιοι όμως, αγαπήθηκαν περισσότερο από τους άλλους και έμειναν στην ιστορία ως οι διασημότεροι ολυμπιονίκες.
Είναι οι μεγάλοι αστέρες της εποχής τους, πρόσωπα που θα κοσμούσαν τους τοίχους των εφηβικών δωματίων και τα εξώφυλλα των περιοδικών, αν είχαν εφευρεθεί.
Μίλων ο Κροτωνιάτης, ο πυθαγόρειος παλαιστής
Ο θρυλικός Μίλων παρέμεινε πρωταθλητής της πάλης επί 24 έτη, πέντε φορές περιοδονίκης, δηλαδή νικητής και στους τέσσερις πανελλήνιους Αγώνες του ίδιου κύκλου. Δέκα φορές νίκησε στους αγώνες των Ισθμίων, εννέα φορές στους αγώνες της Νεμέας και πέντε φορές στους Πυθικούς Αγώνες των Δελφών.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες νίκησε έξι φορές. Μία φορά το 540 π.Χ στον αγώνα των εφήβων και πέντε φορές στους αγώνες ανδρών στις Ολυμπιάδες από το 532 ως το 516 π.Χ (62η έως 66η).
Αγωνίστηκε και στην επόμενη Ολυμπιάδα, αλλά δεν κατάφερε να νικήσει, όχι επειδή βρέθηκε κάποιος με μεγαλύτερη δύναμη, αλλά επειδή ο ίδιος ήταν ήδη σαράντα ετών, με αποτέλεσμα ο νεαρός αντίπαλός του, ο Τιμασίθεος, να καταφέρει αμυνόμενος να τον εξουθενώσει.
Η δύναμή του ήταν παροιμιώδης και την ξόδευε γενναιόδωρα τόσο για να διασκεδάζει τους φίλους του με επιδείξεις, όσο και για να τους προστατέψει. Σε μία συγκέντρωση των πυθαγορείων (ήταν κι ο ίδιος οπαδός του Πυθαγόρα και ίσως γαμπρός του), άρχισε να καταρρέει η στέγη του οικοδομήματος.
Ο Μίλων κρατούσε με τα χέρια του το κεντρικό δοκάρι μέχρι να διασωθούν όλοι του οι φίλοι και ύστερα κατάφερε να σωθεί κι ο ίδιος. Στον Μίλωνα χρωστούσαν οι Κροτωνιάτες, όχι μόνο τη δόξα που έφερνε τόσα χρόνια στην κοινή τους πατρίδα, αλλά και τη νίκη τους στον πόλεμο εναντίον των Συβαριτών.
Η μάχη κρίθηκε υπέρ τους, σύντομα μόλις ο Μίλων όρμησε φορώντας το ολυμπιακό του στεφάνι, ντυμένος με δέρμα λιονταριού σαν τον Ηρακλή. Δυστυχώς, ο Μίλων δεν είχε το ένδοξο τέλος που θα του ταίριαζε.
Κάποια μέρα είδε στο δάσος έναν κορμό δέντρου που είχε αφεθεί μισοσχισμένος με τις σφήνες ακόμα επάνω του. Μπήκε στον πειρασμό να δοκιμάσει τη δύναμή του και επιχείρησε να σχίσει το δέντρο με τα χέρια του. Όταν όμως οι σφήνες γλίστρησαν έξω, τα χέρια του παγιδεύτηκαν στον κορμό. Έμεινε εκεί εγκλωβισμένος και μέσα στη νύχτα τον κατασπάραξαν οι λύκοι.
Θεαγένης ο Θάσιος, ο θεός – θεραπευτής
Τον αποκαλούσαν γιο του Ηρακλή, αλλά στην πραγματικότητα ήταν γιος του Τιμοσθένη, ο οποίος ήταν ιερέας στον ναό του Ηρακλή (μπορείτε και σήμερα να δείτε τα ερείπια του ναού στο ακρωτήρι Ovriokastron ο L. Ross, (Reisen nach Kos) το αναφέρει με λατινικούς χαρακτήρες ενώ αντίστοιχα ο Herzog το αναφέρει με ελληνικούς χαρακτήρες).
Όταν ήταν ακόμα παιδί, ο Θεαγένης πήρε από την αγορά της Θάσου ένα χάλκινο άγαλμα και κάποιου θεού και το κουβάλησε μόνος του ως το σπίτι του. Οι συμπατριώτες του εξοργίστηκαν και πολλοί από αυτούς ήθελαν να καταδικαστεί σε θάνατο για την ιεροσυλία που διέπραξε. Ένας γέροντας όμως τους έπεισε να δείξουν επιείκεια.
Ο μικρός Θεαγένης επέστρεψε το άγαλμα στη θέση του και οι Θάσιοι δεν στέρησαν την πατρίδα τους από τη μεγάλη δόξα που τους επεφύλασσε ο άτακτος μικρός.
Το 480 π.Χ, λίγους μήνες πριν την ένδοξη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Θεαγένης κέρδισε το πρώτο του στεφάνι στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο αγώνισμα της πυγμαχίας και στην επόμενη Ολυμπιάδα νίκησε στο παγκράτιο.
Έλαβε μέρος σε πολλούς ακόμα αγώνες και στέφθηκε νικητής δέκα φορές στα Ίσθμια, εννέα φορές στα Νέμεα και τρεις φορές στα Πύθια, στα αγωνίσματα της πυγμαχίας και του παγκρατίου. Μία ακόμα φορά αγωνίστηκε ως δρομέας αντοχής στη Φθία, σε αγώνες προς τιμήν του Αχιλλέα και κέρδισε την πρώτη θέση κι εκεί. Σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του νίκησε 1400 φορές.
Μπορούμε να υποθέσουμε πως ήταν ο διασημότερος κάτοικος της Θάσου στην εποχή του, όπως συνέβαινε με τους ολυμπιονίκες. Όταν πέθανε, οι Θάσιοι έστησαν σε περίοπτη θέση το άγαλμά του για να τον τιμούν για πάντα.
Υπήρχε, όμως, ανάμεσά τους κάποιος που επί χρόνια δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον θυμό του εναντίον του μεγάλου αυτού αθλητή. Είχε επιχειρήσει πολλές φορές να τον νικήσει στους αγώνες, χωρίς όμως επιτυχία. Πήγαινε λοιπόν κάθε τόσο μέσα στη νύχτα και χτυπούσε το άγαλμα προσπαθώντας να ξεθυμάνει, μέχρι που κάποια στιγμή, εκείνο ξεκόλλησε από τη βάση του, έπεσε επάνω του και τον σκότωσε.
Οι γιοι του ζήτησαν από το δικαστήριο να τιμωρηθεί το άγαλμα, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη για τον νεκρό τους πατέρα. Οι δικαστές αποφάσισαν να το πετάξουν στη θάλασσα. Λίγο καιρό αργότερα, στο νησί έπεσε μεγάλη ξηρασία, και όταν η κατάσταση έγινε επικίνδυνη, οι Θάσιοι ζήτησαν χρησμό από το Μαντείο των Δελφών.
Η Πυθία απεφάνθη πως έπρεπε να επαναφέρουν στη Θάσο όλους τους εξόριστους, όπως και έκαναν. Η ξηρασία όμως επέμενε. Σε έναν δεύτερο χρησμό, τους αποκαλύπτεται πως ξέχασαν να επαναφέρουν τον Θεαγένη.
Οι ψαράδες του νησιού κατάφεραν να εντοπίσουν το άγαλμα στον βυθό και το επέστρεψαν στη θέση του. Η ξηρασία υποχώρησε και από τότε, ο Θεαγένης θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως θεραπευτής.
Διαγόρας ο Ρόδιος, ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου
Ο Διαγόρας ήταν απόγονος του βασιλιά της Ιαλυσσού Δαμάγετου, της οικογένειας των Ερατιδών. Ο πυγμάχος από τη Ρόδο υπήρξε το υπόδειγμα του ενάρετου αθλητή κι έμεινε στην ελληνική παράδοση ως γιος του θεού Ερμή. Αυτός ο «πελώριος, αγέρωχος άνδρας» έμεινε στην ιστορία, όχι μόνο για τις νίκες του, αλλά και για τον ακέραιο χαρακτήρα του. Ο Πίνδαρος, στην ωδή που έγραψε υμνώντας την νίκη του στην Ολυμπιάδα του 464 π.Χ προσεύχεται γι’ αυτόν στον Δία:
«…δώσε τιμή στον άνδρα που αρίστευσε με την πυγμή του, και ας τον τιμούν με σεβασμό όλοι οι πολίτες κι οι ξένοι. Διότι ίσια βαδίζει στον δρόμο που μισεί η ύβρις, βαθιά σεβόμενος τη σοφία των σωφρόνων προγόνων του…»
Η ωδή αυτή είχε χαραχθεί με χρυσά γράμματα στον ναό της θεάς Αθηνάς της Λίνδου.
Ο Διαγόρας νίκησε τέσσερις φορές στα Ίσθμια, δύο φορές στα Νέμεα, τουλάχιστον μία στα Πύθια, ενώ διακρίθηκε πολλές φορές σε τοπικούς αγώνες της Ρόδου και άλλων ελληνικών πόλεων. Αλλά, και όταν πια αποσύρθηκε, η δόξα δεν τον εγκατέλειψε.
Έζησε αρκετά για να δει τους γιους του να φορούν το στεφάνι της νίκης στην Ολυμπία. Το 448 π.Χ, ο Δαμάγετος νικούσε για δεύτερη φορά στο παγκράτιο και ο Ακουσίλαος στην πυγμαχία. Τα δύο αδέλφια σήκωσαν τον πατέρα τους στους ώμους, ενώ το πλήθος από τις κερκίδες τους επευφημούσε με ενθουσιασμό και τους έραινε με λουλούδια.
Κάποια στιγμή ένας από τους θεατές φώναξε στον Διαγόρα: «Πέθανε, Διαγόρα, δεν πρόκειται να ανέβεις και στον Όλυμπο», που σημαίνει πως αυτό ήταν το ανώτερο επίπεδο δόξας που μπορούσε να επιτύχει ένας θνητός άνθρωπος. Εκείνη τη στιγμή της υπέρτατης δόξας πέθανε ο Διαγόρας μέσα στην αγκαλιά των γιων του, ως ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου!
Ο σεβασμός που απολάμβανε η οικογένεια του Διαγόρα γίνεται φανερή από ένα περιστατικό που καταγράφεται κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Συνέβη τότε, σε μία ναυμαχία να συλλάβουν οι Αθηναίοι τον Δωριέα, τον τρίτο γιο του Διαγόρα, νικητή του παγκρατίου σε τρεις διαδοχικές Ολυμπιάδες και περιοδονίκη από το 432 ως το 424 π..Χ. Σύμφωνα με τη συνήθεια, θα έπρεπε είτε να ζητήσουν λύτρα για να τον απελευθερώσουν ή να τον θανατώσουν.
Εκείνοι όμως τον απελευθέρωσαν αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη. Οι εγγονοί του Διαγόρα, Ευκλής και Πεισίροδος στέφθηκαν επίσης Ολυμπιονίκες της πυγμαχίας το 404 π..Χ
Άλλοι διάσημοι αθλητές των Αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων
Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες πραγματοποιήθηκαν στην Ολυμπία και είναι παραδοσιακά χρονολογημένοι στο 776 π.Χ. Οι Ολυμπιακοί αγώνες είναι αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό αθλητικό γεγονός παγκοσμίως, μειστορία 12 αιώνων και σίγουρα κάθε αθλητής ονειρεύεται να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Πλέον πραγματοποιούνται κάθε τέσσερα χρόνια σε διαφορετικό μέρος του κόσμου, όμως, στην αρχαιότητα εκτός από ένα αθλητικό γεγονός, ήταν επίσης ένας σημαντικός θρησκευτικός εορτασμός που προς τιμήν του θεού Δία.
Υπήρχαν λιγότερα αθλήματα και τα βραβεία για τους νικητές ήταν στεφάνια φύλλων ελιάς ή κορώνα, ενώ πραγματοποιούνταν στην Ολυμπία. Τα επιτεύγματα μερικών θρυλικών αθλητών στην αρχαιότητα είναι τόσο περίεργα που τα θυμόμαστε ακόμη και σήμερα, εκατοντάδες χρόνια μετά.
Ονόμαστος ο Σμυρναίος
Ο Ονόμαστος καταγόταν από την Σμύρνη, τον 7ο αιώνα π.Χ., ήταν ο πρώτος ολυμπιονίκης στην πυγμαχία. Εκτός από ολυμπιονίκης υπήρξε ο εισηγητής των πρώτων κανονισμών της αθλητικής πυγμαχίας, αφού μετέβη στην Ολυμπία και έπεισε τους ελλανοδίκες να συμπεριλάβουν το άθλημα στο πρόγραμμα της 23ης Ολυμπιάδας το 688 π.Χ. Με τέσσερις νίκες, ο Όνομαστος κατέχει ένα το ρεκόρ “του πυγμάχου με τους περισσότερους Ολυμπιακούς τίτλους πυγμαχίας” μέχρι σήμερα.
Όρσιππος ο Μεγαρεύς
Ο Όρσιππος ο Μεγαρεύς (8ος αιώνας π.Χ.), ήταν αρχαίος Έλληνας ολυμπιονίκης. Ήταν ένας διάσημος Έλληνας δρομέας με καταγωγή από τα Μέγαρα, ο οποίος στέφθηκε νικητής στο αγώνισμα του σταδίου κατά τους 15ους (720 π.Χ.) ολυμπιακούς αγώνες της αρχαιότητας.
Ήταν ο μοναδικός από τους συναγωνιζομένους του ο οποίος έτρεξε γυμνός, και σύμφωνα με τον ιστορικό του 2ου αιώνα μ.Χ. Παυσανία άφησε σκόπιμα τον ρουχισμό του να πέσει για να τρέξει πιο άνετα. Αργότερα αναφέρεται πως υπήρξε στρατηγός των Μεγάρων ο οποίος κατέκτησε γειτονικές περιοχές, πιθανώς από τους Κορίνθιους.
Ευρυλεώνις της Σπάρτης
Η Ευρυλεωνίς (ερ. 370 π.Χ.) γεννήθηκε στην Αρχαία Σπάρτη ήταν Ολυμπιονίκης στο ιππικό αγώνισμα με άμαξα δύο αλόγων στους Αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες το 368 π.Χ. Ήταν πλούσια πριγκίπισσα και παθιασμένη κτηνοτρόφος.
Η Ευρυλεωνίς ήταν η δεύτερη γυναίκα που στέφθηκε νικήτρια στη μακρά ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Η προκάτοχός της ήταν η Σπαρτάτισσα Πριγκίπισσα Κυνίσκα, που είχε κερδίσει τον αγώνα τεσσάρων ιπποδρομιών 24 χρόνια νωρίτερα. Είναι πιθανόν αυτές οι γυναίκες αθλητές των Αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων να είχαν πατέρα που δεν είχε αρσενικούς κληρονόμους κάτι που εξηγεί το πως ήταν σε θέση να μετέχουν στους αγώνες.
Σύμφωνα με τον γεωγράφο και περιηγητή Παυσανία, περίπου το 368 π.Χ. στήθηκε στη Σπάρτη ένα άγαλμα της Ευρυλεωνίδος. Είναι ένα από τα λίγα χάλκινα αγάλματα της Σπάρτης που διασώθηκε και όπως λέγεται δεν υπήρξαν άλλα αγάλματα αθλητών και στρατιωτικών πριν από το άγαλμα της Ευρυλεωνίδος.
Κυνίσκα της Σπάρτης
Η Ελληνίδα Πριγκίπισσα Κυνίσκα είναι η πρώτη γυναίκα, από τους αθλητές των Αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων, στην ιστορία που κερδίζει στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Κυνίσκα γεννήθηκε γύρω στο 440 π.Χ. κόρη του βασιλιά της Σπάρτης, Αρχιδάμου. Η Κυνίσκα ανακηρύχθηκε νικήτρια στις αρματοδρομίες δυο φορές, το άρμα της κέρδισε την κούρσα τεσσάρων ιπποδρομιών στην 96η και 97η Ολυμπιάδα (396 π.Χ. και 392 π.Χ. αντίστοιχα).
Παραδοσιακά, δεν επιτρέπεται στις γυναίκες να συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ωστόσο, θα μπορούσαν να εισέλθουν στα ιππικά γεγονότα με την κατοχή και την εκπαίδευση των αλόγων. Ο αδελφός της Αγησίλαος, ο τελευταίος βασιλιάς της Σπάρτης, την ενθάρρυνε να συμμετάσχει.
Η Κυνίσκα τιμήθηκε με το χάλκινο άγαλμα ενός άρματος και αλόγων και ένα άγαλμα του στον ναό του Δία στην Ολυμπία, όπου υπήρχε μια γραπτή επιγραφή δηλώνοντας ότι ήταν η μόνη γυναίκα που κέρδισε το στεφάνι στις εκδηλώσεις άρματος στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ακόμη και μέχρι σήμερα, η Κύνισσα θεωρείται συμβολική μορφή της κοινωνικής ανόδου της γυναίκας. Η επιτυχία της ήταν η αρχή του κινήματος για να τους δοθούν ίσα δικαιώματα και ευκαιρίες.
Μελανκόμας ο Κάριος
Ο Μελανκόμας στέφθηκε πρωταθλητής Ολυμπιακής πυγμαχίας το 49ο π.Χ., και ήταν επίσης νικητής σε πολλές άλλες εκδηλώσεις. Ήταν φημισμένος για την ασυνήθιστη τεχνική του, όπου ενώ απεύφεγε τα χτυπήματα των αντιπάλων του δεν τους χτυπούσε ούτε ο ίδιος και κέρδιζε απλώς με το να τους εξουθενώνει. Διέθετε εξαιρετική αντοχή, και ήταν ικανός να συνεχίζει να αγωνίζεται για μια ολόκληρη μέρα, ενώ κατά την προπόνηση του μπορούσε να κρατήσει τα χέρια του ψηλά για 2 ημέρες χωρίς να τα κατεβάσει.
Θαυμάστηκε για το μοναδικό στυλ του μποξ. Οι κινήσεις του ήταν ελαφρές, απλές και συναρπαστικές.
Ο Μελάνκομας παρέμεινε αήττητος καθ ‘όλη τη διάρκεια της καριέρας του – όμως ποτέ δεν χτύπησε ούτε χτυπήθηκε από έναν αντίπαλο, υπερασπίστηκε τον εαυτό του μόνο από τα χτυπήματα των αντιπάλων του.
Ο ρήτορας Θεμίστιος του 4ου αιώνα μ.Χ. αναφέρει πως ο Μελανκόμας ήταν εραστής του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τίτου, ενώ έμμεσες αναφορές στον Μελανκόμα κάνει και ο Ευστάθιος ο Θεσσαλονικεύς.
Κάποιες σύγχρονες μελέτες έχουν αμφισβητήσει την ιστορικότητα του Μελανκόμα, ή τα επιτεύγματα του, καθώς υποστηρίζουν πως κατά τους Ολυμπιακούς αγώνες υπήρχαν αντίμετρα σε περίπτωση όπου κάποιος αθλητής χρονοτριβούσε και απέφευγε να έρθει σε επαφή με τον αντίπαλο του ή αμφιβάλλουν για τις εξωπραγματικές επιδόσεις του αθλητή.
Άστυλος ο Κροτωνιάτης
Ο Αστύλος νίκησε σε τρεις διαδοχικούς Ολυμπιακούς Αγώνες από το 488 έως το 480 π.Χ., στα αθλήματα Δίαυλος, Στάδιον, και Οπλίτης δρόμος – τρέξιμο αγώνα με πλήρεις θωρακισμένες στολές. Κέρδισε συνολικά έξι στεφάνια ελιάς νίκης σε τρεις Ολυμπιάδες. Ήταν πολυνίκης σε σχέση με τους υπόλοιπους Αθλητές των Αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων.
Στους Ολυμπιακούς αγώνες του 488 π.Χ., έτρεξε για την πατρίδα του, ενώ στις επόμενες δύο Ολυμπιάδες επέλεξε να συμμετάσχει ως πολίτης των Συρακουσών προς τιμήν του τυράννου Ιιέρων. Οι συμπατριώτες τον τίμησαν και τον δόξασαν για την πρώτη του νίκη. Παρά την επιτυχημένη καριέρα του, έπρεπε να αντιμετωπίσει την δυσαρέσκεια και την δυσφήμηση για την απόφασή του να αγωνιστεί για τους Συρακούσες που εξόργισε τους πολίτες του Κρότωνα.
Η οικογένειά του τον απομάκρυνε και το σπίτι του μετατράπηκε σε φυλακή ως σημείο έλλειψης σεβασμού. Λέγεται επίσης ότι ο Αστύλος δωροδοκήθηκε από αξιωματούχους στις Συρακούσες για να αγωνιστεί με το όνομά τους.
Ο Λεωνίδας της Ρόδου
Ο Λεωνίδας της Ρόδου ήταν ένας από τους πιο διάσημους δρομείς της αρχαιότητας. Για τέσσερις διαδοχικές Ολυμπιάδες, στην 154η, την 155η, την 156η και την 157η (164-152 π.Χ.), κέρδισε και τους τρεις αγώνες, – το στάδιο, το δίαυλο και το αγώνισμα του οπλίτη δρόμου. Ήταν έναςευέλικτος δρομέας, ενώ το στάδιο και ο Δίαυλος ταιριάζουν καλύτερα στους δρομείς, ο οπλίτης δρόμων απαιτεί περισσότερη μυϊκή δύναμη και αντοχή.
Το ρεκόρ του για δώδεκα ατομικά στεφάνια ολυμπιακής νίκης τελικά ξεπεράστηκε το 2016, όταν ο κολυμβητής Φέλπς κέρδισε το 13ο μετάλλιο στον αγώνα 200 μέτρων στην 31η σύγχρονη Ολυμπιάδα.Το ρεκόρ του Λεωνίδα διήρκεσε 2.168 χρόνια! --
O Πολυδάμας.
Ο Πολυδάμας ο Θεσσαλός γιος του Νικία, ήταν αρχαίος αθλητής και Ολυμπιονίκης στο παγκράτιο το 408 π.Χ. από τη Θεσσαλική πόλη Σκοτούσσα. Φημιζόταν για τη δύναμη του.
Δεν γνωρίζουμε πολλά για τον Ολυμπιονίκη Πολυδάμαντα από την Σκοτούσα. Η ζωή του , η οικογένεια του ακόμη και οι λεπτομέρειες του Ολυμπιακού του θριάμβου παραμένουν καλυμμένες σε μυστήριο.
Εκτός από το γεγονός ότι το άγαλμα του Πολυδάμαντα ήταν ιδιαίτερα ψηλό και δυνατό, δεν έχουμε άλλες πληροφορίες για την εμφάνιση.
Όπως οι περισσότεροι αθλητές της εποχής του, ο Πολυδάμας ήταν ιδιαίτερα γνωστός για τα έξω αθλητικά του επιτεύγματα όπως επίσης και για την ανδρεία του στους Ολυμπιακούς αγώνες. Οι αρχαίοι συγγραφείς τείνουν να συγκρίνουν τα κατορθώματα του με αυτά του μυθικού ήρωα Ηρακλή.
Ο Πολυδάμας κάποτε σκότωσε ένα λιοντάρι στον Όλυμπο με σκέτα τα χέρια του, σε μια προσπάθεια να μιμηθεί τους άθλους του Ηρακλή, ο οποίος ήταν διάσημος επειδή σκότωσε το λιοντάρι της Νεμέας. Για παρόμοιους λόγους, ο Πολυδάμας κάποτε κατάφερε μόνο με τα χέρια του να σταματήσει εντελώς ένα άρμα που κινιόταν πολύ γρήγορα.
Σύμφωνα με τον Παυσανία, στην Ολυμπία υπήρχε χάλκινος ανδριάντας του Πολυδάμαντα. Ήταν έργο του Λυσίππου βορειοδυτικά του επιβλητικού ναού και επάνω σε υψηλό βάθρο έφερε επιγραφές και ανάγλυφες παραστάσεις των άθλων του Πολυδάμαντα.. Από το βάθρο σώζονται δύο κομμάτια στις τρεις πλευρές των οποίων διακρίνονται ανάγλυφες παραστάσεις από την πάλη του στην αυλή του Δαρείου και από το δάμασμα του λιονταριού
Αυτά τα κατορθώματα σύντομα έφτασαν στα αυτιά των Περσών. Ο βασιλιάς Δαρείος, τον κάλεσε κοντά του. Αφού λοιπόν παρουσιάστηκε μπροστά του, ο Πολυδάμας προκάλεσε 3 Πέρσες από το σώμα των ‘Αθανάτων’ να παλέψουν μαζί του, και κατάφερε να τους κερδίσει και τους τρεις σε μια μοναδική μονομαχία.
Εντούτοις, στο τέλος η δύναμη του Πολυδάμαντα δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον θάνατο του. Ένα καλοκαίρι, ο Πολυδάμας και οι φίλοι του ξεκουραζόντουσαν σε μια σπηλιά όταν η οροφή ξαφνικά άρχισε να πέφτει επάνω τους. Πιστεύοντας ότι η τεράστια δύναμη του θα μπορούσε να συγκρατήσει την οροφή της σπηλιάς, ο Πολυδάμας κράτησε με τα χέρια του την οροφή, προσπαθώντας να την στηρίξει καθώς τα βράχια έπεφταν γύρω του. Οι φίλοι του κατάφεραν να ξεφύγουν από την σπηλιά , αλλά ο μεγάλος αυτός παλαιστής βρήκε τον θάνατο.
Τον τάφο του Διαγόρα της Ρόδου ανακάλυψαν στην Τουρκία
Επί αιώνες παρέμενε άγνωστο σε ποιόν ανήκε ο πυραμιδοειδής τάφος του 3ου π.Χ αιώνα στην περιοχή του Τουρκούτ, κοντά στη Μαρμαρίδα, βόρεια - βορειοανατολικά της Ρόδου. Αυτό βέβαια δεν εμπόδιζε τους κατοίκους της περιοχής να επισκέπτονται το μνημείο, να προσεύχονται αλλά και να αφιερώνουν στον «άγιο» που, σύμφωνα με τη δοξασία είχε ταφεί εκεί.
Στον 2.300 ετών μνημειακό τάφο, οι κάτοικοι της περιοχής του Τουρκούτ αναζητούσαν απαντήσεις στις αγωνίες τους μέχρι και πριν από τέσσερις δεκαετίες. Τότε, μόλις έγινε κατανοητό ότι δεν ήταν κάποιο ιερό μέρος, οι λατρευτικές επισκέψεις σταμάτησαν και το μνημείο συλήθηκε.
Σύμφωνα με την τουρκική εφημερίδα Μιλιέτ, μόλις πρόσφατα οι αρχαιολόγοι κατέληξαν σε ποιόν ανήκε το πυραμιδοειδές ταφικό μνημείο: σε έναν αρχαίο Έλληνα πυγμάχο που έζησε πριν από 2.300 χρόνια.
Όπως σημειώνει η εφημερίδα, ο πυγμάχος δεν είναι άλλος από τον Διαγόρα τον Ρόδιο, τη νίκη του οποίου στο αγώνισμα της Πυγμής στην Ολυμπιάδα του 464, ύμνησε ο ποιητής Πίνδαρος στον Ζ’ Ολυμπιακό ύμνο.
Η παράδοση λέει ότι ο ύμνος αυτός είχε χαραχτεί με χρυσά γράμματα στον ναό της Αθηνάς στη Λίνδο. Εκτός από τον Διαγόρα Ολυμπιονίκες υπήρξαν οι 3 γιοι του και 2 εγγονοί του.
Μάλισα, κατά το ρεπορτάζ στην είσοδο του μνημείου είναι χαραγμένη επιγραφή, αποδιδόμενη στον ίδιο το Διαγόρα, ο οποίος φέρεται να προειδοποιεί πως «θα παρακαλουθώ τα πάντα ώστε κανείς δειλός να μην έρθει να καταστρέψει αυτό το μέρος».
Η προειδοποίηση του Διαγόρα, πάντως, δεν είχε αποτέλεσμα καθώς το μνημείο συλήθηκε σε άγνωστο χρόνο. Μεταξύ των γλυπτών που εκλάπησαν εκτιμάται ότι περιλαμβάνεται και ένα άγαλμα του ίδιου του Διαγόρα με τη σύζυγό του.
Βιβλιογραφία:
- Ελλάδος Περιήγησις VI, Παυσανίας
- Στράβων VI
- Ολυμπιόνικος 7, Πίνδαρος
- Ηρόδοτος βιβλίο 8
- Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
- betcatalog.net
- http://m.eirinika.gr
- newpost.gr
- ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
Πηγή