Η Ηλέκτρα ήταν κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Μετά τη δολοφονία του πατέρα της από την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της, Αίγισθο, η Ηλέκτρα βοήθησε τον αδελφό της, Ορέστη, να εκδικηθεί.
Και οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ποιητές ασχολήθηκαν με την ιστορία της Ηλέκτρας. Στις Χοηφόρες ο Αισχύλος ξεκινάει το έργο του δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία του Αγαμέμνονα. Η Κλυταιμνήστρα βλέπει έναν εφιάλτη και στέλνει την Ηλέκτρα στον τάφο του πατέρα της να ρίξει χοές μήπως και εξευμενίσει τον νεκρό Αγαμέμνονα. Η Ηλέκτρα φτάνει στον τάφο του πατέρα της κι αναρωτιέται:
Πέστε μου τι να πω καθώς θα ραίνω τις χοές;
Πώς να εξευμενίσω τον πατέρα μου να τις δεχτεί;
Να πω ότι η πιστή γυναίκα του – η μάνα μου – τις στέλνει στον καλό της άντρα; Δεν βγαίνει αυτός ο λόγος.
Δεν μπορώ. Δεν ξέρω τι να πω ραίνοντας τις προσφορές.
Μ’ αυτή την ειρωνική φράση δείχνει η Ηλέκτρα την απελπισία της. Τι να κάνει; Πώς να αντιδράσει στο ανόσιο έγκλημα που διέπραξε η ίδια η μάνα της σε συνεργασία με τον εραστή της και σφετεριστή του θρόνου, Αίγισθο; Οι γυναίκες του Χορού, οι Χοηφόρες, της ζητούν να ευχηθεί για τον αδελφό της τον Ορέστη που βρίσκεται στην ξενιτιά, μόνο που ο Ορέστης έχει επιστρέψει και ήδη τον έχουν δει οι θεατές. Έχει έρθει στον τάφο του πατέρα του και τώρα βρίσκεται κάπου κρυμμένος και παρατηρεί την Ηλέκτρα. Ύστερα οι γυναίκες του Χορού συμβουλεύουν την Ηλέκτρα να ευχηθεί να τιμωρηθούν οι αυτουργοί του εγκλήματος από Θεό ή άνθρωπο. Κι η Ηλέκτρα έχει την απορία πώς θα δράσει αυτός που θα τους τιμωρήσει :
Σαν δικαστής ή τιμωρός;
Μεγάλη κουβέντα βάζει στο στόμα της ο Αισχύλος. Ναι, φυσικά η Ηλέκτρα θέλει την τιμωρία των ενόχων. Άλλωστε το να τιμωρηθεί ο ένοχος ήταν κάτι φυσιολογικό για την ηθική των αρχαίων Ελλήνων. Μόνο που η Ηλέκτρα ζητάει μια δίκαιη τιμωρία. Ο Χορός δε συμμερίζεται την ευαισθησία της. Της προτείνει να ζητήσει εκδίκηση. «Μα είναι ευσέβεια αυτό;» ρωτάει η Ηλέκτρα και η εσωτερική της σύγκρουση αρχίζει να φουντώνει.
Στη συνέχεια η Ηλέκτρα ζητάει, μέσω του Ερμή, από τον πατέρα της να στείλει πίσω τον Ορέστη, κι απαριθμεί τα βάσανά της. Η μάνα της έχει παντρευτεί τον δολοφόνο του πατέρα της, την ίδια την μεταχειρίζονται σαν δούλα, τον Ορέστη τον έχουν διώξει απ’ το παλάτι, κι οι μόχθοι του πατέρα της ξοδεύονται αδιάκοπα. Εκείνη τη στιγμή βλέπει ένα σημάδι που της δίνει ελπίδα, μια πλεξούδα από μαλλιά. Ποιος άλλος θα μπορούσε να αφήσει στον τάφο του πατέρα της μια πλεξούδα εκτός από τον Ορέστη; Μάλιστα της φαίνεται πως μοιάζει με τα δικά της μαλλιά. Μετά από λίγο βλέπει και μια πατημασιά. Πιστεύει πως κι αυτή μοιάζει με τη δικιά της· φαίνεται είναι τόσο απελπισμένη, που βλέπει ομοιότητα ανάμεσα σε μια ανδρική και μια γυναικεία πατημασιά. Δραματουργικώς αδύναμο το συγκεκριμένο σημείο, αρκετά χρόνια αργότερα ο Ευριπίδης, στη δική του Ηλέκτρα, θα κάνει μια παρωδία του αποσπάσματος αυτού, πάντως τη δουλειά του την κάνει, να προετοιμάσει δηλαδή τους θεατές για την επικείμενη συνάντηση και αναγνώριση των δύο αδελφών, του Ορέστη και της Ηλέκτρας. Πράγματι ο Ορέστης δεν αντέχει άλλο, βγαίνει από την κρυψώνα του και εμφανίζεται μπροστά στην Ηλέκτρα που μετά την πρώτη έκπληξη και δυσπιστία πείθεται πως έχει επιτέλους μπροστά της τον αδελφό της. Η σκηνή της αναγνώρισης παρουσιάζεται από τον Αισχύλο συνοπτικά, κάτι που δείχνει πως ο ποιητής δεν ενδιαφέρεται να προκαλέσει συγκίνηση. Αλλού θέλει να στρέψει το ενδιαφέρον του.
Στη συνέχεια λέει η Ηλέκτρα στον Ορέστη:
Δάκρυα κι ελπίδα μου, της γενιάς μας σωτήρα. Τα χέρια σου τα δυνατά θα το ξαναπάρουν το πατρικό μας. Των ματιών μου χαρά είσαι. Τετράδιπλη. Πατέρα μου σε λέω, μάνα μου είσαι. Εκείνη τη μισώ. Και της σφαγμένης αδελφής μας είσαι ο πιστός ο αδελφός. Ο εκδικητής.
Είναι η μοναδική φορά στο έργο που η Ηλέκτρα αναφέρεται στην αδικοχαμένη της αδελφή, την Ιφιγένεια. Γιατί, όμως τώρα αυτή η αναφορά στην Ιφιγένεια; Και άραγε είναι η Ηλέκτρα που θυμάται την αδελφή της ή μήπως ο Αισχύλος θέλει να υπενθυμίσει στους θεατές πως ο Αγαμέμνονας δεν είναι κανένας αθώος; Έχει σκοτώσει την κόρη του, έχει διαπράξει κι αυτός ένα βαρύτατο έγκλημα.
Και συνεχίζει η Ηλέκτρα:
Να μας συντρέξει μόνο η Ισχύς και η Δίκη και απ’ όλους ο Δίας ο μέγιστος.
Πάλι κάνει αναφορά σε Δίκη. Επικαλείται μάλιστα τον Δία. Δηλαδή η Ηλέκτρα δε ζητάει απλώς δικαιοσύνη. Ζητάει τη Θεία Δικαιοσύνη. Το γεγονός πως η Κλυταιμνήστρα έχει δει έναν εφιάλτη που προοιωνίζει το θάνατό της, όπως και ο χρησμός του Απόλλωνα που έχει λάβει ο Ορέστης, αποδεικνύουν πως τα δύο αδέλφια έχουν ήδη την έγκριση των Θεών, έχουν εξασφαλίσει την Θεία Δικαιοσύνη. Όμως για να καταφέρουν τον στόχο τους, ο Ορέστης και η Ηλέκτρα είναι αναγκασμένοι να διαπράξουν ένα έγκλημα πολύ πιο ανόσιο, πολύ πιο αποτρόπαιο από το έγκλημα που διέπραξε η Κλυταιμνήστρα. Εδώ βρίσκεται το μεγαλείο της τραγικότητας των ηρώων του έργου. Ναι γιατί προσπαθούν τόσο πολύ να δικαιολογήσουν την πράξη τους:
ΗΛΕΚΤΡΑ: Ωχ κακούργα μάνα μου αδίστακτη! Με εκφορά ντροπής τον κήδεψες τον άντρα σου το βασιλιά. Χωρίς λαό ν’ ακολουθεί, χωρίς να τον πενθήσεις. Άκλαυτο τον έθαψες.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Όλες τις ατιμίες που υπάρχουν τις έκανε. Αυτό θα το πληρώσει, από τους θεούς και από τα χέρια μου. Να τη σφάξω κι ας χαθώ.
ΧΟΡΟΣ: Τον κομμάτιασε. Να ξέρεις. Και τα κομμάτια του σκέπασε. Σε ντρόπιασε. Έκτισε μοίρα ντροπής για τη ζωή σου. Αυτά είναι του πατέρα σου τα άτιμα παθήματα.
ΗΛΕΚΤΡΑ: Μας λες για την κακή μοίρα του πατέρα. Και εγώ βρίσκομαι πεταμένη στην άκρη σαν άτιμη. Σκυλί κακό στη μάντρα δεμένο. Το γέλιο το ξέχασα. Δάκρυ ξεχείλιζα, θρηνούσα κρυφά. Γραψ’ το στο νου σου. Μην τα ξεχνάς.
Η επίκληση στον λαό, μόνο τυχαία δεν είναι. Το γεγονός πως η Κλυταιμνήστρα δεν επέτρεψε στον λαό να ακολουθήσει τον Αγαμέμνονα στην τελευταία του κατοικία είναι σίγουρο πως θα ηχούσε άσχημα στους θεατές του έργου. Όπως και το ότι έφυγε «άκλαυτος». Ο Χορός θυμάται και μια άλλη ανατριχιαστική λεπτομέρεια. Η Κλυταιμνήστρα δεν σκότωσε απλώς τον Αγαμέμνονα, τον κομμάτιασε. Πώς να μην φωνάξει η Ηλέκτρα:
Το δίκαιο, θεοί! το δίκαιο.
Κάπου εδώ η Ηλέκτρα αποσύρεται από τη δράση. Ο Αισχύλος δε θέλει να την εμπλέξει περισσότερο στο έγκλημα. Ο Ορέστης θα πάρει μόνος του εκδίκηση και μόνος του αργότερα θα έχει να αντιμετωπίσει τις Ερινύες.
Έτσι παρουσίασε την Ηλέκτρα ο Αισχύλος.
Σοφοκλής και Ευριπίδης είδαν το θέμα διαφορετικά, όμως με τη δικιά τους εκδοχή θα ασχοληθούμε σε επόμενες αναρτήσεις. Σήμερα, με τη βοήθεια της Ζακλίν ντε Ρομιγί και του βιβλίου της «Αρχαία Ελληνική Τραγωδία», θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε την έμμονη πίστη του Αισχύλου στη Θεία Δικαιοσύνη.
Όχι ότι ξέρουμε πολλά για τον Αισχύλο. 7 τραγωδίες του, 2 μάχες που πολέμησε και ένα επίγραμμα στον τάφο του. Μαζί με το γεγονός πως πέθανε στη Σικελία, αυτές είναι όλες οι πληροφορίες που έχουμε για τον Αισχύλο. Οι δύο μάχες είναι η μάχη στον Μαραθώνα (490 π.Χ.) και δέκα χρόνια αργότερα η ναυμαχία στη Σαλαμίνα. Τότε που η Αθήνα εκκενώθηκε, καταλήφθηκε και πυρπολήθηκε. Όταν οι Αθηναίοι εκκένωσαν την Αθήνα, την εμπιστεύτηκαν στους θεούς. Οι Πέρσες όχι μόνο την κατέστρεψαν αλλά διέπραξαν την ιερόσυλη πράξη να βεβηλώσουν τους ναούς των θεών. Αργότερα όμως τιμωρήθηκαν σκληρά για ό,τι έκαναν. Η θεία δικαιοσύνη λοιπόν εκδηλώθηκε πανηγυρικά και κέρδισε έτσι τον σεβασμό του Αισχύλου και των υπόλοιπων Αθηναίων. Προσοχή όμως. Οι Αθηναίοι, μπορεί να εμπιστεύτηκαν την πόλη τους στους θεούς, δεν αφέθηκαν όμως στην ιδέα ότι όλα θα τα κάνουν οι θεοί. Πρώτα πήραν τη δύσκολη απόφαση να στείλουν μακριά τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους κι ύστερα πολέμησαν με γενναιότητα τους εισβολείς. Η θεία δικαιοσύνη τους βοήθησε μόνο αφού έδειξαν τον απαιτούμενο εκείνο ηρωισμό που γίνεται συνεργός των θεών. Έτσι και οι ήρωες του Αισχύλου. Μπορεί να δρουν σε ένα κόσμο γεμάτο βία και αλληλοσπαραγμό, επιζητούν όμως πάντα τη θεία δικαιοσύνη και πρέπει να έχουν πάντα υπόψη τους το ρητό που λέει στις Χοηφόρες ο Χορός:
Αν πράξεις κακό θα πάθεις κακό. Ο πανάρχαιος τρόπος έτσι ορίζει.
ΥΓ. Για τη σημερινή ανάρτηση χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση των Χοηφόρων του Αισχύλου που υπάρχει στο Scribd εδώ. Δυστυχώς δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα του μεταφραστή ή της μεταφράστριας (η μετάφραση του Απ. Μελαχρινού που είχα στα χέρια μου ήταν πολύ «γερασμένη» και δυσκολονόητη).
Για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου του Αισχύλου, χρησιμοποιήθηκαν, συμβουλευτικά, τα βιβλία:
H. D. F. KITTO «Η Αρχαία Ελληνική Τραγωδία», Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΗΜΑ
J. DE ROMILLY «Αρχαία Ελληνική Τραγωδία» Εκδόσεις ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ
Μυκήνες, έξω από το παλάτι των Ατρειδών: η Ηλέκτρα περιμένει τον Ορέστη να ολοκληρώσει τη δολοφονία της μητέρας τους. Ξάφνου, μέσα απ’ το παλάτι ακούγεται η φωνή της Κλυταιμνήστρας, ακριβώς την ώρα που ο Ορέστης βυθίζει το μαχαίρι πάνω της:
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Αχ! μια μαχαιριά!
Και απαντάει η Ηλέκτρα:
ΗΛΕΚΤΡΑ: Χτύπα ξανά αν έχεις το κουράγιο!
(παίσον, ει σθένεις, διπλήν).
Ναι, τόσο βαριά κουβέντα λέει για τη μάνα της. Καμία σχέση με την Ηλέκτρα του Αισχύλου που αναζητούσε τη Θεία Δικαιοσύνη. Η Ηλέκτρα του Σοφοκλή είναι γεμάτη μίσος και πάθος για εκδίκηση.
Κι ο Σοφοκλής όμως, την φέρνει αντιμέτωπη με μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Σύμφωνα με το σχέδιο του Ορέστη εμφανίζεται στο παλάτι των Ατρειδών ο παιδαγωγός, σταλμένος υποτίθεται από την Φωκίδα, να ανακοινώσει τον θάνατο του Ορέστη σε κάποιους αγώνες. Οι θεατές έχουν δει τον Ορέστη να καταστρώνει από πριν το σχέδιο με τον παιδαγωγό, η Κλυταιμνήστρα και η Ηλέκτρα όμως δεν γνωρίζουν την αλήθεια. Πώς θα αντιδράσουν; Η Ηλέκτρα όπως είναι φυσικό αισθάνεται πως ήρθε το τέλος και της δικής της ζωής, θεωρεί πως χάθηκαν όλες της οι ελπίδες και θρηνεί τον χαμένο, όπως πιστεύει, αδελφό της. Ενδιαφέρον όμως έχει η αντίδραση της Κλυταιμνήστρας. Σ’ αυτήν είναι καρφωμένα τα βλέμματα των θεατών.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Ω θεέ μου, τι ‘ναι αυτά; Καλά να τα πω, τάχα, ή φοβερά μα ωφέλιμα; Κι όμως τι θλίψη, με τα ίδια πάθη μου να σώζω τη ζωή μου!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Δύσκολο νάσαι μάνα. Κι όταν κακοπάθεις απ’ τα παιδιά σου, δεν μπορείς να τα μισήσεις.
Οι πρώτες κουβέντες αναμενόμενες. Έστω κι αν γνώριζε πως ο γιος της είχε σκοπό να την σκοτώσει, δεν παύει να είναι μια μάνα που μόλις άκουσε πως πέθανε το παιδί της. Σιγά σιγά όμως τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν και η Κλυταιμνήστρα ξεστομίζει φράσεις που δεν επιτρέπονται σε μια μάνα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Μα τώρα πια, τη μέρα αυτή απ’ το φόβο γλύτωσα κι εκείνου κι αυτηνής.
Ανακούφιση εκφράζει λοιπόν η Κλυταιμνήστρα για τον θάνατο του Ορέστη γιατί, εκτός των άλλων, θα γλυτώσει από τις κατάρες της Ηλέκτρας που «της ρουφούσαν το αίμα, νύχτα μέρα». Παρακάτω τα λόγια της γίνονται ακόμη πιο βαριά. «Εκείνος, όπως είναι, είναι καλά», λέει για τον Ορέστη κι ύστερα ευχαριστεί τον παιδαγωγό που, με τα λόγια του, έκανε να πάψουν οι φωνές και η γλώσσα της Ηλέκτρας.
Κορυφαία όμως θεωρείται η επόμενη σκηνή. Ο ίδιος ο Ορέστης, μη φανερώνοντας την ταυτότητά του, εμφανίζεται κρατώντας μια υδρία με τη στάχτη υποτίθεται του Ορέστη. Η Ηλέκτρα αρπάζει την υδρία κι αρχίζει να θρηνεί τον χαμένο της αδελφό με έναν μονόλογο μοναδικό και αξεπέραστο στην ιστορία της δραματουργίας. Είναι ο μονόλογος που η Μαρίκα Κοτοπούλη όταν τον εκφωνούσε σκεφτόταν τον Ίωνα Δραγούμη ενώ ο περίφημος αρχαίος ηθοποιός Πώλος, όταν έπαιζε αυτή τη σκηνή, κρατούσε την υδρία με τη στάχτη του δικού του παιδιού.
ΗΛΕΚΤΡΑ: Ω, μνήμα, πολυαγαπημένης μου ψυχής, του Ορέστη μου. Με τι ελπίδες κάποτε τον αποχαιρέτησα και πώς τον κρατάω τώρα στα χέρια μου.
ΗΛΕΚΤΡΑ: Γελούν οι εχθροί. Μαίνεται με ηδονή η μάνα μας η άκαρδη.
(πώς αλήθεια μπορεί να αποδοθεί η φράση «μήτηρ αμήτωρ»;)
ΗΛΕΚΤΡΑ: Το μόνο που θέλω τώρα είναι να πεθάνω και να μοιραστώ τον τάφο μαζί σου γιατί δε βλέπω να λυπούνται οι πεθαμένοι.
Τρεις φράσεις αρκούν για να πάρουμε μια ιδέα από τον θρήνο της Ηλέκτρας. Τον εκφωνεί, μάλιστα, μπροστά στον Ορέστη, ο οποίος δεν γνωρίζει ακόμη πως η γυναίκα που θρηνεί είναι η αδελφή του. Σιγά σιγά αρχίζει να το αντιλαμβάνεται. Αλλά πριν κάνει γνωστή την ταυτότητά του, πρέπει πρώτα να σιγουρευτεί πως η Ηλέκτρα είναι άξια να μοιραστεί το σχέδιο του και βέβαια πως οι γυναίκες του χορού θα κρατήσουν το μυστικό. Για να ακολουθήσει μετά η συγκινητική αναγνώριση των δύο αδελφών και η κατάστρωση του σχεδίου να δολοφονήσουν τη μητέρα τους, την Κλυταιμνήστρα.
Καθώς όμως η ροή της σημερινής ανάρτησης κυλάει ανάποδα, είναι ώρα να φτάσουμε, λίγο μετά την αρχή του έργου, στη συγκλονιστική λογομαχία μητέρας και κόρης, που φανερώνει μια σχέση σχέση μίσους και πάθους. Δηλητηριώδη βέλη εκτοξεύονται εκατέρωθεν στη συνάντησή τους που γίνεται καθώς η Κλυταιμνήστρα βγαίνει από το παλάτι για να κάνει θυσία στον Απόλλωνα. Έχει τρομοκρατηθεί από ένα εφιαλτικό όνειρο που είδε (πάλι όνειρο, όπως και στον Αισχύλο, κάτι που φανερώνει ότι και ο Σοφοκλής δέχεται πως οι δύο μητροκτόνοι έχουν πάρει την έγκριση των θεών).
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Ξέρω πως είπες και ξανάπες σε πολλούς πως είμαι αδιάντροπη και κυβερνώ παράνομα…
(…) αν πέθανε ο πατέρας σου πέθανε από το χέρι μου. Ναι, με το χέρι μου. Πολύ καλά το ξέρω, μα ούτε δα το αρνιέμαι. Γιατί, όχι εγώ μονάχη μου, αλλά η θεία δίκη τον σκότωσε…
Είναι πράγματι περίεργο. Εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο απ’ τον Αισχύλο. Αντί να επικαλείται η Ηλέκτρα τη θεία δίκη την επικαλείται η Κλυταιμνήστρα. Με ποιο δικαίωμα, λέει, έσφαξε ο Αγαμέμνονας το παιδί μου; Για να βοηθήσει τον Μενέλαο δεν το έκανε; Ας έσφαζε τότε ένα από τα παιδιά εκείνου, που άλλωστε έχουν μάνα την Ελένη, που για το χατήρι της κίνησαν τα καράβια για την Τροία.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Δεν είναι αυτή πράξη άβουλου και κακού πατέρα;
(…) Μα εγώ δεν το έχω βάρος στη συνείδησή μου γι’ αυτά που έπραξα.
Κι απαντάει η Ηλέκτρα:
ΗΛΕΚΤΡΑ: Ομολογείς πως τον πατέρα μου τον σκότωσες. Πιο αισχρή ομολογία απ’ αυτή μπορεί να γίνει;
(…) Κι ακόμη, αν ήταν όπως θες να πεις, πως το έκανε για να ωφελήσει εκείνον, θα έπρεπε για αυτό να τον σκοτώσεις; Και ποιος νόμος λέει κάτι τέτοιο; Κοίτα, βάζοντας τέτοιο νόμο στους ανθρώπους, μήπως και στον δικό σου θάνατο οδηγηθείς και μετανιώσεις. Γιατί αν γυρεύαμε αίμα για αίμα, εσένα πρώτη θα σκότωναν, κρίνοντας με τον ίδιο νόμο σου.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία θεία δικαιοσύνη. Μόνο εκδίκηση. Αίμα στο αίμα. Κι ας έχουν πάρει οι μητροκτόνοι την έγκριση των θεών. Η προσωπική ευθύνη είναι που παίζει τον κυριότερο ρόλο. Αν πίστευε ο Σοφοκλής πως η δολοφονία της Κλυταιμνήστρας αποτελούσε αποκατάσταση της θείας δικαιοσύνης δε θα έβαζε την Ηλέκτρα να κραυγάζει στο τέλος «Χτύπα ξανά αν έχεις το κουράγιο!», δεν θα την έκανε τόσο αντιπαθητική στους θεατές του έργου. Ούτε όμως και καταδικάζει την πράξη της Ηλέκτρας. Εφόσον η δολοφονία του Αγαμέμνονα ήταν μια πράξη ανόσια, το ίδιο θα είναι και η αντίδραση. Μια αντίδραση σχεδιασμένη και εκτελεσμένη αποκλειστικά από ανθρώπινους παράγοντες. Με ανθρώπινα κίνητρα και ανθρώπινα μέσα. Αυτή είναι η φύση των πραγμάτων, έτσι λειτουργεί ο φυσικός νόμος. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: η Κλυταιμνήστρα, την ώρα που ο Ορέστης μπήγει το μαχαίρι στο σώμα της, λέει την ίδια φράση που είχε πει και ο Αγαμέμνονας, στην Ορέστεια του Αισχύλου, λίγο πριν ξεψυχήσει: «ώμοι πέπληγμαι».
Αξίζει όμως να δούμε όμως προσεκτικά την προσευχή της Κλυταιμνήστρας. Αμέσως μετά τη λογομαχία της με την Ηλέκτρα, αρχίζει να προσεύχεται στον θεό Απόλλωνα. Και τι λέει στην προσευχή της; Ούτε λίγο ούτε πολύ ζητάει να συνεχίσει να χαίρεται όσα κέρδισε με τον φόνο και την μοιχεία κι ακόμη να μη γυρίσει ποτέ ο γιος της πίσω ενώ στο τέλος αφήνει υπόνοιες για κάποιες πιο βλάσφημες επιθυμίες της που δεν τολμάει να τις πει δυνατά για να μην την ακούσει η Ηλέκτρα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Αν από τα σημερινά μου πλούτη κάποιοι θέλουν με δόλο να με απομακρύνουν, μην τους κάνεις τη χάρη και κάνε με να ζήσω μια ζωή χωρίς πίκρες, στο παλάτι, να κυβερνώ με συντροφιά τους φίλους μου και να ζω καλά με εκείνα από τα παιδιά μου που δε μου έχουν έχθρα. Κι όσο για κάποια άλλα που θέλω, αν σωπαίνω, πιστεύω πως είσαι άξιος να τα μαντέψεις.
Τελειώνουμε με μια σύντομη αναφορά στην αδελφή της Ηλέκτρας, την Χρυσόθεμη, η υπάρξη της οποίας οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην έμπνευση του Σοφοκλή. Η Χρυσόθεμη είναι υπάκουη στην Κλυταιμνήστρα και συμβουλεύει συνέχεια την Ηλέκτρα να πράξει κι εκείνη το ίδιο.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΗ: Δεν έμαθες τόσα χρόνια να μην αφήνεις να σε παίρνει ο θυμός, άδικα των αδίκων; Κι εγώ πονώ για ό,τι συμβαίνει, κι αν έβρισκα τη δύναμη θα τους φανέρωνα τι γνώμη έχω και για τους δυο. (…) Μα αν θέλω ελεύθερη να ζω, πρέπει να είμαι υπάκουη σ’ αυτούς που έχουν τώρα την εξουσία.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Σοφοκλής επινοεί ένα πρόσωπο για να προσωποποιήσει τις αμφιβολίες της ηρωίδας ή του ήρωα. Το ίδιο έκανε και στην Αντιγόνη, όπου η Ισμήνη, εκφράζει την υποταγή στην εξουσία. Δεν υπάρχει δηλαδή εσωτερική σύγκρουση, υπάρχει μόνο η εξωτερική παρότρυνση προς τον ήρωα να δείξει μετριοπάθεια. Η παρατήρηση ανήκει στην Ζακλίν ντε Ρομιγί και περιγράφεται στο βιβλίο της «Η Ελληνική Τραγωδία στο Πέρασμα του Χρόνου». Εκεί αναφέρεται με σαφήνεια η διαφορά αντίληψης, ως προς το θέμα των συναισθημάτων, που υπάρχει μεταξύ των τριών μεγάλων τραγικών. Στις τραγωδίες του Αισχύλου τα συναισθήματα έρχονται απ’ έξω, οι αποφάσεις σχετίζονται με την άμεση επέμβαση της θείας βούλησης. Στον Σοφοκλή τα συναισθήματα των ηρώων τούς φέρνουν αντιμέτωπους με άλλους ανθρώπους. Αντί για εσωτερική σύγκρουση, ο Σοφοκλής επινοεί τη σύγκρουση με άλλα πρόσωπα. Γι’ αυτόν η πάλη του ήρωα είναι μια αντίθεση, γενικά, προς τους άλλους, μόνο στον Ευριπίδη έχουμε την εσωτερική σύγκρουση συναισθημάτων με άλλα συναισθήματα, αλλά για τον Ευριπίδη και την δικιά του εκδοχή του μύθου θα μιλήσουμε στην επόμενη ανάρτηση.
Κωπηλατώντας στη μικρή μου σχεδία προσπάθησα να διαπλεύσω τον ωκεανό του Σοφοκλή. Το ταξίδι αποδείχτηκε γοητευτικά βασανιστικό, κι αφού επέστρεψα σώος, έστω κι αν δεν εξερεύνησα παρά ένα μικρό μέρος του ωκεανού, μπορώ να ετοιμάζομαι για νέες εξερευνήσεις.
Η μετάφραση που χρησιμοποιήθηκε για τη σημερινή ανάρτηση ήταν του Απόστολου Μελαχρινού, με κάποιες δικές μου μικρές αλλαγές που σκοπό είχαν την καλύτερη κατανόηση του κειμένου.
Η πληροφορία για την Μαρίκα Κοτοπούλη αντλήθηκε από συνέντευξη του Δημήτρη Μυράτ στην εκπομπή της ΕΡΤ «Παρασκήνιο».
Η πληροφορία για τον αρχαίο ηθοποιό Πώλο αντλήθηκε από άρθρο της Δηούς Καγγελάρη που περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα της Καθημερινής στην Ηλέκτρα.
Χρήσιμοι σύμβουλοι στάθηκαν και πάλι τα βιβλία που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ανάρτηση καθώς και το βιβλίο «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» της Ζακλίν ντε Ρομιγί.
Αλήθεια, τι μπορεί να ώθησε τον Ευριπίδη να ασχοληθεί με τον μύθο της Ηλέκτρας μετά από έναν Αισχύλο και έναν Σοφοκλή; Τι ήταν αυτό το τόσο σημαντικό που θεώρησε πως έπρεπε οπωσδήποτε να προσθέσει στο έργο; Δύσκολο ερώτημα· αναζητώντας την απάντηση θα εστιάσουμε την προσοχή μας σε μερικά ενδιαφέροντα σημεία της τραγωδίας του Ευριπίδη.
Ξεκινάμε με τη σκηνή που ο Ορέστης κι ο γεροβοσκός προσπαθούν να καταστρώσουν το σχέδιο δολοφονίας της Κλυταιμνήστρας. Ξαφνικά επεμβαίνει η Ηλέκτρα:
Δουλειά δική μου είναι της μάνας μας ο φόνος.
(εγώ φόνον γε μητρός εξαρτύσομαι)
Ε, λοιπόν αυτή είναι μια διαφορετική Ηλέκτρα. Μια Ηλέκτρα που παίρνει πάνω της τη δολοφονία της Κλυταιμνήστρας. Όχι μόνο θα καταστρώσει η ίδια το σχέδιο μα θα συμμετάσχει ενεργά στο μαχαίρωμα, κάτι που Αισχύλος και Σοφοκλής ούτε που διανοήθηκαν να κάνουν. Υπάρχουν κι άλλες διαφορές, τις οποίες θα δούμε παρακάτω, προς το παρόν ας επικεντρωθούμε στο σχέδιο της Ηλέκτρας που στέλνει τον γεροβοσκό να αναγγείλει στην Κλυταιμνήστρα ότι μόλις γέννησε και χρειάζεται τη βοήθειά της για τον τελετουργικό καθαρμό. Προσέξτε: η Ηλέκτρα είναι σίγουρη πως η μάνα της θα έρθει να την βοηθήσει. Κι αυτό γιατί η Κλυταιμνήστρα του Ευριπίδη είναι μια γυναίκα που δείχνει να ενδιαφέρεται για την Ηλέκτρα, δεν είναι η «μήτηρ αμήτωρ» του Σοφοκλή. (Παρένθεση: Αίγισθος και Κλυταιμνήστρα έχουν παντρέψει την Ηλέκτρα με έναν φτωχό γεωργό για να σιγουρευτούν πως τα παιδιά της δεν πρόκειται να διεκδικήσουν τον θρόνο. Όμως ο γεωργός έχει σεβαστεί την Ηλέκτρα και δεν έχει κοιμηθεί ποτέ μαζί της, κάτι που η Κλυταιμνήστρα δεν το γνωρίζει). Έτσι, χωρίς να πάει ο νους της στο κακό, ανεβαίνει στο άρμα της -παρέα με τις Τρωαδίτισσες σκλάβες της- και ξεκινάει για το χαμόσπιτο που μένει η Ηλέκτρα. Καθώς την βλέπουν να έρχεται από μακριά, ο Ορέστης αρχίζει να έχει αμφιβολίες (οι εσωτερικές συγκρούσεις που λέγαμε). Ε, δεν είναι και εύκολο να σκοτώσεις τη μάνα σου.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Τι λες να κάνουμε; Τη μάνα να σκοτώσουμε;
ΗΛΕΚΤΡΑ: Σε πήρε ο πόνος μόλις την αντίκρισες;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Αλίμονό μου! πώς να γίνω εγώ φονιάς σ’ εκείνη που με γέννησε και μ’ έθρεψε;
ΗΛΕΚΤΡΑ: Όπως κι αυτή σκότωσε τον πατέρα μας.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Ω, Φοίβε, μου έδωσες αστόχαστο χρησμό…
ΗΛΕΚΤΡΑ: Μα αν είναι ο Απόλλωνας μωρός, ποιοι είναι οι σοφοί;
ΟΡΕΣΤΗΣ: που είπε τη μάνα μου να σφάξω, μα άπρεπο είν’ αυτό.
ΗΛΕΚΤΡΑ: Σε βλάφτει, αν πάρεις του γονιού σου το γδικιωμό;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Θα φύγω μητροκτόνος, που ήμουν πριν αγνός.
Το είπαμε, η Ηλέκτρα του Ευριπίδη είναι διαφορετική. Νιώθει μεν το ίδιο μίσος προς την Κλυταιμνήστρα, κατατρέχεται από το ίδιο πάθος για εκδίκηση όπως και στον Σοφοκλή, αλλά η προσωπικότητά της είναι σαφώς πιο πολύπλοκη. Αποφασιστική, δολοπλόκα, πανούργα, κατευθύνει ουσιαστικά τον άβουλο Ορέστη μην αφήνοντάς τον να δειλιάσει, ενώ η πλεκτάνη που εξυφαίνει είναι τόσο τέλεια που κάνει ακόμα και μια πανέξυπνη γυναίκα σαν την Κλυταιμνήστρα να πέσει εύκολα στο δόκανό της. Δεν τελειώσαμε με τις διαφορές της Ηλέκτρας του Ευριπίδη, προέχει όμως η συνάντηση Ηλέκτρας και Κλυταιμνήστρας καθώς και η λογομαχία που ακολουθεί. Μια λογομαχία που την είδαμε και στον Σοφοκλή, με την Ηλέκτρα να κατηγορεί την Κλυταιμνήστρα και την Κλυταιμνήστρα να προσπαθεί να δικαιολογηθεί. Σημαντική λεπτομέρεια: η Κλυταιμνήστρα του Ευριπίδη δείχνει κουρασμένη, ίσως και μετανιωμένη:
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Κακία γι’ αυτό δεν σου κρατώ, γιατί, παιδί μου, κι εγώ δεν είμαι όλο χαρά με όσα έχω κάνει.
(…) Δύστυχη έγινα εξαιτίας των δικών μου αποφάσεων.
(τάλαινα των εμών βουλευμάτων)
Πολύ μεγάλο το κακό που έχω κάνει…
Κι όχι μόνο αυτό. Ενώ στον Σοφοκλή η Κλυταιμνήστρα προσφωνεί την Ηλέκτρα «θρέμμ’ αναιδές» και πουθενά δεν τη λέει «τέκνον», στον Ευριπίδη χρησιμοποιεί τρεις φορές την προσφώνηση «τέκνον». Η Ηλέκτρα είναι το παιδί της, ο Ευριπίδης κάνει ό,τι μπορεί για να μην το ξεχάσουν οι θεατές.
Τελικά, αν ο Σοφοκλής είναι ωκεανός, ο Ευριπίδης είναι πυκνό δάσος παθών, αντεκδικήσεων και εσωτερικών συγκρούσεων. Οι ήρωές του διαθέτουν ανθρώπινες αδυναμίες -και πολλές μάλιστα-, τόσες που γίνονται εύκολα έρμαια των παθών τους, παρουσιάζουν συχνές ψυχολογικές μεταπτώσεις και όσο για την ηθική τους υπόσταση, ε, αυτή σίγουρα είναι αρκετά -ως πολύ- αμφισβητήσιμη.
Φτάνει η ώρα της δολοφονίας. Η Κλυταιμνήστρα εισέρχεται μέσα στο σπίτι και από πίσω την ακολουθεί η Ηλέκτρα. Οι θεατές δεν βλέπουν το φονικό, ακούν όμως τις κραυγές της Κλυταιμνήστρας.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Μη σκοτώνετε τη μάνα σας, παιδιά μου, για τους θεούς.
Η κορυφαία του χορού κάνει το πρώτο σχόλιο.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ: Σπαράζω που τη σφάζουν τα παιδιά της.
Για να συμπληρώσει ο χορός:
ΧΟΡΟΣ: Ο θεός τιμωρεί, σαν έρθει η στιγμή. Φοβερά τα παθήματά σου, μα μεγάλα και τα κρίματα που έκανες στον άντρα σου, δύστυχη κι εσύ.
Σε λίγο βγαίνουν απ’ το σπίτι με ματωμένα χέρια ο Ορέστης και η Ηλέκτρα. Προς μεγάλη μας έκπληξη είναι μετανιωμένοι.
ΗΛΕΚΤΡΑ: Τόσα δάκρυα, αδελφέ μου! Και η υπαίτια είμαι εγώ! Με είχε πιάσει μανία πυρωμένη, την ταλαίπωρη κόρη, ενάντια στην ίδια τη μάνα που με γέννησε.
ΧΟΡΟΣ: Αλίμονο στη μοίρα σου, στη μαύρη συμφορά σου, που σ’ έχει βρει, κακότυχη μάνα, από τα παιδιά σου.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Ω, Φοίβε, σκοτεινό χρησμό μου έδωσες για εκδίκηση.
(…) Σαν την έσφαζα μου ‘δειχνε η καημένη τον μαστό της που είχα θηλάσει.
ΧΟΡΟΣ: Και πώς βάσταξες κι αντίκρισε η ματιά σου τη μάνα σου να ξεψυχά μπροστά σου;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Σκέπασα τα μάτια μου με τον μανδύα μου, της άρπαξα το λαιμό κι έμπηξα μέσα το σπαθί μου.
ΗΛΕΚΤΡΑ: Κι εγώ κουράγιο σου ‘δινα και το σπαθί είχα αρπάξει.
ΧΟΡΟΣ: Στον κόσμο το πιο φοβερό κακούργημα έχεις πράξει.
Έχουν αναφερθεί αρκετές διαφορές μέχρι τώρα, αλλά αυτή σίγουρα ξεχωρίζει. Η Ηλέκτρα -κυρίως- αλλά και ο Ορέστης νιώθουν τύψεις. Ο Ευριπίδης αναδεικνύεται βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας. Κανείς ήρωας του Αισχύλου ή του Σοφοκλή δεν θα ένιωθε τύψεις για κάτι που έκανε συνειδητά, ο Οιδίπους για παράδειγμα ένιωθε μεν τύψεις αλλά για κάτι που έπραξε χωρίς να φταίει ο ίδιος, δεν μπορούσε φυσικά να γνωρίζει πως η Ιοκάστη ήταν μητέρα του. Οι τύψεις, οι ψυχολογικές μεταπτώσεις, η αστάθεια του χαρακτήρα είναι χαρακτηριστικά της τέχνης του Ευριπίδη που σκιαγραφεί με μοναδικό τρόπο τις διχασμένες ψυχές των ηρώων του καθώς κυριεύονται από τα πάθη και τους εγωισμούς τους.
Το έργο όμως δεν έχει τελειώσει. Την ώρα που Ορέστης και Ηλέκτρα αντιλαμβάνονται το μέγεθος του ανόσιου εγκλήματος που έχουν διαπράξει εμφανίζονται ως «από μηχανής θεοί» -άλλο ένα χαρακτηριστικό του Ευριπίδη- οι Διόσκουροι και δίνουν την τελική λύση. Πρώτα όμως «τα ψέλνουν» στον θεό Απόλλωνα για τον χρησμό που έδωσε (Φοίβος, σοφός δ’ ων ουκ έχρησέ σοι σοφά. Ναι, ο Φοίβος είναι σοφός αλλά δε σας συμβούλεψε σοφά). Ο Ευριπίδης έχει ρίξει ήδη δύο προειδοποιητικές βολές βάζοντας τον Ορέστη να παραπονιέται πως ο Απόλλωνας του έδωσε «αστόχαστο» και «σκοτεινό» χρησμό. Τώρα με τη φωνή των Διόσκουρων ο Ευριπίδης δείχνει και πάλι την αντίθεσή του, όχι τόσο στους θεούς όσο στον θεσμό του Μαντείου των Δελφών και στο ιερατείο που τον εκπροσωπούσε. Σε όλα πολύπλοκος ο Ευριπίδης.
Καμία σχέση με την απλή και απόλυτη πίστη του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Επηρεασμένος από τις νέες ιδέες του πνευματικού του περιβάλλοντος, ο ορθολογιστής Ευριπίδης αμφισβητεί τα πάντα. Στον κόσμο του οι θεοί δεν μπορούν πια να κατέχουν θέση υπευθύνων για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο και βέβαια υπόκεινται και αυτοί σε κριτική για τις αποφάσεις τους. Όσο για την τελική λύση που προτείνουν οι Διόσκουροι, η Ηλέκτρα θα πρέπει να παντρευτεί τον Πυλάδη κι ο Ορέστης οφείλει να πάει στην Αθήνα για να δικαστεί από τον Άρειο Πάγο. Αν αθωωθεί μπορεί να εγκατασταθεί, όχι στο Άργος, αλλά στην Αρκαδία.
Πηγή
Και οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ποιητές ασχολήθηκαν με την ιστορία της Ηλέκτρας. Στις Χοηφόρες ο Αισχύλος ξεκινάει το έργο του δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία του Αγαμέμνονα. Η Κλυταιμνήστρα βλέπει έναν εφιάλτη και στέλνει την Ηλέκτρα στον τάφο του πατέρα της να ρίξει χοές μήπως και εξευμενίσει τον νεκρό Αγαμέμνονα. Η Ηλέκτρα φτάνει στον τάφο του πατέρα της κι αναρωτιέται:
Πέστε μου τι να πω καθώς θα ραίνω τις χοές;
Πώς να εξευμενίσω τον πατέρα μου να τις δεχτεί;
Να πω ότι η πιστή γυναίκα του – η μάνα μου – τις στέλνει στον καλό της άντρα; Δεν βγαίνει αυτός ο λόγος.
Δεν μπορώ. Δεν ξέρω τι να πω ραίνοντας τις προσφορές.
Μ’ αυτή την ειρωνική φράση δείχνει η Ηλέκτρα την απελπισία της. Τι να κάνει; Πώς να αντιδράσει στο ανόσιο έγκλημα που διέπραξε η ίδια η μάνα της σε συνεργασία με τον εραστή της και σφετεριστή του θρόνου, Αίγισθο; Οι γυναίκες του Χορού, οι Χοηφόρες, της ζητούν να ευχηθεί για τον αδελφό της τον Ορέστη που βρίσκεται στην ξενιτιά, μόνο που ο Ορέστης έχει επιστρέψει και ήδη τον έχουν δει οι θεατές. Έχει έρθει στον τάφο του πατέρα του και τώρα βρίσκεται κάπου κρυμμένος και παρατηρεί την Ηλέκτρα. Ύστερα οι γυναίκες του Χορού συμβουλεύουν την Ηλέκτρα να ευχηθεί να τιμωρηθούν οι αυτουργοί του εγκλήματος από Θεό ή άνθρωπο. Κι η Ηλέκτρα έχει την απορία πώς θα δράσει αυτός που θα τους τιμωρήσει :
Σαν δικαστής ή τιμωρός;
Μεγάλη κουβέντα βάζει στο στόμα της ο Αισχύλος. Ναι, φυσικά η Ηλέκτρα θέλει την τιμωρία των ενόχων. Άλλωστε το να τιμωρηθεί ο ένοχος ήταν κάτι φυσιολογικό για την ηθική των αρχαίων Ελλήνων. Μόνο που η Ηλέκτρα ζητάει μια δίκαιη τιμωρία. Ο Χορός δε συμμερίζεται την ευαισθησία της. Της προτείνει να ζητήσει εκδίκηση. «Μα είναι ευσέβεια αυτό;» ρωτάει η Ηλέκτρα και η εσωτερική της σύγκρουση αρχίζει να φουντώνει.
Στη συνέχεια η Ηλέκτρα ζητάει, μέσω του Ερμή, από τον πατέρα της να στείλει πίσω τον Ορέστη, κι απαριθμεί τα βάσανά της. Η μάνα της έχει παντρευτεί τον δολοφόνο του πατέρα της, την ίδια την μεταχειρίζονται σαν δούλα, τον Ορέστη τον έχουν διώξει απ’ το παλάτι, κι οι μόχθοι του πατέρα της ξοδεύονται αδιάκοπα. Εκείνη τη στιγμή βλέπει ένα σημάδι που της δίνει ελπίδα, μια πλεξούδα από μαλλιά. Ποιος άλλος θα μπορούσε να αφήσει στον τάφο του πατέρα της μια πλεξούδα εκτός από τον Ορέστη; Μάλιστα της φαίνεται πως μοιάζει με τα δικά της μαλλιά. Μετά από λίγο βλέπει και μια πατημασιά. Πιστεύει πως κι αυτή μοιάζει με τη δικιά της· φαίνεται είναι τόσο απελπισμένη, που βλέπει ομοιότητα ανάμεσα σε μια ανδρική και μια γυναικεία πατημασιά. Δραματουργικώς αδύναμο το συγκεκριμένο σημείο, αρκετά χρόνια αργότερα ο Ευριπίδης, στη δική του Ηλέκτρα, θα κάνει μια παρωδία του αποσπάσματος αυτού, πάντως τη δουλειά του την κάνει, να προετοιμάσει δηλαδή τους θεατές για την επικείμενη συνάντηση και αναγνώριση των δύο αδελφών, του Ορέστη και της Ηλέκτρας. Πράγματι ο Ορέστης δεν αντέχει άλλο, βγαίνει από την κρυψώνα του και εμφανίζεται μπροστά στην Ηλέκτρα που μετά την πρώτη έκπληξη και δυσπιστία πείθεται πως έχει επιτέλους μπροστά της τον αδελφό της. Η σκηνή της αναγνώρισης παρουσιάζεται από τον Αισχύλο συνοπτικά, κάτι που δείχνει πως ο ποιητής δεν ενδιαφέρεται να προκαλέσει συγκίνηση. Αλλού θέλει να στρέψει το ενδιαφέρον του.
Στη συνέχεια λέει η Ηλέκτρα στον Ορέστη:
Δάκρυα κι ελπίδα μου, της γενιάς μας σωτήρα. Τα χέρια σου τα δυνατά θα το ξαναπάρουν το πατρικό μας. Των ματιών μου χαρά είσαι. Τετράδιπλη. Πατέρα μου σε λέω, μάνα μου είσαι. Εκείνη τη μισώ. Και της σφαγμένης αδελφής μας είσαι ο πιστός ο αδελφός. Ο εκδικητής.
Είναι η μοναδική φορά στο έργο που η Ηλέκτρα αναφέρεται στην αδικοχαμένη της αδελφή, την Ιφιγένεια. Γιατί, όμως τώρα αυτή η αναφορά στην Ιφιγένεια; Και άραγε είναι η Ηλέκτρα που θυμάται την αδελφή της ή μήπως ο Αισχύλος θέλει να υπενθυμίσει στους θεατές πως ο Αγαμέμνονας δεν είναι κανένας αθώος; Έχει σκοτώσει την κόρη του, έχει διαπράξει κι αυτός ένα βαρύτατο έγκλημα.
Και συνεχίζει η Ηλέκτρα:
Να μας συντρέξει μόνο η Ισχύς και η Δίκη και απ’ όλους ο Δίας ο μέγιστος.
Πάλι κάνει αναφορά σε Δίκη. Επικαλείται μάλιστα τον Δία. Δηλαδή η Ηλέκτρα δε ζητάει απλώς δικαιοσύνη. Ζητάει τη Θεία Δικαιοσύνη. Το γεγονός πως η Κλυταιμνήστρα έχει δει έναν εφιάλτη που προοιωνίζει το θάνατό της, όπως και ο χρησμός του Απόλλωνα που έχει λάβει ο Ορέστης, αποδεικνύουν πως τα δύο αδέλφια έχουν ήδη την έγκριση των Θεών, έχουν εξασφαλίσει την Θεία Δικαιοσύνη. Όμως για να καταφέρουν τον στόχο τους, ο Ορέστης και η Ηλέκτρα είναι αναγκασμένοι να διαπράξουν ένα έγκλημα πολύ πιο ανόσιο, πολύ πιο αποτρόπαιο από το έγκλημα που διέπραξε η Κλυταιμνήστρα. Εδώ βρίσκεται το μεγαλείο της τραγικότητας των ηρώων του έργου. Ναι γιατί προσπαθούν τόσο πολύ να δικαιολογήσουν την πράξη τους:
ΗΛΕΚΤΡΑ: Ωχ κακούργα μάνα μου αδίστακτη! Με εκφορά ντροπής τον κήδεψες τον άντρα σου το βασιλιά. Χωρίς λαό ν’ ακολουθεί, χωρίς να τον πενθήσεις. Άκλαυτο τον έθαψες.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Όλες τις ατιμίες που υπάρχουν τις έκανε. Αυτό θα το πληρώσει, από τους θεούς και από τα χέρια μου. Να τη σφάξω κι ας χαθώ.
ΧΟΡΟΣ: Τον κομμάτιασε. Να ξέρεις. Και τα κομμάτια του σκέπασε. Σε ντρόπιασε. Έκτισε μοίρα ντροπής για τη ζωή σου. Αυτά είναι του πατέρα σου τα άτιμα παθήματα.
ΗΛΕΚΤΡΑ: Μας λες για την κακή μοίρα του πατέρα. Και εγώ βρίσκομαι πεταμένη στην άκρη σαν άτιμη. Σκυλί κακό στη μάντρα δεμένο. Το γέλιο το ξέχασα. Δάκρυ ξεχείλιζα, θρηνούσα κρυφά. Γραψ’ το στο νου σου. Μην τα ξεχνάς.
Η επίκληση στον λαό, μόνο τυχαία δεν είναι. Το γεγονός πως η Κλυταιμνήστρα δεν επέτρεψε στον λαό να ακολουθήσει τον Αγαμέμνονα στην τελευταία του κατοικία είναι σίγουρο πως θα ηχούσε άσχημα στους θεατές του έργου. Όπως και το ότι έφυγε «άκλαυτος». Ο Χορός θυμάται και μια άλλη ανατριχιαστική λεπτομέρεια. Η Κλυταιμνήστρα δεν σκότωσε απλώς τον Αγαμέμνονα, τον κομμάτιασε. Πώς να μην φωνάξει η Ηλέκτρα:
Το δίκαιο, θεοί! το δίκαιο.
Κάπου εδώ η Ηλέκτρα αποσύρεται από τη δράση. Ο Αισχύλος δε θέλει να την εμπλέξει περισσότερο στο έγκλημα. Ο Ορέστης θα πάρει μόνος του εκδίκηση και μόνος του αργότερα θα έχει να αντιμετωπίσει τις Ερινύες.
Έτσι παρουσίασε την Ηλέκτρα ο Αισχύλος.
Σοφοκλής και Ευριπίδης είδαν το θέμα διαφορετικά, όμως με τη δικιά τους εκδοχή θα ασχοληθούμε σε επόμενες αναρτήσεις. Σήμερα, με τη βοήθεια της Ζακλίν ντε Ρομιγί και του βιβλίου της «Αρχαία Ελληνική Τραγωδία», θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε την έμμονη πίστη του Αισχύλου στη Θεία Δικαιοσύνη.
Όχι ότι ξέρουμε πολλά για τον Αισχύλο. 7 τραγωδίες του, 2 μάχες που πολέμησε και ένα επίγραμμα στον τάφο του. Μαζί με το γεγονός πως πέθανε στη Σικελία, αυτές είναι όλες οι πληροφορίες που έχουμε για τον Αισχύλο. Οι δύο μάχες είναι η μάχη στον Μαραθώνα (490 π.Χ.) και δέκα χρόνια αργότερα η ναυμαχία στη Σαλαμίνα. Τότε που η Αθήνα εκκενώθηκε, καταλήφθηκε και πυρπολήθηκε. Όταν οι Αθηναίοι εκκένωσαν την Αθήνα, την εμπιστεύτηκαν στους θεούς. Οι Πέρσες όχι μόνο την κατέστρεψαν αλλά διέπραξαν την ιερόσυλη πράξη να βεβηλώσουν τους ναούς των θεών. Αργότερα όμως τιμωρήθηκαν σκληρά για ό,τι έκαναν. Η θεία δικαιοσύνη λοιπόν εκδηλώθηκε πανηγυρικά και κέρδισε έτσι τον σεβασμό του Αισχύλου και των υπόλοιπων Αθηναίων. Προσοχή όμως. Οι Αθηναίοι, μπορεί να εμπιστεύτηκαν την πόλη τους στους θεούς, δεν αφέθηκαν όμως στην ιδέα ότι όλα θα τα κάνουν οι θεοί. Πρώτα πήραν τη δύσκολη απόφαση να στείλουν μακριά τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους κι ύστερα πολέμησαν με γενναιότητα τους εισβολείς. Η θεία δικαιοσύνη τους βοήθησε μόνο αφού έδειξαν τον απαιτούμενο εκείνο ηρωισμό που γίνεται συνεργός των θεών. Έτσι και οι ήρωες του Αισχύλου. Μπορεί να δρουν σε ένα κόσμο γεμάτο βία και αλληλοσπαραγμό, επιζητούν όμως πάντα τη θεία δικαιοσύνη και πρέπει να έχουν πάντα υπόψη τους το ρητό που λέει στις Χοηφόρες ο Χορός:
Αν πράξεις κακό θα πάθεις κακό. Ο πανάρχαιος τρόπος έτσι ορίζει.
ΥΓ. Για τη σημερινή ανάρτηση χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση των Χοηφόρων του Αισχύλου που υπάρχει στο Scribd εδώ. Δυστυχώς δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα του μεταφραστή ή της μεταφράστριας (η μετάφραση του Απ. Μελαχρινού που είχα στα χέρια μου ήταν πολύ «γερασμένη» και δυσκολονόητη).
Για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου του Αισχύλου, χρησιμοποιήθηκαν, συμβουλευτικά, τα βιβλία:
H. D. F. KITTO «Η Αρχαία Ελληνική Τραγωδία», Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΗΜΑ
J. DE ROMILLY «Αρχαία Ελληνική Τραγωδία» Εκδόσεις ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ
ΗΛΕΚΤΡΑ ΣΟΦΟΚΛΗ:
Μυκήνες, έξω από το παλάτι των Ατρειδών: η Ηλέκτρα περιμένει τον Ορέστη να ολοκληρώσει τη δολοφονία της μητέρας τους. Ξάφνου, μέσα απ’ το παλάτι ακούγεται η φωνή της Κλυταιμνήστρας, ακριβώς την ώρα που ο Ορέστης βυθίζει το μαχαίρι πάνω της:
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Αχ! μια μαχαιριά!
Και απαντάει η Ηλέκτρα:
ΗΛΕΚΤΡΑ: Χτύπα ξανά αν έχεις το κουράγιο!
(παίσον, ει σθένεις, διπλήν).
Ναι, τόσο βαριά κουβέντα λέει για τη μάνα της. Καμία σχέση με την Ηλέκτρα του Αισχύλου που αναζητούσε τη Θεία Δικαιοσύνη. Η Ηλέκτρα του Σοφοκλή είναι γεμάτη μίσος και πάθος για εκδίκηση.
Κι ο Σοφοκλής όμως, την φέρνει αντιμέτωπη με μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Σύμφωνα με το σχέδιο του Ορέστη εμφανίζεται στο παλάτι των Ατρειδών ο παιδαγωγός, σταλμένος υποτίθεται από την Φωκίδα, να ανακοινώσει τον θάνατο του Ορέστη σε κάποιους αγώνες. Οι θεατές έχουν δει τον Ορέστη να καταστρώνει από πριν το σχέδιο με τον παιδαγωγό, η Κλυταιμνήστρα και η Ηλέκτρα όμως δεν γνωρίζουν την αλήθεια. Πώς θα αντιδράσουν; Η Ηλέκτρα όπως είναι φυσικό αισθάνεται πως ήρθε το τέλος και της δικής της ζωής, θεωρεί πως χάθηκαν όλες της οι ελπίδες και θρηνεί τον χαμένο, όπως πιστεύει, αδελφό της. Ενδιαφέρον όμως έχει η αντίδραση της Κλυταιμνήστρας. Σ’ αυτήν είναι καρφωμένα τα βλέμματα των θεατών.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Ω θεέ μου, τι ‘ναι αυτά; Καλά να τα πω, τάχα, ή φοβερά μα ωφέλιμα; Κι όμως τι θλίψη, με τα ίδια πάθη μου να σώζω τη ζωή μου!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Δύσκολο νάσαι μάνα. Κι όταν κακοπάθεις απ’ τα παιδιά σου, δεν μπορείς να τα μισήσεις.
Οι πρώτες κουβέντες αναμενόμενες. Έστω κι αν γνώριζε πως ο γιος της είχε σκοπό να την σκοτώσει, δεν παύει να είναι μια μάνα που μόλις άκουσε πως πέθανε το παιδί της. Σιγά σιγά όμως τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν και η Κλυταιμνήστρα ξεστομίζει φράσεις που δεν επιτρέπονται σε μια μάνα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Μα τώρα πια, τη μέρα αυτή απ’ το φόβο γλύτωσα κι εκείνου κι αυτηνής.
Ανακούφιση εκφράζει λοιπόν η Κλυταιμνήστρα για τον θάνατο του Ορέστη γιατί, εκτός των άλλων, θα γλυτώσει από τις κατάρες της Ηλέκτρας που «της ρουφούσαν το αίμα, νύχτα μέρα». Παρακάτω τα λόγια της γίνονται ακόμη πιο βαριά. «Εκείνος, όπως είναι, είναι καλά», λέει για τον Ορέστη κι ύστερα ευχαριστεί τον παιδαγωγό που, με τα λόγια του, έκανε να πάψουν οι φωνές και η γλώσσα της Ηλέκτρας.
Κορυφαία όμως θεωρείται η επόμενη σκηνή. Ο ίδιος ο Ορέστης, μη φανερώνοντας την ταυτότητά του, εμφανίζεται κρατώντας μια υδρία με τη στάχτη υποτίθεται του Ορέστη. Η Ηλέκτρα αρπάζει την υδρία κι αρχίζει να θρηνεί τον χαμένο της αδελφό με έναν μονόλογο μοναδικό και αξεπέραστο στην ιστορία της δραματουργίας. Είναι ο μονόλογος που η Μαρίκα Κοτοπούλη όταν τον εκφωνούσε σκεφτόταν τον Ίωνα Δραγούμη ενώ ο περίφημος αρχαίος ηθοποιός Πώλος, όταν έπαιζε αυτή τη σκηνή, κρατούσε την υδρία με τη στάχτη του δικού του παιδιού.
ΗΛΕΚΤΡΑ: Ω, μνήμα, πολυαγαπημένης μου ψυχής, του Ορέστη μου. Με τι ελπίδες κάποτε τον αποχαιρέτησα και πώς τον κρατάω τώρα στα χέρια μου.
ΗΛΕΚΤΡΑ: Γελούν οι εχθροί. Μαίνεται με ηδονή η μάνα μας η άκαρδη.
(πώς αλήθεια μπορεί να αποδοθεί η φράση «μήτηρ αμήτωρ»;)
ΗΛΕΚΤΡΑ: Το μόνο που θέλω τώρα είναι να πεθάνω και να μοιραστώ τον τάφο μαζί σου γιατί δε βλέπω να λυπούνται οι πεθαμένοι.
Τρεις φράσεις αρκούν για να πάρουμε μια ιδέα από τον θρήνο της Ηλέκτρας. Τον εκφωνεί, μάλιστα, μπροστά στον Ορέστη, ο οποίος δεν γνωρίζει ακόμη πως η γυναίκα που θρηνεί είναι η αδελφή του. Σιγά σιγά αρχίζει να το αντιλαμβάνεται. Αλλά πριν κάνει γνωστή την ταυτότητά του, πρέπει πρώτα να σιγουρευτεί πως η Ηλέκτρα είναι άξια να μοιραστεί το σχέδιο του και βέβαια πως οι γυναίκες του χορού θα κρατήσουν το μυστικό. Για να ακολουθήσει μετά η συγκινητική αναγνώριση των δύο αδελφών και η κατάστρωση του σχεδίου να δολοφονήσουν τη μητέρα τους, την Κλυταιμνήστρα.
Καθώς όμως η ροή της σημερινής ανάρτησης κυλάει ανάποδα, είναι ώρα να φτάσουμε, λίγο μετά την αρχή του έργου, στη συγκλονιστική λογομαχία μητέρας και κόρης, που φανερώνει μια σχέση σχέση μίσους και πάθους. Δηλητηριώδη βέλη εκτοξεύονται εκατέρωθεν στη συνάντησή τους που γίνεται καθώς η Κλυταιμνήστρα βγαίνει από το παλάτι για να κάνει θυσία στον Απόλλωνα. Έχει τρομοκρατηθεί από ένα εφιαλτικό όνειρο που είδε (πάλι όνειρο, όπως και στον Αισχύλο, κάτι που φανερώνει ότι και ο Σοφοκλής δέχεται πως οι δύο μητροκτόνοι έχουν πάρει την έγκριση των θεών).
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Ξέρω πως είπες και ξανάπες σε πολλούς πως είμαι αδιάντροπη και κυβερνώ παράνομα…
(…) αν πέθανε ο πατέρας σου πέθανε από το χέρι μου. Ναι, με το χέρι μου. Πολύ καλά το ξέρω, μα ούτε δα το αρνιέμαι. Γιατί, όχι εγώ μονάχη μου, αλλά η θεία δίκη τον σκότωσε…
Είναι πράγματι περίεργο. Εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο απ’ τον Αισχύλο. Αντί να επικαλείται η Ηλέκτρα τη θεία δίκη την επικαλείται η Κλυταιμνήστρα. Με ποιο δικαίωμα, λέει, έσφαξε ο Αγαμέμνονας το παιδί μου; Για να βοηθήσει τον Μενέλαο δεν το έκανε; Ας έσφαζε τότε ένα από τα παιδιά εκείνου, που άλλωστε έχουν μάνα την Ελένη, που για το χατήρι της κίνησαν τα καράβια για την Τροία.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Δεν είναι αυτή πράξη άβουλου και κακού πατέρα;
(…) Μα εγώ δεν το έχω βάρος στη συνείδησή μου γι’ αυτά που έπραξα.
Κι απαντάει η Ηλέκτρα:
ΗΛΕΚΤΡΑ: Ομολογείς πως τον πατέρα μου τον σκότωσες. Πιο αισχρή ομολογία απ’ αυτή μπορεί να γίνει;
(…) Κι ακόμη, αν ήταν όπως θες να πεις, πως το έκανε για να ωφελήσει εκείνον, θα έπρεπε για αυτό να τον σκοτώσεις; Και ποιος νόμος λέει κάτι τέτοιο; Κοίτα, βάζοντας τέτοιο νόμο στους ανθρώπους, μήπως και στον δικό σου θάνατο οδηγηθείς και μετανιώσεις. Γιατί αν γυρεύαμε αίμα για αίμα, εσένα πρώτη θα σκότωναν, κρίνοντας με τον ίδιο νόμο σου.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία θεία δικαιοσύνη. Μόνο εκδίκηση. Αίμα στο αίμα. Κι ας έχουν πάρει οι μητροκτόνοι την έγκριση των θεών. Η προσωπική ευθύνη είναι που παίζει τον κυριότερο ρόλο. Αν πίστευε ο Σοφοκλής πως η δολοφονία της Κλυταιμνήστρας αποτελούσε αποκατάσταση της θείας δικαιοσύνης δε θα έβαζε την Ηλέκτρα να κραυγάζει στο τέλος «Χτύπα ξανά αν έχεις το κουράγιο!», δεν θα την έκανε τόσο αντιπαθητική στους θεατές του έργου. Ούτε όμως και καταδικάζει την πράξη της Ηλέκτρας. Εφόσον η δολοφονία του Αγαμέμνονα ήταν μια πράξη ανόσια, το ίδιο θα είναι και η αντίδραση. Μια αντίδραση σχεδιασμένη και εκτελεσμένη αποκλειστικά από ανθρώπινους παράγοντες. Με ανθρώπινα κίνητρα και ανθρώπινα μέσα. Αυτή είναι η φύση των πραγμάτων, έτσι λειτουργεί ο φυσικός νόμος. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: η Κλυταιμνήστρα, την ώρα που ο Ορέστης μπήγει το μαχαίρι στο σώμα της, λέει την ίδια φράση που είχε πει και ο Αγαμέμνονας, στην Ορέστεια του Αισχύλου, λίγο πριν ξεψυχήσει: «ώμοι πέπληγμαι».
Αξίζει όμως να δούμε όμως προσεκτικά την προσευχή της Κλυταιμνήστρας. Αμέσως μετά τη λογομαχία της με την Ηλέκτρα, αρχίζει να προσεύχεται στον θεό Απόλλωνα. Και τι λέει στην προσευχή της; Ούτε λίγο ούτε πολύ ζητάει να συνεχίσει να χαίρεται όσα κέρδισε με τον φόνο και την μοιχεία κι ακόμη να μη γυρίσει ποτέ ο γιος της πίσω ενώ στο τέλος αφήνει υπόνοιες για κάποιες πιο βλάσφημες επιθυμίες της που δεν τολμάει να τις πει δυνατά για να μην την ακούσει η Ηλέκτρα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Αν από τα σημερινά μου πλούτη κάποιοι θέλουν με δόλο να με απομακρύνουν, μην τους κάνεις τη χάρη και κάνε με να ζήσω μια ζωή χωρίς πίκρες, στο παλάτι, να κυβερνώ με συντροφιά τους φίλους μου και να ζω καλά με εκείνα από τα παιδιά μου που δε μου έχουν έχθρα. Κι όσο για κάποια άλλα που θέλω, αν σωπαίνω, πιστεύω πως είσαι άξιος να τα μαντέψεις.
Τελειώνουμε με μια σύντομη αναφορά στην αδελφή της Ηλέκτρας, την Χρυσόθεμη, η υπάρξη της οποίας οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην έμπνευση του Σοφοκλή. Η Χρυσόθεμη είναι υπάκουη στην Κλυταιμνήστρα και συμβουλεύει συνέχεια την Ηλέκτρα να πράξει κι εκείνη το ίδιο.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΗ: Δεν έμαθες τόσα χρόνια να μην αφήνεις να σε παίρνει ο θυμός, άδικα των αδίκων; Κι εγώ πονώ για ό,τι συμβαίνει, κι αν έβρισκα τη δύναμη θα τους φανέρωνα τι γνώμη έχω και για τους δυο. (…) Μα αν θέλω ελεύθερη να ζω, πρέπει να είμαι υπάκουη σ’ αυτούς που έχουν τώρα την εξουσία.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Σοφοκλής επινοεί ένα πρόσωπο για να προσωποποιήσει τις αμφιβολίες της ηρωίδας ή του ήρωα. Το ίδιο έκανε και στην Αντιγόνη, όπου η Ισμήνη, εκφράζει την υποταγή στην εξουσία. Δεν υπάρχει δηλαδή εσωτερική σύγκρουση, υπάρχει μόνο η εξωτερική παρότρυνση προς τον ήρωα να δείξει μετριοπάθεια. Η παρατήρηση ανήκει στην Ζακλίν ντε Ρομιγί και περιγράφεται στο βιβλίο της «Η Ελληνική Τραγωδία στο Πέρασμα του Χρόνου». Εκεί αναφέρεται με σαφήνεια η διαφορά αντίληψης, ως προς το θέμα των συναισθημάτων, που υπάρχει μεταξύ των τριών μεγάλων τραγικών. Στις τραγωδίες του Αισχύλου τα συναισθήματα έρχονται απ’ έξω, οι αποφάσεις σχετίζονται με την άμεση επέμβαση της θείας βούλησης. Στον Σοφοκλή τα συναισθήματα των ηρώων τούς φέρνουν αντιμέτωπους με άλλους ανθρώπους. Αντί για εσωτερική σύγκρουση, ο Σοφοκλής επινοεί τη σύγκρουση με άλλα πρόσωπα. Γι’ αυτόν η πάλη του ήρωα είναι μια αντίθεση, γενικά, προς τους άλλους, μόνο στον Ευριπίδη έχουμε την εσωτερική σύγκρουση συναισθημάτων με άλλα συναισθήματα, αλλά για τον Ευριπίδη και την δικιά του εκδοχή του μύθου θα μιλήσουμε στην επόμενη ανάρτηση.
Κωπηλατώντας στη μικρή μου σχεδία προσπάθησα να διαπλεύσω τον ωκεανό του Σοφοκλή. Το ταξίδι αποδείχτηκε γοητευτικά βασανιστικό, κι αφού επέστρεψα σώος, έστω κι αν δεν εξερεύνησα παρά ένα μικρό μέρος του ωκεανού, μπορώ να ετοιμάζομαι για νέες εξερευνήσεις.
Η μετάφραση που χρησιμοποιήθηκε για τη σημερινή ανάρτηση ήταν του Απόστολου Μελαχρινού, με κάποιες δικές μου μικρές αλλαγές που σκοπό είχαν την καλύτερη κατανόηση του κειμένου.
Η πληροφορία για την Μαρίκα Κοτοπούλη αντλήθηκε από συνέντευξη του Δημήτρη Μυράτ στην εκπομπή της ΕΡΤ «Παρασκήνιο».
Η πληροφορία για τον αρχαίο ηθοποιό Πώλο αντλήθηκε από άρθρο της Δηούς Καγγελάρη που περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα της Καθημερινής στην Ηλέκτρα.
Χρήσιμοι σύμβουλοι στάθηκαν και πάλι τα βιβλία που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ανάρτηση καθώς και το βιβλίο «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» της Ζακλίν ντε Ρομιγί.
ΗΛΕΚΤΡΑ ΕΥΡΙΠΙΔΗ:
Αλήθεια, τι μπορεί να ώθησε τον Ευριπίδη να ασχοληθεί με τον μύθο της Ηλέκτρας μετά από έναν Αισχύλο και έναν Σοφοκλή; Τι ήταν αυτό το τόσο σημαντικό που θεώρησε πως έπρεπε οπωσδήποτε να προσθέσει στο έργο; Δύσκολο ερώτημα· αναζητώντας την απάντηση θα εστιάσουμε την προσοχή μας σε μερικά ενδιαφέροντα σημεία της τραγωδίας του Ευριπίδη.
Ξεκινάμε με τη σκηνή που ο Ορέστης κι ο γεροβοσκός προσπαθούν να καταστρώσουν το σχέδιο δολοφονίας της Κλυταιμνήστρας. Ξαφνικά επεμβαίνει η Ηλέκτρα:
Δουλειά δική μου είναι της μάνας μας ο φόνος.
(εγώ φόνον γε μητρός εξαρτύσομαι)
Ε, λοιπόν αυτή είναι μια διαφορετική Ηλέκτρα. Μια Ηλέκτρα που παίρνει πάνω της τη δολοφονία της Κλυταιμνήστρας. Όχι μόνο θα καταστρώσει η ίδια το σχέδιο μα θα συμμετάσχει ενεργά στο μαχαίρωμα, κάτι που Αισχύλος και Σοφοκλής ούτε που διανοήθηκαν να κάνουν. Υπάρχουν κι άλλες διαφορές, τις οποίες θα δούμε παρακάτω, προς το παρόν ας επικεντρωθούμε στο σχέδιο της Ηλέκτρας που στέλνει τον γεροβοσκό να αναγγείλει στην Κλυταιμνήστρα ότι μόλις γέννησε και χρειάζεται τη βοήθειά της για τον τελετουργικό καθαρμό. Προσέξτε: η Ηλέκτρα είναι σίγουρη πως η μάνα της θα έρθει να την βοηθήσει. Κι αυτό γιατί η Κλυταιμνήστρα του Ευριπίδη είναι μια γυναίκα που δείχνει να ενδιαφέρεται για την Ηλέκτρα, δεν είναι η «μήτηρ αμήτωρ» του Σοφοκλή. (Παρένθεση: Αίγισθος και Κλυταιμνήστρα έχουν παντρέψει την Ηλέκτρα με έναν φτωχό γεωργό για να σιγουρευτούν πως τα παιδιά της δεν πρόκειται να διεκδικήσουν τον θρόνο. Όμως ο γεωργός έχει σεβαστεί την Ηλέκτρα και δεν έχει κοιμηθεί ποτέ μαζί της, κάτι που η Κλυταιμνήστρα δεν το γνωρίζει). Έτσι, χωρίς να πάει ο νους της στο κακό, ανεβαίνει στο άρμα της -παρέα με τις Τρωαδίτισσες σκλάβες της- και ξεκινάει για το χαμόσπιτο που μένει η Ηλέκτρα. Καθώς την βλέπουν να έρχεται από μακριά, ο Ορέστης αρχίζει να έχει αμφιβολίες (οι εσωτερικές συγκρούσεις που λέγαμε). Ε, δεν είναι και εύκολο να σκοτώσεις τη μάνα σου.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Τι λες να κάνουμε; Τη μάνα να σκοτώσουμε;
ΗΛΕΚΤΡΑ: Σε πήρε ο πόνος μόλις την αντίκρισες;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Αλίμονό μου! πώς να γίνω εγώ φονιάς σ’ εκείνη που με γέννησε και μ’ έθρεψε;
ΗΛΕΚΤΡΑ: Όπως κι αυτή σκότωσε τον πατέρα μας.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Ω, Φοίβε, μου έδωσες αστόχαστο χρησμό…
ΗΛΕΚΤΡΑ: Μα αν είναι ο Απόλλωνας μωρός, ποιοι είναι οι σοφοί;
ΟΡΕΣΤΗΣ: που είπε τη μάνα μου να σφάξω, μα άπρεπο είν’ αυτό.
ΗΛΕΚΤΡΑ: Σε βλάφτει, αν πάρεις του γονιού σου το γδικιωμό;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Θα φύγω μητροκτόνος, που ήμουν πριν αγνός.
Το είπαμε, η Ηλέκτρα του Ευριπίδη είναι διαφορετική. Νιώθει μεν το ίδιο μίσος προς την Κλυταιμνήστρα, κατατρέχεται από το ίδιο πάθος για εκδίκηση όπως και στον Σοφοκλή, αλλά η προσωπικότητά της είναι σαφώς πιο πολύπλοκη. Αποφασιστική, δολοπλόκα, πανούργα, κατευθύνει ουσιαστικά τον άβουλο Ορέστη μην αφήνοντάς τον να δειλιάσει, ενώ η πλεκτάνη που εξυφαίνει είναι τόσο τέλεια που κάνει ακόμα και μια πανέξυπνη γυναίκα σαν την Κλυταιμνήστρα να πέσει εύκολα στο δόκανό της. Δεν τελειώσαμε με τις διαφορές της Ηλέκτρας του Ευριπίδη, προέχει όμως η συνάντηση Ηλέκτρας και Κλυταιμνήστρας καθώς και η λογομαχία που ακολουθεί. Μια λογομαχία που την είδαμε και στον Σοφοκλή, με την Ηλέκτρα να κατηγορεί την Κλυταιμνήστρα και την Κλυταιμνήστρα να προσπαθεί να δικαιολογηθεί. Σημαντική λεπτομέρεια: η Κλυταιμνήστρα του Ευριπίδη δείχνει κουρασμένη, ίσως και μετανιωμένη:
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Κακία γι’ αυτό δεν σου κρατώ, γιατί, παιδί μου, κι εγώ δεν είμαι όλο χαρά με όσα έχω κάνει.
(…) Δύστυχη έγινα εξαιτίας των δικών μου αποφάσεων.
(τάλαινα των εμών βουλευμάτων)
Πολύ μεγάλο το κακό που έχω κάνει…
Κι όχι μόνο αυτό. Ενώ στον Σοφοκλή η Κλυταιμνήστρα προσφωνεί την Ηλέκτρα «θρέμμ’ αναιδές» και πουθενά δεν τη λέει «τέκνον», στον Ευριπίδη χρησιμοποιεί τρεις φορές την προσφώνηση «τέκνον». Η Ηλέκτρα είναι το παιδί της, ο Ευριπίδης κάνει ό,τι μπορεί για να μην το ξεχάσουν οι θεατές.
Τελικά, αν ο Σοφοκλής είναι ωκεανός, ο Ευριπίδης είναι πυκνό δάσος παθών, αντεκδικήσεων και εσωτερικών συγκρούσεων. Οι ήρωές του διαθέτουν ανθρώπινες αδυναμίες -και πολλές μάλιστα-, τόσες που γίνονται εύκολα έρμαια των παθών τους, παρουσιάζουν συχνές ψυχολογικές μεταπτώσεις και όσο για την ηθική τους υπόσταση, ε, αυτή σίγουρα είναι αρκετά -ως πολύ- αμφισβητήσιμη.
Φτάνει η ώρα της δολοφονίας. Η Κλυταιμνήστρα εισέρχεται μέσα στο σπίτι και από πίσω την ακολουθεί η Ηλέκτρα. Οι θεατές δεν βλέπουν το φονικό, ακούν όμως τις κραυγές της Κλυταιμνήστρας.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Μη σκοτώνετε τη μάνα σας, παιδιά μου, για τους θεούς.
Η κορυφαία του χορού κάνει το πρώτο σχόλιο.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ: Σπαράζω που τη σφάζουν τα παιδιά της.
Για να συμπληρώσει ο χορός:
ΧΟΡΟΣ: Ο θεός τιμωρεί, σαν έρθει η στιγμή. Φοβερά τα παθήματά σου, μα μεγάλα και τα κρίματα που έκανες στον άντρα σου, δύστυχη κι εσύ.
Σε λίγο βγαίνουν απ’ το σπίτι με ματωμένα χέρια ο Ορέστης και η Ηλέκτρα. Προς μεγάλη μας έκπληξη είναι μετανιωμένοι.
ΗΛΕΚΤΡΑ: Τόσα δάκρυα, αδελφέ μου! Και η υπαίτια είμαι εγώ! Με είχε πιάσει μανία πυρωμένη, την ταλαίπωρη κόρη, ενάντια στην ίδια τη μάνα που με γέννησε.
ΧΟΡΟΣ: Αλίμονο στη μοίρα σου, στη μαύρη συμφορά σου, που σ’ έχει βρει, κακότυχη μάνα, από τα παιδιά σου.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Ω, Φοίβε, σκοτεινό χρησμό μου έδωσες για εκδίκηση.
(…) Σαν την έσφαζα μου ‘δειχνε η καημένη τον μαστό της που είχα θηλάσει.
ΧΟΡΟΣ: Και πώς βάσταξες κι αντίκρισε η ματιά σου τη μάνα σου να ξεψυχά μπροστά σου;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Σκέπασα τα μάτια μου με τον μανδύα μου, της άρπαξα το λαιμό κι έμπηξα μέσα το σπαθί μου.
ΗΛΕΚΤΡΑ: Κι εγώ κουράγιο σου ‘δινα και το σπαθί είχα αρπάξει.
ΧΟΡΟΣ: Στον κόσμο το πιο φοβερό κακούργημα έχεις πράξει.
Έχουν αναφερθεί αρκετές διαφορές μέχρι τώρα, αλλά αυτή σίγουρα ξεχωρίζει. Η Ηλέκτρα -κυρίως- αλλά και ο Ορέστης νιώθουν τύψεις. Ο Ευριπίδης αναδεικνύεται βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας. Κανείς ήρωας του Αισχύλου ή του Σοφοκλή δεν θα ένιωθε τύψεις για κάτι που έκανε συνειδητά, ο Οιδίπους για παράδειγμα ένιωθε μεν τύψεις αλλά για κάτι που έπραξε χωρίς να φταίει ο ίδιος, δεν μπορούσε φυσικά να γνωρίζει πως η Ιοκάστη ήταν μητέρα του. Οι τύψεις, οι ψυχολογικές μεταπτώσεις, η αστάθεια του χαρακτήρα είναι χαρακτηριστικά της τέχνης του Ευριπίδη που σκιαγραφεί με μοναδικό τρόπο τις διχασμένες ψυχές των ηρώων του καθώς κυριεύονται από τα πάθη και τους εγωισμούς τους.
Το έργο όμως δεν έχει τελειώσει. Την ώρα που Ορέστης και Ηλέκτρα αντιλαμβάνονται το μέγεθος του ανόσιου εγκλήματος που έχουν διαπράξει εμφανίζονται ως «από μηχανής θεοί» -άλλο ένα χαρακτηριστικό του Ευριπίδη- οι Διόσκουροι και δίνουν την τελική λύση. Πρώτα όμως «τα ψέλνουν» στον θεό Απόλλωνα για τον χρησμό που έδωσε (Φοίβος, σοφός δ’ ων ουκ έχρησέ σοι σοφά. Ναι, ο Φοίβος είναι σοφός αλλά δε σας συμβούλεψε σοφά). Ο Ευριπίδης έχει ρίξει ήδη δύο προειδοποιητικές βολές βάζοντας τον Ορέστη να παραπονιέται πως ο Απόλλωνας του έδωσε «αστόχαστο» και «σκοτεινό» χρησμό. Τώρα με τη φωνή των Διόσκουρων ο Ευριπίδης δείχνει και πάλι την αντίθεσή του, όχι τόσο στους θεούς όσο στον θεσμό του Μαντείου των Δελφών και στο ιερατείο που τον εκπροσωπούσε. Σε όλα πολύπλοκος ο Ευριπίδης.
Καμία σχέση με την απλή και απόλυτη πίστη του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Επηρεασμένος από τις νέες ιδέες του πνευματικού του περιβάλλοντος, ο ορθολογιστής Ευριπίδης αμφισβητεί τα πάντα. Στον κόσμο του οι θεοί δεν μπορούν πια να κατέχουν θέση υπευθύνων για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο και βέβαια υπόκεινται και αυτοί σε κριτική για τις αποφάσεις τους. Όσο για την τελική λύση που προτείνουν οι Διόσκουροι, η Ηλέκτρα θα πρέπει να παντρευτεί τον Πυλάδη κι ο Ορέστης οφείλει να πάει στην Αθήνα για να δικαστεί από τον Άρειο Πάγο. Αν αθωωθεί μπορεί να εγκατασταθεί, όχι στο Άργος, αλλά στην Αρκαδία.
Πηγή