Μια «τέλεια καταιγίδα» από καταστροφικά γεγονότα στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού προκάλεσε την κατάρρευση του Μινωικού και του Μυκηναϊκού πολιτισμού, δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ. Έρικ Κλάιν, αρχαιολόγος, καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσινγκτον των ΗΠΑ και συγγραφέας του βιβλίου «1177 B.C.: The Year Civilization Collapsed»).
Όπως λέει, «η κύρια θέση μου είναι ότι θα πρέπει να συντελέστηκε μια “τέλεια καταιγίδα” από καταστροφικά γεγονότα, που προκάλεσαν την κατάρρευση πολιτισμών της Ύστερης Εποχής του Χαλκού λίγο μετά το 1200 π. Χ. Υπάρχουν ενδείξεις ότι υπήρξε κλιματική αλλαγή, ξηρασία και πείνα, σεισμοί, εισβολές και εσωτερικές εξεγέρσεις, που επηρέασαν τους Μινωίτες και τους Μυκηναίους, καθώς και πολλούς άλλους, αν όχι όλους, από τους πολιτισμούς της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου.
Αν και άνθρωποι έχουν επιζήσει από παρόμοιες καταστροφές που ήρθαν μεμονωμένα, όπως η ανασυγκρότηση μετά από σεισμούς ή η διαβίωση μέσω ξηρασιών, τι γίνεται όταν όλα αυτά συμβαίνουν συγχρόνως ή σε μικρή απόσταση μεταξύ τους; Θα ήταν πολύ δύσκολη η επιβίωση αν όλες ή οι περισσότερες από τις παραπάνω καταστροφές έγιναν την ίδια στιγμή ή πολύ κοντά η μία μετά την άλλη, όπως φαίνεται ότι συνέβη μεταξύ 1225 και 1175 π. Χ. Αυτός πιστεύω ότι ήταν ο λόγος που οι πολιτισμοί της Ύστερης Εποχής του Χαλκού δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν την “τέλεια καταιγίδα” και κατέρρευσαν».
Όπως τονίζει ο Αμερικανός αρχαιολόγος, ο κόσμος της Μεσογείου κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (περίπου 1600-1100 π. Χ.), από τη δυτική Μεσόγειο και το Αιγαίο ως την Ανατολική Μεσόγειο, την Εγγύς Ανατολή και το Αφγανιστάν, αλληλοσυνδεόταν, ήταν δηλαδή παγκοσμιοποιημένος για την εποχή του.
«Αλληλοεπιδρούσαν, είχαν εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις, ρύθμιζαν βασιλικούς γάμους, έστελναν διεθνείς πρεσβείες, καθιέρωναν οικονομικά εμπάργκο κοκ.
Ένας λόγος που διατηρούσαν δεσμούς μεταξύ τους ήταν και η ανάγκη για χαλκό και κασσίτερο για την παραγωγή ορείχαλκου, που ήταν το κύριο μέταλλο της εποχής. Ο χαλκός προερχόταν κυρίως από την Κύπρο και ο κασσίτερος από το Αφγανιστάν, όπως και το lapis lazuli. Ο χρυσός ερχόταν από την Αίγυπτο. Τόσο οι ακατέργαστες ύλες όσο και τα τελικά προϊόντα πωλούνταν και ανταλλάσσονταν σε βασιλικό επίπεδο. Θα έλεγα ότι οι αρχαίοι πολιτισμοί της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής ήταν τόσο συνδεδεμένοι μεταξύ τους εκείνη την περίοδο που η πτώση του ενός επηρέασε και τους άλλους, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν όλοι σταδιακά, όπως μια αλυσίδα ντόμινο».
Όσον αφορά στους «Λαούς της Θάλασσας», που θεωρείται πως σχετίζονταν με την καταστροφή αυτών των πολιτισμών, λέει πως δεν είναι γνωστό με σιγουριά ποιοι ήταν. «Ξέρουμε τα ονόματά τους, μας τα λένε οι Αιγύπτιοι και μπορούμε να υποθέσουμε ότι η προέλευση κάποιων από αυτούς ήταν η Σικελία, η Σαρδηνία και η νότια Ιταλία (κάποιες ομάδες αποκαλούνται Shekelesh και Shardana, που ηχούν γνώριμες). Ωστόσο, κατά πάσα πιθανότητα ενσωματώθηκαν κι άλλοι στη διαδρομή, καθώς μετακινούνταν από τα δυτικά στα ανατολικά κατά μήκος της Μεσογείου. Έτσι, πιθανόν μεταξύ των «Λαών της Θάλασσας» να ήταν και ομάδες από περιοχές που καταλαμβάνουν σήμερα η Ελλάδα και η Τουρκία.
Ακόμα όμως δεν έχουμε προσδιορίσει μια "πατρίδα" γι' αυτούς. Κύρια “κληρονομιά” τους φαίνεται ότι ήταν οι Φιλισταίοι και ο πολιτισμός τους, καθώς η ομάδα από τους “Λαούς της Θάλασσας” που οι Αιγύπτιοι αποκαλούν Peleset είναι πιθανόν αυτοί που γνωρίζουμε ως Φιλισταίους από τη Βίβλο. Φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Χαναάν και ίσως αφομοιώθηκαν με τους ντόπιους πληθυσμούς, πριν την άνοδο του Ισραήλ. Όσον αφορά τη σύνδεσή τους με την εξαφάνιση των διαφόρων πολιτισμών, οι “Λαοί της Θάλασσας” είχαν κατηγορηθεί στο παρελθόν γι' αυτό, νομίζω όμως ότι η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη και μπορεί να υπήρξαν και οι ίδιοι τόσο θύματα όσο και καταπιεστές».
Ερωτηθείς για τον λόγο που επέλεξε ως τίτλο το συγκεκριμένο έτος (1177 πΧ), λέει πως η κατάρρευση διήρκεσε περίπου έναν αιώνα, από το 1225 ως το 1125 π. Χ. «Όμως, το 1177 π.Χ. είναι ένα καλό σημείο αναφοράς, καθώς εκείνη τη χρονιά οι “Λαοί της Θάλασσας” εισέβαλαν για δεύτερη φορά και ως τότε πολλές από τις πόλεις είχαν ήδη καταστραφεί. Έτσι, χρησιμοποιώ την ημερομηνία αυτή ως “συντομογραφία” για όλη την κατάρρευση, όπως χρησιμοποιούμε το 476 μ. Χ. για την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παρά το γεγονός ότι δεν κατέρρευσε ακριβώς εκείνο το έτος».
Πηγή
Όπως λέει, «η κύρια θέση μου είναι ότι θα πρέπει να συντελέστηκε μια “τέλεια καταιγίδα” από καταστροφικά γεγονότα, που προκάλεσαν την κατάρρευση πολιτισμών της Ύστερης Εποχής του Χαλκού λίγο μετά το 1200 π. Χ. Υπάρχουν ενδείξεις ότι υπήρξε κλιματική αλλαγή, ξηρασία και πείνα, σεισμοί, εισβολές και εσωτερικές εξεγέρσεις, που επηρέασαν τους Μινωίτες και τους Μυκηναίους, καθώς και πολλούς άλλους, αν όχι όλους, από τους πολιτισμούς της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου.
Αν και άνθρωποι έχουν επιζήσει από παρόμοιες καταστροφές που ήρθαν μεμονωμένα, όπως η ανασυγκρότηση μετά από σεισμούς ή η διαβίωση μέσω ξηρασιών, τι γίνεται όταν όλα αυτά συμβαίνουν συγχρόνως ή σε μικρή απόσταση μεταξύ τους; Θα ήταν πολύ δύσκολη η επιβίωση αν όλες ή οι περισσότερες από τις παραπάνω καταστροφές έγιναν την ίδια στιγμή ή πολύ κοντά η μία μετά την άλλη, όπως φαίνεται ότι συνέβη μεταξύ 1225 και 1175 π. Χ. Αυτός πιστεύω ότι ήταν ο λόγος που οι πολιτισμοί της Ύστερης Εποχής του Χαλκού δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν την “τέλεια καταιγίδα” και κατέρρευσαν».
Όπως τονίζει ο Αμερικανός αρχαιολόγος, ο κόσμος της Μεσογείου κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (περίπου 1600-1100 π. Χ.), από τη δυτική Μεσόγειο και το Αιγαίο ως την Ανατολική Μεσόγειο, την Εγγύς Ανατολή και το Αφγανιστάν, αλληλοσυνδεόταν, ήταν δηλαδή παγκοσμιοποιημένος για την εποχή του.
«Αλληλοεπιδρούσαν, είχαν εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις, ρύθμιζαν βασιλικούς γάμους, έστελναν διεθνείς πρεσβείες, καθιέρωναν οικονομικά εμπάργκο κοκ.
Ένας λόγος που διατηρούσαν δεσμούς μεταξύ τους ήταν και η ανάγκη για χαλκό και κασσίτερο για την παραγωγή ορείχαλκου, που ήταν το κύριο μέταλλο της εποχής. Ο χαλκός προερχόταν κυρίως από την Κύπρο και ο κασσίτερος από το Αφγανιστάν, όπως και το lapis lazuli. Ο χρυσός ερχόταν από την Αίγυπτο. Τόσο οι ακατέργαστες ύλες όσο και τα τελικά προϊόντα πωλούνταν και ανταλλάσσονταν σε βασιλικό επίπεδο. Θα έλεγα ότι οι αρχαίοι πολιτισμοί της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής ήταν τόσο συνδεδεμένοι μεταξύ τους εκείνη την περίοδο που η πτώση του ενός επηρέασε και τους άλλους, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν όλοι σταδιακά, όπως μια αλυσίδα ντόμινο».
Όσον αφορά στους «Λαούς της Θάλασσας», που θεωρείται πως σχετίζονταν με την καταστροφή αυτών των πολιτισμών, λέει πως δεν είναι γνωστό με σιγουριά ποιοι ήταν. «Ξέρουμε τα ονόματά τους, μας τα λένε οι Αιγύπτιοι και μπορούμε να υποθέσουμε ότι η προέλευση κάποιων από αυτούς ήταν η Σικελία, η Σαρδηνία και η νότια Ιταλία (κάποιες ομάδες αποκαλούνται Shekelesh και Shardana, που ηχούν γνώριμες). Ωστόσο, κατά πάσα πιθανότητα ενσωματώθηκαν κι άλλοι στη διαδρομή, καθώς μετακινούνταν από τα δυτικά στα ανατολικά κατά μήκος της Μεσογείου. Έτσι, πιθανόν μεταξύ των «Λαών της Θάλασσας» να ήταν και ομάδες από περιοχές που καταλαμβάνουν σήμερα η Ελλάδα και η Τουρκία.
Ακόμα όμως δεν έχουμε προσδιορίσει μια "πατρίδα" γι' αυτούς. Κύρια “κληρονομιά” τους φαίνεται ότι ήταν οι Φιλισταίοι και ο πολιτισμός τους, καθώς η ομάδα από τους “Λαούς της Θάλασσας” που οι Αιγύπτιοι αποκαλούν Peleset είναι πιθανόν αυτοί που γνωρίζουμε ως Φιλισταίους από τη Βίβλο. Φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Χαναάν και ίσως αφομοιώθηκαν με τους ντόπιους πληθυσμούς, πριν την άνοδο του Ισραήλ. Όσον αφορά τη σύνδεσή τους με την εξαφάνιση των διαφόρων πολιτισμών, οι “Λαοί της Θάλασσας” είχαν κατηγορηθεί στο παρελθόν γι' αυτό, νομίζω όμως ότι η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη και μπορεί να υπήρξαν και οι ίδιοι τόσο θύματα όσο και καταπιεστές».
Ερωτηθείς για τον λόγο που επέλεξε ως τίτλο το συγκεκριμένο έτος (1177 πΧ), λέει πως η κατάρρευση διήρκεσε περίπου έναν αιώνα, από το 1225 ως το 1125 π. Χ. «Όμως, το 1177 π.Χ. είναι ένα καλό σημείο αναφοράς, καθώς εκείνη τη χρονιά οι “Λαοί της Θάλασσας” εισέβαλαν για δεύτερη φορά και ως τότε πολλές από τις πόλεις είχαν ήδη καταστραφεί. Έτσι, χρησιμοποιώ την ημερομηνία αυτή ως “συντομογραφία” για όλη την κατάρρευση, όπως χρησιμοποιούμε το 476 μ. Χ. για την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παρά το γεγονός ότι δεν κατέρρευσε ακριβώς εκείνο το έτος».
Πηγή