Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Εμφύλιες συγκρούσεις στην Αρχαία Ελλάδα που οδήγησαν σε φρικαλεότητες

Οι πολεμικές συγκρούσεις, σε όλες τις μορφές τους, αποτελούν μέρος της στρατηγικής τέχνης, στην οποία επιδόθηκαν οι αρχαίοι Έλληνες από τα προϊστορικά χρόνια. Τα αρχαιότερα οχυρωματικά έργα επί του ευρωπαϊκού εδάφους, που έγιναν στις ακροπόλεις του Σέσκλου και του Δημινίου στο τέλος της 5ης χιλιετίας π.Χ., μαρτυρούν και τις αρχαιότερες τακτικές συγκρούσεις στον θεσσαλικό χώρο. Παρόμοια οχυρωματικά έργα της 4ης χιλιετίας π.Χ. ανακαλύφθηκαν και στα νησιά του Αιγαίου. Συγκεκριμένα στοιχεία για την ταυτότητα των αντιπάλων στις συγκρούσεις αυτές δεν υπάρχουν. Ωστόσο, η αντιπαράθεση των πρώτων ελληνικών φύλων θα πρέπει να αναζητηθεί στο τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ.

Η περίοδος αυτή, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, χαρακτηρίζεται από την κάθοδο ελληνόγλωσσων φύλων προς την κεντρική και τη νότια Ελλάδα. Ο προσδιορισμός και η ταύτιση του νέου φυλετικού στοιχείου με τους «Έλληνες» είναι, φυσικά, υποθετική, εν μέρει, αφού δεν υπάρχουν τόσο πρώιμα γραπτά μνημεία, ούτε η δυνατότητα να προσδιοριστούν αρχαιολογικά και να απομονωθούν τα πολιτιστικά στοιχεία που θα αποδοθούν σε αυτούς τους «Έλληνες». Ωστόσο η ανάγνωση της Γραμμικής Β’ γραφής αποδεικνύει την ελληνικότητα των δημιουργών του Μεσοελλαδικού Πολιτισμού.

Κατά τον καθηγητή Δημήτρη Θεοχάρη, «θεσσαλικά» φύλα επιχείρησαν κάθοδο προς τα νότια, άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε βίαια. Ο όρος «θεσσαλικά» εναρμονίζεται προς τον παραδοσιακό ρόλο της Θεσσαλίας ως «κοιτίδας του Ελληνισμού», ως χώρου δηλαδή όπου εντοπίζεται η ελληνική κοσμογονία και θεογονία. Πράγματι, αν η θεσσαλική λεκάνη δεν ήταν ο ιδεώδης χώρος για τη διαμόρφωση και την εξέλιξη ενός λαού, δεν ξέρουμε πού θα μπορούσε να αναζητηθεί προσφορότερη κοιτίδα.

Η ιστορική παρουσία Ελλήνων ή ελληνόγλωσσων φύλων από τη Θεσσαλία ήταν διαδεδομένη πολύ πριν από την αποκρυπτογράφηση της μυκηναϊκής γραφής και την πιστοποίηση της ελληνικότητάς της. Βασιζόταν κυρίως στην πεποίθηση που διαμορφώθηκε για την ελληνικότητα του μυκηναϊκού πολιτισμού και τη σχέση της, τόσο με τις φιλολογικές αναφορές για τη συγγένεια του μινυακού με τον μυκηναϊκό κόσμο όσο με την αρχαιολογική τεκμηρίωση της ομαλής πολιτιστικής συνέχειας. Μια τέτοια ιστορική κάθοδος ήταν εκείνη των Νειληδών, κατά την οποία ο πατέρας του Νέστορα Νηλέας εγκαταστάθηκε στη Μεσσηνία, όταν νικήθηκε στην εμφύλια σύρραξη που είχε με τον αδελφό του Πελία1.

Η περίοδος αυτή, αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη σειρά συγκρούσεων μεταξύ των ελληνικών φύλων. Στη θάλασσα αναφέρονται οι ναυτικές συγκρούσεις που έγιναν μεταξύ των Μινωιτών και των πειρατών που λυμαίνονταν το Αρχιπέλαγος, μέχρι που οι Μινωίτες τους εκτόπισαν και εγκαταστάθηκαν στις αποικίες που ίδρυσαν εκεί. Οι ίδιοι εισέβαλαν στην Αττική, μετά τη δολοφονία του γιου του Μίνωα Ανδρόγεω, κατέλαβαν τα Μέγαρα και την γύρω περιοχή και πολιόρκησαν την Αθήνα για πολλά χρόνια χωρίς να την κυριεύσουν. Επίσης, βίαια εισβολή και πυρπόληση αναφέρεται ότι έφερε το τέλος και στoν προϊστορικό οικισμό της Λέρνας.

Οι εστίες των συγκρούσεων ήταν πάρα πολλές και συχνές. Ενδεικτικά αναφέρονται τα συμπεράσματα του καθηγητή της κλασικής αρχαιολογίας Χανς Βάλτερ, που έκανε τις ανασκαφές στον προϊστορικό οικισμό της Αίγινας. Ο χώρος αυτός αριθμεί έντεκα διαδοχικούς οικισμούς, με αντίστοιχα οχυρωματικά έργα, στη σημερινή θέση Κολώνα, έκτασης 6.400 τετραγωνικών μέτρων. Οι κάτοικοι έχτιζαν κάθε νέο οικισμό πάνω στα χαλάσματα του προηγούμενου, ανακαινίζοντας κάθε τόσο τις αμυντικές κατασκευές τους, χωρίς όμως να εγκαταλείπουν την αρχική θέση τους. Μάλιστα δεν κατεδάφιζαν τα παλιά τείχη, παρά έχτιζαν νέα μπρος και πίσω από αυτά, ισχυροποιώντας τα έτσι πιο πολύ. Τα σημερινά ερείπια παρουσιάζουν την εικόνα της συνεχόμενης εξέλιξης ενός περίπλοκου οχυρωματικού συστήματος, σε ένα χώρο που οι επιδρομές ήταν τρόπος ζωής.

Οι τρομοκράτες της Μυκηναϊκής εποχής


Μια δεύτερη κάθοδος περιθωριακών, ακραίων και επιθετικών ελληνικών φύλων, που έγινε στο τέλος του 12ου αιώνα π.Χ., κατέστρεψε οριστικά τον μυκηναϊκό πολιτισμό και προκάλεσε την περίοδο των «σκοτεινών αιώνων» (1150-750 π.Χ.). Την περίοδο αυτή, σύμφωνα με τις αποκρυπτογραφήσεις των πινακίδων της Πύλου, αναφέρονται συνεχόμενες πειρατικές επιδρομές στον Πατραϊκό Κόλπο και στις ακτές της Ηλείας, οι οποίες ανάγκασαν τους Μυκηναίους να δημιουργήσουν ειδικό σώμα ακτοφυλακής, για να αποκρούουν τους εισβολείς.

Οι Μυκηναίοι, με κέντρο την Αργολίδα, αλλά με περισσότερους πολιτικούς φορείς, καθώς και τοπικά ανάκτορα στη βορειοανατολική και νοτιοδυτική Πελοπόννησο, τη Βοιωτία και τη Θεσσαλία, αντιμετώπισαν προβλήματα τοπικών εμφυλίων συγκρούσεων και τρομοκρατίας. Στον κατάλογο των κυριοτέρων μυκηναϊκών χωριών αναφέρονται, γύρω στο 1220 π.Χ. δεκαέξι επίσημοι τρομοκράτες, εννιά στην «Εντεύθεν Επαρχία» και επτά στην «Εκείθεν Επαρχία» ή «Πέρα από τα Βουνά Επαρχία» (κοιλάδα του Παμίσου και πλαγιές του Ταϋγέτου). Ανάμεσα στους τρομοκράτες αυτούς συγκαταλέγεται και ο Ηρακλής, για τον οποίο γράφει σχετικά ο καθηγητής του ελληνικού πολιτισμού Πωλ Φωρ: «Όταν το έπος δηλώνει για τον “Εξοχότατο Δύναμη”, τον Ηρακλή, αποδεδειγμένο αρχηγό συμμορίας, ότι πίεζε σκληρά τους Ηλείους και ότι οι συναγωνιστές ή απόγονοί του Ηρακλείδες έδιωξαν τελικά τους Αχαιούς από τη γη τους, υπάρχει σε αυτό κάτι περισσότερο από ένας θρύλος. Είναι η πιθανή εξήγηση, με κάποιο είδος εμφυλίου πολέμου, του τέλους του μυκηναϊκού πολιτισμού. Στις πινακίδες της Πύλου βλέπουμε σε ποια κατάσταση ανασφάλειας βρίσκονταν τα μικρά κράτη της Πελοποννήσου με παρόμοιους γείτονες. Στην πάλη των τακτικών στρατιωτών με τους αντάρτες, την τελευταία λέξη την είχαν οι δεύτεροι. Για να μιλήσουμε με όρους αγωνιστικούς, οι ερασιτέχνες νίκησαν τους επαγγελματίες».

Η αρχαιότερη καταστροφή της Θήβας


Στις εμφύλιες συγκρούσεις του 13ου αιώνα π.Χ. αναφέρονται οι αντιπαραθέσεις της Πύλου με την Αρκαδία και την Ήλιδα, της Αθήνας με την Ελευσίνα και της Θήβας με τον Ορχομενό. Μια άλλη σύγκρουση μεταξύ Θηβαίων και Πελοποννησίων υποκρύπτει τον ανταγωνισμό τους για την επικυριαρχία σε όλη τη μυκηναϊκή επικράτεια. Η σύγκρουση αυτή έληξε με την ολοσχερή καταστροφή και την οριστική εγκατάλειψη του ανακτόρου της Θήβας. Οι αρχαίοι είχαν διατηρήσει την ανάμνηση των δυο εκστρατειών των Πελοποννησίων που κατέληξαν στην εκπόρθηση της Θήβας, την εξόντωση της οικογένειας των Λαβδακιδών και την καταστροφή της πόλης, από την οποία έφυγαν όσοι κάτοικοι διασώθηκαν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ολοκαύτωμα και η διάλυση του θηβαϊκού κέντρου πρέπει να οφείλεται στην εμφύλια διαμάχη, που έφερε αντιμέτωπες τις δυο μεγάλες γειτονικές και, όπως φαίνεται, αντίζηλες ομοσπονδίες, την πελοποννησιακή, με κέντρο την Αργολίδα, και τη βοιωτική, που ήταν κάτω από την ηγεμονία των Θηβαίων. Στον πόλεμο αυτόν επικράτησαν οι Αργείοι. Η παράδοση, όπως τη διέσωσε το γνωστό έπος «Θηβαΐς» και την παρουσιάζει ο Αισχύλος στο έργο του «Επτά επί Θήβας», αναφέρει ότι πρώτοι εισέβαλαν οι Αργείοι με τους επτά ηγέτες τους Πολυνείκη, Άδραστο, Αμφιάραο, Καπανέα, Παρθενόπαιο, Ιππομέδοντα και Τυδέα. Η δεύτερη εκστρατεία έγινε από τους Επιγόνους των πρώτων εισβολέων, Αλκμέωνα και Αμφίλοχο (του Αμφιάραου), Αιγιαλέα, Σθένελου, Πρόμαχου, Ευρύαλου, Θέρσανδρου και Διομήδη. Οι Αργείοι νίκησαν και η Θήβα καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Στη σύγκρουση έλαβαν μέρος Έλληνες σύμμαχοι και μισθοφόροι και από τις δυο παρατάξεις.

Η περιγραφή της εμφύλιας αυτής σύρραξης καταγράφηκε παραστατικά από τον Παυσανία: «Ο πόλεμος αυτός που έκαναν οι Αργείοι, νομίζω πως υπήρξε ο σπουδαιότερος από όλους τους πολέμους που έκαναν Έλληνες εναντίον Ελλήνων, την ηρωική εποχή. Στον πόλεμο των Αθηναίων Ελευσινίων εναντίον των υπολοίπων Αθηναίων, καθώς και των Θηβαίων εναντίον των Μινυών, οι εισβολείς δεν προέρχονταν από μακρινό τόπο και επιπλέον μία μόνο μάχη έκρινε τον πόλεμο, μετά την οποία επήλθε συμφωνία και έγινε ειρήνη. Ο στρατός των Αργείων όμως από το μέσον της Πελοποννήσου έφτασε στο μέσον της Βοιωτίας. Ο Άδραστος πήρε συμμάχους από την Αρκαδία και τη Μεσσηνία. Στους Θηβαίους ήρθαν μισθοφόροι από τη Φωκίδα καθώς και Φλεγύες από τη Μινυάδα. Η σύγκρουση έγινε στο Ισμήνιο (λόφο) και οι Θηβαίοι νικήθηκαν και κατέφυγαν στο τείχος. Οι Πελοποννήσιοι δεν ήξεραν πώς να αγωνιστούν κατά του τείχους κι έκαναν τις επιθέσεις μάλλον με οργή και όχι με τέχνη.

Οι Θηβαίοι, βάλλοντας από το τείχος, σκότωσαν πολλούς από αυτούς. Μετά έκαναν επίθεση και νίκησαν και τους άλλους που βρίσκονταν σε αταξία. Έτσι όλος ο στρατός (των Αργείων) καταστράφηκε εκτός από το τμήμα του Αδράστου. Η σύγκρουση όμως τελείωσε με μεγάλες απώλειες και από την πλευρά των Θηβαίων, ώστε από τότε επικράτησε να ονομάζουν «καδμεία νίκη» εκείνη που κερδίζεται με καταστροφή και των νικητών. Μετά από λίγα χρόνια εισέβαλαν στη Θήβα (οι Αργείοι) με τον Θέρσανδρο, οι ονομαζόμενοι από τους Έλληνες Επίγονοι. Είναι φανερό ότι μαζί τους έλαβαν μέρος στην εκστρατεία όχι μόνο οι Αργείοι, οι Μεσσήνιοι και οι Αρκάδες, αλλά και οι Κορίνθιοι και οι Μεγαρείς, τους οποίους κάλεσαν σαν συμμάχους. Αλλά και τους Θηβαίους βοήθησαν οι γειτονικοί σύμμαχοί τους. Οι αντίπαλοι στρατοί συγκρούστηκαν με σφοδρότητα στον Γλίσαντα, όπου οι Θηβαίοι νικήθηκαν. Ορισμένοι με επικεφαλής τον Λαοδάμαντα ξέφυγαν από τη χώρα αμέσως. Οι άλλοι πολιορκήθηκαν και παραδόθηκαν». Παυσανία αττικ. 9.9.1.

Στο ίδιο εδάφιο αναφέρεται και η προηγούμενη σύγκρουση μεταξύ των Μινυών και των Θηβαίων. Οι Μινύες του Ορχομενού είχαν νικήσει παλαιότερα τους Θηβαίους και τους ανάγκασαν να δίνουν εκατό βόδια τον χρόνο σαν φόρο για διάστημα είκοσι χρόνων. Αργότερα ο Ηρακλής έκοψε τα αφτιά και τις μύτες των Ορχομενίων που πήγαιναν να πάρουν τον ετήσιο φόρο, τους έδεσε και τους έστειλε πίσω στον Ορχομενό. Στον πόλεμο που επακολούθησε οι Θηβαίοι νίκησαν κατά κράτος και υποχρέωσαν τους Ορχομενίους να τους δίνουν τον διπλάσιο φόρο Παυσανία αττικ. 9.9.1.

Μεσσηνιακοί πόλεμοι


Μετά την περίοδο των «σκοτεινών αιώνων» (1150-750 π.Χ.), η αιματοχυσία ξανάρχισε. Τα ελληνικά φύλα αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο ανεξάρτητων πόλεων, που, άλλοτε μόνες τους και άλλοτε σε πρόσκαιρες συμμαχίες, συγκρούονταν αδιάλειπτα σε πολέμους περιορισμένης διάρκειας, έντασης και σημασίας, αλλά, παρ’ όλα αυτά, αιματηρούς και καταστροφικούς. Εκατοντάδες συγκρούσεις στον μητροπολιτικό χώρο και στις αποικίες (Αιγαίο, παράλια Μικράς Ασίας, Νότια Ιταλία και Σικελία) συνέχισαν τις αιματοχυσίες αποβλέποντας όλοι στην ηγεμονική επικυριαρχία. Την εποχή αυτή ο θεσμός της πόλης-κράτους είχε αποκτήσει ολοκληρωτική υπόσταση και οι αντιπαραθέσεις πήραν τη νέα τους μορφή με βασικά συνθήματα τη δημοκρατία και την ολιγαρχία.

Οι Λακεδαιμόνιοι με τη βοήθεια Κορινθίων και μισθοφόρων τοξοτών από την Κρήτη επιχείρησαν εισβολές κατά του Άργους και των οχυρωμένων μεσσηνιακών πόλεων. Οι Μεσσήνιοι, βοηθούμενοι από Αρκάδες, Αργείους και Σικυώνιους, αντιστάθηκαν για είκοσι χρόνια. Παραστατική εικόνα της αντιπαλότητας και των προκαταρκτικών της σύγκρουσης των αντιπάλων έχει καταγράψει ο Παυσανίας ως εξής: «Μόλις οι αρχηγοί των αντιπάλων έδωσαν το σύνθημα, οι Μεσσήνιοι όρμησαν τρέχοντας κατά των Λακεδαιμονίων, χωρίς να λογαριάζουν τη ζωή τους, σαν άνθρωποι που μέσα στην αγανάκτησή τους επιθυμούσαν τον θάνατο. Έσπευδε καθένας να αρχίσει αυτός πρώτος τη μάχη. Ορμητική επίσης αντεπίθεση έκαναν και οι Λακεδαιμόνιοι, που φρόντισαν όμως να διατηρήσουν την τάξη τους. Όταν οι αντίπαλοι πλησίασαν, άρχισαν να μεταχειρίζονται απειλές κραδαίνοντας τα όπλα και απειλώντας ο ένας τον άλλο». Μετά άρχιζε η σύγκρουση.

Σε μια από τις φονικές μάχες που έγιναν στον Πρώτο Μεσσηνιακό Πόλεμο (746-726 π.Χ.), καταγράφεται η διάλυση του στρατού των Λακεδαιμονίων. Οι απώλειές τους ήταν τόσο μεγάλες, ώστε επιτράπηκε στις χήρες γυναίκες και στα κορίτσια της Σπάρτης να παντρευτούν Περίοικους και Είλωτες, για να δημιουργήσουν νέο στρατό. Ωστόσο οι Μεσσήνιοι νικήθηκαν και πολλοί από αυτούς εκπατρίστηκαν καταφεύγοντας στο Άργος, τη Σικυώνα και άλλες αρκαδικές πόλεις. Αλλά και στους δυο άλλους πολέμους (685-668 και 464-458 π.Χ.) χύθηκε πολύ αίμα.

Το 669 π.Χ. επίσης, όταν οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν ανεπιτυχώς στην Αργολίδα, έγιναν μεγάλες σφαγές εκατέρωθεν. Μεγάλες απώλειες είχαν οι Σπαρτιάτες και στη σύγκρουσή τους με τους Φιγαλείς και τους Τεγεάτες. Δεκάδες συγκρούσεις, αποστασίες και επαναστάσεις στις πελοποννησιακές πόλεις είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία εμπειροπόλεμων στρατών, αλλά με φόρο τις τοπικές αιματοχυσίες. Στην αρχαιότερη ναυμαχία μεταξύ Ελλήνων το 660 π.Χ. (Κορίνθιοι εναντίον Κερκυραίων), οι Βακχιάδες της Κορίνθου χάνουν και ο Κύψελος τους σφαγιάζει αναλαμβάνοντας την εξουσία. Το 625 π.Χ. ο Περίανδρος νικάει στην Ιλλυρική Επίδαμνο τους Κερκυραίους και στέλνει 300 αιχμάλωτα παιδιά στις Σάρδεις για ευνουχισμό. Μεγάλη αιματοχυσία έγινε και στον Ληλάντιο Πόλεμο (700-650 π.Χ.) μεταξύ Ερετριέων και Χαλκιδέων. Με τους πρώτους συντάχθηκαν οι Μιλήσιοι και με τους δεύτερους οι Θεσσαλοί και οι Σάμιοι. Αναφέρεται ότι οι Ερετριείς, που τελικά έχασαν τον πόλεμο, συγκέντρωσαν 3.000 οπλίτες, 600 ιππείς και 60 άρματα.

Ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης, που λυμαινόταν τις ελληνικές θάλασσες από το 532 π.Χ., ανέλαβε την εξουσία κατασφάζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους κατά τη διάρκεια θυσίας στο Ηραίο.

Η προσπάθεια των Σπαρτιατών να κυριαρχήσουν στην Πελοπόννησο έλαβε νέα τροπή μετά τη νίκη του Κλεομένη το 519 π.Χ. κατά του μοναδικού ισχυρού αντιπάλου, του Άργους. Ο Κλεομένης εξαπάτησε τους Αργείους με μια εικονική επιδρομή στη Θυρεάτιδα και τους αιφνιδίασε στη Σητεία, κοντά στην Τίρυνθα. Στη μάχη αυτή οι Αργείοι έχασαν 5.000 ή 6.000 άνδρες και τις γειτονικές πόλεις. Για την καταστροφή αυτή των Αργείων γράφει ο Παυσανίας:

«Στη σύγκρουση με τον Κλεομένη, τον γιο του Αναξανδρίδη, και τους Λακεδαιμόνιους, συνέβη να ατυχήσουν οι Αργείοι σε βαθμό απερίγραπτο. Άλλοι έπεσαν στη μάχη κι άλλοι που κατέφυγαν στο άλσος του Άργου καταστράφηκαν κι αυτοί. Οι πρώτοι θανατώθηκαν καθώς έβγαιναν μετά τη συμφωνία και οι υπόλοιποι, όταν κατάλαβαν ότι είχαν απατηθεί, έμειναν και κάηκαν μαζί με το άλσος».
Ο ίδιος σε άλλο σημείο του έργου του τονίζει την υστερία που καταλάμβανε τον Κλεομένη στις συγκρούσεις: «...ο Κλεομένης νίκησε στη μάχη. Πέντε περίπου χιλιάδες ηττημένοι Αργείοι κατέφυγαν σε ένα άλσος, ιερό του Άργου, του γιου της Νιόβης, που ήταν κοντά. Ο Κλεομένης, ο οποίος συχνά έβγαινε από τα λογικά του, διέταξε τους Είλωτες να βάλουν φωτιά στο άλσος, και η φλόγα έκαψε το άλσος και μαζί με αυτό κάηκαν και οι ικέτες».Παυσαν. αττικ, 3.4.1.

Μίλητος: Αλώνισαν τα παιδιά


Στη δεκαετία 590-580 π.Χ. η εμφύλια αιματοχυσία στη Μίλητο δείχνει τον αγριότερο εαυτό της. Πάνω στη μεγαλύτερη ακμή της, η πόλη χωρίστηκε σε δυο πολιτικούς συλλόγους (συντεχνίες), που είχαν τα ονόματα «πλούτις» και «χειρομάχα» (Γέργιθες). Ο πρώτος αντιπροσώπευε τους αριστοκράτες (πλούσιους, γαιοκτήμονες και εφοπλιστές) και ο δεύτερος τους δημοκράτες (εργάτες, αγρότες και ακτήμονες). Σε ένα απόσπασμα από το έργο του Ηρακλείδη του Ποντικού «Περί Δικαιοσύνης», που διέσωσε ο Αθήναιος, γίνεται λόγος για τη σφαγή αυτή: «Η πολιτεία των Μιλησίων έπαθε πολλές συμφορές εξαιτίας της ευδαιμονίας και των πολιτικών αντιπαραθέσεών της. Οι αδιάλλακτοι ξεπάστρεψαν τους εχθρούς τους.

Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών, που τους έλεγαν Γέργιθες, αρχικά νίκησαν οι δεύτεροι. Μετά τις συλλήψεις που επακολούθησαν, εξόρισαν τους μεγάλους, ενώ τα παιδιά τους τα συγκέντρωσαν και τα οδήγησαν στα αλώνια. Εκεί τα αφάνισαν με τον πιο παράνομο θάνατο (τα αλώνισαν σαν στάχυα). Αθην, Δειπν. 12. 26 Αργότερα, όταν επικράτησαν οι πλούσιοι, τους συνέλαβαν όλους και τους έκαψαν μαζί με τα παιδιά τους... γι’ αυτό ο θεός, για μεγάλο χρονικό διάστημα τους έδιωχνε από το μαντείο του και, όταν ρωτούσαν για ποια αιτία διώχνονται, είπε: “Με ενδιαφέρει το φονικό των ανήμπορων Γεργίθων, ο θάνατος των αλειμμένων με πίσσα και καμένων”»2.

Θεσσαλοί εναντίον Φωκέων


Ηγεμονικές βλέψεις είχαν και οι Θεσσαλοί, που από τον 7ο αιώνα π.Χ. δημιούργησαν τον πολυαριθμότερο ελληνικό στρατό. Ο λεγόμενος πρώτος Ιερός Πόλεμος, τους έδωσε την ευκαιρία να ανακατευτούν στις εμφύλιες συγκρούσεις. Στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ., οι αμφικτύονες κάλεσαν τους Θεσσαλούς, τους Σικυώνιους και τους Αθηναίους να τιμωρήσουν τους τρομοκράτες Κιρραίους και τους Αμφισσείς γιατί καταπάτησαν περιοχή του ιερού των Δελφών. Μετά από δεκάχρονη πολιορκία, η πόλη καταλήφθηκε και καταστράφηκε με μια τακτική χημικού πολέμου. Κατά μαρτυρία του Παυσανία, ο Σόλων έριξε ένα δηλητηριώδες φυτό της περιοχής (ελλέβορο) στα υδροφόρα κανάλια των Κιρραίων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν από την ακατάσχετη διάρροια.

Η κατάληψη φωκικών πόλεων από τους Θεσσαλούς ήταν και η αιτία να γίνουν αργότερα άλλοι δυο Ιεροί Πόλεμοι. Στην πρώτη σύγκρουση, οι ενωμένοι Φωκείς διέλυσαν το αήττητο μέχρι τότε θεσσαλικό ιππικό και ανάγκασαν τους Θεσσαλούς σε άτακτη υποχώρηση. Στη δεύτερη, οι Θεσσαλοί κατέσφαξαν το επίλεκτο σώμα τριακοσίων Φωκέων. Στην αποφασιστική μάχη που ακολούθησε, οι Φωκείς νίκησαν αντλώντας δύναμη από το ολοκαύτωμα που γνώριζαν ότι θα επακολουθούσε. Πράγματι αυτοί, προετοιμαζόμενοι για τη μάχη, αποφάσισαν να πέσουν μέχρις ενός και να θανατώσουν τα γυναικόπαιδα. Γι’ αυτό τα συγκέντρωσαν σε ένα μέρος μαζί με τεράστιες ποσότητες ξυλείας και είπαν στους φρουρούς να τα κατακάψουν σε περίπτωση που νικήσουν οι Θεσσαλοί.Παυσαν. Αττικα 10.1.6

Μετά τα περσικά


Στο διάστημα των ελληνοπερσικών συγκρούσεων, οι ελληνικές δυνάμεις συσπειρώθηκαν και πολέμησαν κατά του κοινού εχθρού, εκτός από μερικές εξαιρέσεις. Δεν έλειψαν όμως και οι περιπτώσεις αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλήνων, όπως στη ναυμαχία της Σαλαμίνας όπου οι Σάμιοι ολιγαρχικοί πολέμησαν στο πλευρό των Περσών. Αργότερα, η ίδρυση της αθηναϊκής συμμαχίας και οι βλέψεις των Αθηναίων για την ελληνική ηγεμονία προκάλεσαν ένα νέο κύκλο αίματος, που έμελλε να συνεχιστεί μέχρι το λυκόφως του ελληνισμού.Στην αποστασία της Θάσου (465 π.Χ.), ο αθηναϊκός στρατός, που συνοδευόταν από 10.000 αποίκους, συγκρούστηκε με τα τοπικά φύλα και είχε φοβερές απώλειες.

Μεγάλες απώλειες υπήρξαν και στα αντιλακωνικά κινήματα της Πελοποννήσου. Στις συγκρούσεις Σπαρτιατών κατά των Αρκάδων και, τον ίδιο χρόνο, Αργείων και Τεγεατών κατά των Σπαρτιατών (471 π.Χ.), τις αιματοχυσίες συνόδεψε η ολοκληρωτική ισοπέδωση των Μυκηνών από τους Αργείους. Τις σφαγές επίσης του Γ’ Μεσσηνιακού Πολέμου (478-459 π.Χ.) ακολούθησε καταστροφικός σεισμός με περισσότερους από 20.000 νεκρούς Σπαρτιάτες. Μάλιστα, τη χρονιά του σεισμού (464 π.Χ.), οι Λακεδαιμόνιοι ετοιμάζονταν να εκστρατεύσουν στην Αττική.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, στη μάχη της Οινόης, οι Αργείοι και οι Αθηναίοι νίκησαν τους Σπαρτιάτες κατά κράτος. Αν και οι λεπτομέρειες της σύγκρουσης δεν είναι γνωστές, ο αριθμός των στρατευμάτων θα πρέπει να ήταν σημαντικός. Αυτό προκύπτει από τα πλούσια αναθήματα των νικητών στους Δελφούς και από την εικονογράφηση της Ποικίλης Στοάς με σκηνές της μάχης.

Τον επόμενο χρόνο, Σπαρτιάτες, Κορίνθιοι, Επιδαύριοι και Αιγινήτες συγκρούστηκαν επανειλημμένα με τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, στα Μέγαρα, στην Αίγινα και στους Αλιείς (σημερινό Πόρτο Χέλι). Οι Αθηναίοι νίκησαν, αλλά οι απώλειες ήταν μεγάλες και από τις δυο πλευρές.
Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν με την προσχώρηση των Θηβαίων, των Φωκέων και των Οπουντίων Λοκρών στο πλευρό των Πελοποννησίων, και του θεσσαλικού ιππικού στο πλευρό των Αθηναίων. Στη μάχη της Τανάγρας (καλοκαίρι του 457 π.Χ.) αντιπαρατάχθηκαν οι μεγαλύτεροι μέχρι τότε ελληνικοί στρατοί που αριθμούσαν 30.000 άνδρες περίπου.

Οι πληροφορίες για τη μάχη είναι περιορισμένες και σε μερικά σημεία αντιφατικές. Συμφωνούν όμως στο ότι η μάχη ήταν εξαιρετικά σφοδρή, ότι οι δυο παρατάξεις πολέμησαν με μεγάλο φανατισμό και ότι οι απώλειες ήταν βαρύτατες και για τις δυο πλευρές. Δύο φάλαγγες οπλιτών στον κανονικό σχηματισμό τους, με συμπαγείς στίχους και ζυγούς, συντεταγμένες σε βάθος οκτώ ανδρών και ανεπτυγμένες στην πεδιάδα σε πλάτος δύο σχεδόν χιλιομέτρων, είχαν εμπλακεί σε μάχη οπλιτών, σώμα με σώμα.

Η σύγκρουση, που κράτησε δύο μέρες, ήταν σφοδρή και αμφίρροπη, με τελική επικράτηση των Πελοποννησίων. Ακολούθησε και δεύτερη σύγκρουση στα Οινόφυτα μεταξύ Αθηναίων και Βοιωτών με συντριπτική ήττα των τελευταίων. H πενταετής ανακωχή των εμπλεκομένων δεν κατασίγασε τα πάθη του αλληλοσπαραγμού. Στη Μίλητο, σε νέο εμφύλιο μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών, όπου χύθηκε πολύ αίμα, επικηρύχθηκε το γένος των Νηλειδών με εκατό στατήρες.

Σε άλλες τοπικές συγκρούσεις, των ίδιων παρατάξεων, στην Εύβοια, την Ακαρνανία, την Κέρκυρα, τα Μέγαρα, τη Σικυώνα και σε άλλες πόλεις, η αιματοχυσία συνεχιζόταν. Την εποχή αυτή, τέλος, του 446 π.Χ., οι αντίπαλες συμμαχίες αναγκάστηκαν να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης για τριάντα χρόνια (τις λεγόμενες «τριακοντούτεις σπονδές»).


Εξόντωση αιχμαλώτων στη Σάμο


Ωστόσο, σε άλλες πόλεις οι σφαγές συνεχίζονταν. Στην αποστασία της Σάμου (441 π.Χ.), οι ολιγαρχικοί, με τη βοήθεια 700 μισθοφόρων που στρατολόγησαν από τις ακτές της Ιωνίας, κατέσφαξαν τους δημοκρατικούς. Οι Αθηναίοι, ποτέ δεν ξέχασαν το μίσος με το οποίο πολέμησαν κατά των Ελλήνων οι Σάμιοι τριήραρχοι Θεμίστωρ και Φύλακος και οι ολιγαρχικοί τους στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τώρα ήταν ευκαιρία να το ανταποδώσουν. Έτσι, στην πολιορκία που επακολούθησε, οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Σάμιου ιστορικού Δούρι, σημάδευαν τα σώματα των αιχμαλώτων με καυτή σφραγίδα που είχε την εικόνα αθηναϊκού πλοίου και μετά τους έκοβαν το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού χεριού για να μην μπορούν να χρησιμοποιούν το ακόντιο. Άλλους πάλι, τους μετέφεραν στη Μίλητο και, αφού τους έδεσαν πάνω σε σανίδες και τους άφησαν αρκετές μέρες νηστικούς, τους σκότωσαν με ρόπαλα. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι οι Σάμιοι ολιγαρχικοί σημάδευαν τους Αθηναίους αιχμαλώτους με σφραγίδα που έφερε το σήμα της κουκουβάγιας.

Με το πέρασμα των χρόνων, οι αντιπαραθέσεις γίνονταν όλο και πιο βίαιες. Τα επακόλουθα ήταν ιδιαίτερα καταστροφικά στα χρόνια της μεγάλης σφαγής του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Ι.Ε.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1. Αναλυτικά για τους Νηλείδες και τις συγκρούσεις τους στην Πελοπόννησο, βλέπε την εργασία του Κ. Ψαλτήρα στην «Ιστορία Εικονογραφημένη» τεύχος 323 ,σελ. 84-89 Μάιος 1995.
2. Ενδιαφέροντα στοιχεία για τις βιαιότητες στους αιχμαλώτους πολέμου δημοσιεύτηκαν και στο τεύχος 133 του περιοδικού με τίτλο «Οι Αιχμάλωτοι στην Αρχαιότητα», σελ. 102-110, τον Ιούλιο του 1979.


ΠΗΓΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ

1. Θουκυδίδης «Ιστορίες»
2. Ξενοφών «Ελληνικά»
3. Παυσανίας «Ελλάδος Περιήγησις»
4. Διόδωρος Σικελιώτης «Ιστορική Βιβλιοθήκη»
5. Πλούταρχος «Σόλων», «Αλκιβιάδης», «Λυκούργος», «Γυναικών Αρεταί», «Περικλής» και «Θεμιστοκλής»
6. Αθήναιος «Δειπνοσοφιστές»
7. Πολύαινος «Στρατηγήματα»
8. Έφορος «Αποσπάσματα».



Πηγή