To συναρπαστικότερο βίωμα δυτικής στρατιωτικής εκστρατείας: Ελληνικό. H εξέλιξη των Ελλήνων στρατιωτών με το πέρας του Πελοποννησιακού Πολέμου - μισθοφορική η ελίτ στρατιωτική δύναμη. Η διάλυση της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Βασιλέως απεφεύχθη προ των πυλών. Η ανελέητη σύγκρουση με την Ανατολή και το DNΑ της Έριδας - καθοριστικό εδώ και 2.500 χρόνια.
Όταν φθάνει ένας μακροχρόνιος πόλεμος στο τέλος του, οι άνεργοι βετεράνοι στρατιώτες έρχονται μαζικά στην αγορά. Αυτή η κοινότοπη αντίληψη λειτουργεί σαν ένα νήμα μέσα από όλη την ιστορία των πολέμων. Μετά από κάθε ανακωχή, οι πρώην στρατιώτες των δύο πλευρών παραμένουν άνεργοι. Προσφορά και ζήτηση: θεμελιώδους σημασίας για το μέλλον αυτών των ανθρώπων είναι βέβαια η ύπαρξη εύπορων αγοραστών. Μετά τον τελευταίο μεγάλο Ελληνικό Εμφύλιο, αναζήτησαν την τύχη τους ως εργάτες στις φάμπρικες της Αμερικής και της Ευρώπης. Μετά τον πρώτο μεγάλο Ελληνικό Εμφύλιο, συνέχισαν να ασχολούνται με την τέχνη του πολέμου.
Σε αυτήν την κατάσταση ήταν οι Έλληνες στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.). Κατά τη διάρκεια του ανελέητου αδερφικού πολέμου, τόσο η Αθήνα, όσο και η Σπάρτη, ενίσχυσαν τα στρατεύματά τους με μισθοφόρους, οι οποίοι είχαν προσληφθεί κυρίως στις φτωχότερες περιοχές της Ελλάδας. Η Σπάρτη κέρδισε τον πόλεμο με τη βοήθεια των μαζικών περσικών επιδοτήσεων, και με τις καθοριστικής σημασίας οδηγίες του αρχέτυπου όλων των μισθοφόρων - ο Αθηναίος Αλκιβιάδης. Αλλά με την ειρήνη δεν έληξαν μόνο τα συμβόλαια με τους μισθοφόρους. Σε αυτές τις τρεις δεκαετίες του πολέμου, πολλοί πολίτες-στρατιώτες (οπλίτες) είχαν μετατραπεί σε επαγγελματίες στρατιώτες, οι οποίοι δεν είχαν μάθει τίποτα άλλο από τις στρατιωτικές τέχνες. Ενώ οι νικητές Σπαρτιάτες είχαν ακόμη χρήση για αυτούς για να καθιερώσουν τη δύναμή τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, χιλιάδες Αθηναίοι οπλίτες δεν είχαν με τι να ασχοληθούν. Αλλά και πολλοί Αρκάδες, Αχαιοί και Αιτωλοί δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους για να καλλιεργήσουν τα άγονα χωράφια τους.
Από αυτή την προβληματική κατάσταση προσφέρθηκε σε πολλούς ξαφνικά μια κομψή λύση, όπως ο Κύρος ο νεότερος αδελφός του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Β άρχισε να διαφημίζει ευρύτερα την απόκτηση νέων στρατευμάτων. Ο Κύρος ως σατράπης της Λυδίας, εκείνο τον καιρό, αγωνίζονταν με τον σατράπη Τισσαφέρνη για την κατοχή των πόλεων της Ιωνίας. Ο Μέγας Βασιλιάς παρέμεινε μακριά από αυτή τη διαμάχη όσο ελάμβανε τους φόρους του και από τις δύο πλευρές. Ωστόδο, οι διαφημίσεις για μισθοφόρους κατά του Τισσαφέρνη αποτελούσαν για τον Κύρο μόνο μια δικαιολογία, διότι στην πραγματικότητα ετοίμαζε μια πολύ μεγαλύτερη εκστρατεία κατά της Βαβυλώνας, προκειμένου να κατακτήσει το θρόνο για τον εαυτό του. Αυτό το εγχείρημα έπρεπε να παραμείνει μυστικό όσο το δυνατόν περισσότερο, και έτσι ο ίδιος χρηματοδότησε έναν αριθμό Ελλήνων μισθοφόρων τους πολέμους τους στη Θράκη και τη Θεσσαλία, με την προϋπόθεση να ενώσουν κατόπιν τις δυνάμεις τους με τις δικές του. Ο ίδιος συγκέντρωνε τον στρατό του στις Σάρδεις, του οποίου ο πυρήνας αποτελούνταν από Έλληνες οπλίτες. Κατά τη διάρκεια του έτους 402 π.Χ. προσέλευσαν μαζικά νέες ομάδες μισθοφόρων.
Η διαφήμιση οργανώθηκε από Έλληνες αξιωματικούς που είχαν λάβει χρήματα από τον Κύρο, και τώρα επέστρεφαν σε αυτόν με μερικές εκατοντάδες οπλίτες και πελταστές. Αλλά υπήρχαν και πραγματικά μεγάλοι εργοδότες, όπως ο Θηβαίος Πρόξενος ο οποίος παρουσιάστηκε στον Κύρο με 1.500 οπλίτες και 500 πελταστές ή ο Θεσσαλιώτης Μένων, ο οποίος ηγούνταν 1.000 οπλιτών και 500 πελταστών. Αυτοί οι άνδρες είχαν συχνά υπηρετήσει με τους ίδιους αξιωματικούς στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Μερικοί ήρθαν σε μικρές ομάδες, δελεαζόμενοι από υποσχέσεις για πλούσιες αποδοχές και λεηλασίες. Ο Αθηναίος Ξενοφών, ο οποίος έχει επιβιώσει και επιβεβαιώσει αυτά τα γεγονότα, γράφει αρκετά έντονα γι'αυτούς τους μισθοφόρους: Οι περισσότεροι στρατιώτες δεν συμμετέχουν στην εκστρατεία λόγω της έλλειψης τροφίμων στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά επειδή είχαν ακούσει για τη φήμη του Κύρου. Κάποιοι είχαν φέρει ακόμη και τους φίλους τους μαζί τους, άλλοι χρηματοδότησαν το ταξίδι με δικά τους χρήματα. Έφυγαν από τους πατέρες και τις μητέρες τους, ναι, ακόμη και από τα παιδιά τους, για να επιστρέψουν με πλούτη που θα αποκτηθούν γι'αυτούς.
Κατά την προέλευση των μισθοφόρων εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς είναι Αχαιοί και Αρκάδες, αλλά σχετικά λίγοι ήταν οι Σπαρτιάτες - 700 οπλίτες Λακεδαιμόνιοι με επικεφαλής το Χειρίσοφο. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες είχαν ακόμη να απασχοληθούν σε θέσεις εργασίας στην πατρίδα τους, αλλά και στις πολλές φρουρές στην υπόλοιπη Ελλάδα. Από την υπόλοιπη Ελλάδα ήρθαν ακόμη Σκύθες και Κρήτες τοξότες, σφενδονιστές από τη Ρόδο, ακόμα και πελταστές από τη Θεσσαλία και τη Θράκη. Ένα σημαντικό ποσοστό εξόριστων και πολιτικών προσφύγων παρουσιάζεται επίσης στο μισθοφορικό στράτευμα. Ένα χαρακτηριστικό παρουσιαστικό είναι σίγουρα ο Σπαρτιάτης Κλέαρχος, ο οποίος ήταν έμπιστος του Κύρου. Ο Κλέαρχος είχε πολεμήσει για την πατρίδα του ήδη από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ως διοικητής της φρουράς του Βυζαντίου συμπεριφέρθηκε τόσο απάνθρωπα σε μερικούς ανθρώπους της πόλης, ώστε η Σπάρτη αναγκάστηκε να τον ανακαλέσει από την θέση του - μια κίνηση που στέρησε στην υστεροφημία του την θέση που της αναλογεί. Όταν ο Κλέαρχος αγνόησε την εντολή, οι Σπαρτιάτες τον καταδίκασαν σε θάνατο και έστειλαν στρατό εναντίον του. Ο Κλέαρχος στη συνέχεια κατέφυγε στον Κύρο και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο νέο του αφεντικό. Μάλλον ήταν ένας από τους λίγους Έλληνες που γνώριζαν εξαρχάς για τον πραγματικό σκοπό της εκστρατείας. Νωρίτερα, σε επιδρομές του κατά Θρακικών φυλών, δεν αγνόησε να στρατολογήσει αρκετούς από αυτούς για λογαριασμό του Κύρου.
Όταν τελικά συγκεντρώνονται οι Μύριοι, περίπου 14.000 οπλίτες και πελταστές, ξεκίνησε η πορεία προς τα ανατολικά. Υπήρξαν επίσης επιπλέον μερικές δεκάδες χιλιάδες ελαφρά οπλισμένοι Aσιάτες και το ιππικό, το οποίο είχε προσληφθεί από τον Κύρο στις δικές του επαρχίες - συνολικά 100.000 άνδρες αναφέρουν οι πηγές της εποχής εκείνης - ο Ξενοφώντας.
«Των δε βαρβάρων φόβος πολύς»: Στη Φρυγία, οι Έλληνες παρέλαβαν στη συνέχεια τους μισθούς για τέσσερις μήνες, έτσι ώστε το ηθικό τους έχει πλέον ενισχυθεί σημαντικά. Ωστόσο, και τα προβλήματα συσσωρεύονται επίσης: Όλο και περισσότεροι αρχίζουν να συνειδητοποιούν πού ακριβώς είναι να καταλήξει αυτή η στρατιωτική εκδρομή. Όταν τελικά ήρθαν στις Πύλες της Κιλικίας στην Ταρσό, οι Έλληνες αρνούνται να προχωρήσουν, γιατί δεν θέλουν να πολεμήσουν ενάντια στα στρατεύματα του Μεγάλου Βασιλέως.
Τα ακόλουθα επιχειρήματα, αργότερα κατέληξαν σε παρόμοια ξανά και ξανά, δείχνουν ξεκάθαρα ότι αυτός ο μισθοφορικός στρατός δεν υπάκουε σε μια συγκεκριμένη στρατιωτική ιεραρχία, αλλά αποτελούσε ένα είδος ένωσης με μια δημοκρατική βάση αποφάσεων, επηρεαζόμενη στη συνέχεια από υποσχέσεις, φωνές δημαγωγίας και απειλές. Ο Κλέαρχος, που ήταν κάτι σαν ανώτατος διοικητής, βρέθηκε επανειλημμένα αντιμέτωπος με τους θυμωμένους μισθοφόρους, οι οποίοι προσπάθησαν να τον αποτελειώσουν με λιθοβολισμό. Όπως ο Πολύβιος αναφέρει ότι παρόμοιοι λιθοβολισμοί ανάμεσα στους στρατιώτες υπήρξαν και αργότερα κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Καρχηδόνα, πρέπει κανείς να υποθέσει ότι ήταν ένα πολύ δημοφιλές μέσο με το οποίο οι στρατιώτες μπορούσαν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στην ηγεσία τους. Ο Κλέαρχος, ωστόσο, διαβεβαίωσε τους στρατιώτες σε έναν σημαντικό λόγο του ότι δεν ήθελε να βαδίσει ενάντια στο Μεγάλο Βασιλέα, και ήταν τόσο πειστικός που οι μισθοφόροι υπό τις διαταγές δύο άλλων αξιωματικών άλλαξαν στρατόπεδο και πήγαν σ 'αυτόν. Οι μισθοφόροι προφανώς θεωρούσαν ως δικαίωμά τους να επιλέγουν το δικό τους αξιωματικό, ή να ενώσουν τις δυνάμεις τους με αυτές άλλου. Και πάλι, αυτή η διαδικασία επαναλήφθηκε πολλές φορές αργότερα.
Οι μισθοφόροι είχαν ηρεμήσει κάπως, μετά τον λόγο του Κλεάρχου, και μετά την υπόσχεση του Κύρου για αύξηση του μισθού τους ήταν έτοιμοι να κινηθούν προς τον Ευφράτη, που υποτίθεται ότι ήταν να αντιμετωπίσουν τα εχθρικά στρατεύματα.
«Ώ, άνδρες Έλληνες»: Ο Κύρος, στον Ευφράτη, ανοίγεται στους Έλληνες, λέγοντάς τους ότι πράγματι βαδίζουν προς την Βαβυλώνα για να πολεμήσουν τον Μεγάλο Βασιλέα. Τώρα η οργή είναι αρκετά μεγάλη, και πολλοί δεν θέλουν να προχωρήσουν παραπέρα, αλλά από την άλλη πλευρά αναγνωρίζεται ότι θα είναι πολύ δύσκολο να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής χωρίς την βοήθεια του Κύρου. Όταν στη συνέχεια ο Κύρος τους υπόσχεται ότι θα τους πληρώσει ένα έτος ως ένα επιπλέον μπόνους, με τις πρώτες μονάδες που δωροδόκησε να περνούν τον Ευφράτη, ακολουθούν και οι υπόλοιποι Έλληνες τη μοίρα τους.
Κατά μήκος του Ευφράτη στη Μεσοποταμία πορεύονται στην καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι κατά την επιθεώρηση του στρατεύματος μετρούνται 10.400 Έλληνες οπλίτες, 2.500 πελταστές, 10 μυριάδες βάρβαροι και 20 δρεπανηφόρα άρματα. Δηλαδή από το σύνολο των 14.000 Ελλήνων που αναφέρει νωρίτερα, λείπουν 1.100 άντρες, από τους οποίους άλλοι ίσως δραπέτευσαν και άλλοι έχασαν τη ζωή τους από αρρώστιες ή σε μικρότερες μάχες μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο Μεγάλος Βασιλιάς που έχει από καιρό συνειδητοποιήσει τον λόγο αυτής της εκστρατείας, έχει αρχίσει εδώ και καιρό να συγκεντρώνει έναν τεράστιο στρατό, πάνω από ένα εκατομμύριο άνδρες. Πιο λεπτομερή στοιχεία για τα περσικά στρατεύματα καλύπτονται από τις συνήθεις υπερβολές την εποχή εκείνη. Ωστόσο, κάποιος μπορεί να υποθέσει ότι ο Αρταξέρξης είχε μια ισχυρότατη υπεροχή αριθμών, καθώς οι δύο στρατοί ήρθαν στη συνέχεια, το 401 π.Χ. στα Κούναξα κοντά στη σημερινή Βαγδάτη, αντιμέτωποι. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, ο Αρταξέρης είχε κάπου ένα εκατομμύριο στρατιώτες, ενώ ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει 400.000 στρατιώτες.
Οι μισθοφόροι Έλληνες τάχθηκαν στο δεξιό κέρας, ακουμπώντας πάνω στην κοίτη του Ευφράτη. Στο δεξιό άκρο τάχθηκαν οι πελταστές και 1.000 Παφλαγόνες ιππείς. Δίπλα τους τάχθηκε η φάλαγγα, με τον Κλέαρχο να διοικεί την δεξιά πτέρυγα, τον Πρόξενο το κέντρο και τον Μένωνα την αριστερή πτέρυγά της. Στο κέντρο και το αριστερό κέρας των στρευμάτων του Κύρου βρίσκονταν τα βαρβαρικά τμήματά του. Στο κέντρο έλαβε θέση μάχης και ο Κύρος, επικεφαλής του αριστοκρατικού ιππικού του. Ο Πέρσης αριστοκράτης υπολόγιζε μέσω του ελιγμού της τανάλιας να πλήξει θανάσιμα τον αδερφό του.
Ο Κλέαρχος που είχε λάβει το πρόσταγμα πάνω από τους Έλληνες πρέπει τώρα στραφεί προς το κέντρο κατά του Μεγάλου Βασιλιά και να τον κυκλώσει με τον Κύρο - το πρόσταγμα του τελευταίου. Ο Σπαρτιάτης είναι έμπειρος πολεμιστής: Επειδή ο Κλέαρχος απώλεσε κατά τη διάρκεια της μάχης στιγμιαία την πλευρική του κάλυψη, προτίμησε πρώτα να συνεχίσει να κυνηγήσει τους Πέρσες που βρίσκονταν σε φυγή, μετά τη πρώτη εφόρμηση της ελληνικής φάλαγγας. Ενώ οι Έλληνες απομακρύνθηκαν από την εμπλοκή στο κέντρο, ο Κύρος με το ιππικό του δεν κατάφερε να αντιμωπίσει με επιτυχία το αντίπαλο κέντρο, με τον Κύρο να σκοτώνεται στη μάχη. Τέλος, οι Έλληνες επέστρεψαν στο κέντρο, και διεκδίκησαν με επιτυχία ολόκληρο το πεδίο της μάχης, κατανικώντας τον αντίπαλο.
Οι Έλληνες έψαλαν για δεύτερη φορά μέσα σε μια μέρα τον παιάνα τους, και σε κλειστό σχηματισμό άρχισαν να βαδίζουν και πάλι κατά του αντίπαλου, ενώ λίγο αργότερα άρχισαν να τρέχουν συντονισμένα ως ένας σχηματισμός-οδοστρωτήρα κατά του εχθρού, χτυπώντας με τα δόρατά τους τις ασπίδες τους για να τρομάξουν τα άλογα του εχθρού. Οι Πέρσες, μπροστά στη θέα του επερχόμενου βαριά θωρακισμένου αντίπαλου, πέταξαν τις ασπίδες τους, και αυτή την φορά άρχισαν να τρέπονται σε φυγή πριν ξεκινήσει η σύγκρουση.
Το πλήρες νόημα του θανάτου του Κύρου το αντιλήφθησαν την επόμενη μέρα: Νίκησαν στη μάχη, αλλά ο πόλεμος είχε χαθεί. Τώρα ήταν εντελώς μόνοι τους, βαθιά στο έδαφος του εχθρού. Ενώ η πορεία τους έως εδώ οργανώθηκε νωρίτερα από τον Κύρο, με διατροφή και εξασφαλισμένες τις διαβάσεις, τώρα έπρεπε να υπολογίζουν ότι ο δρόμος προς τα πίσω είναι αποκομμένος. Τις πρώτες κλήσεις των Περσών να παραδώσουν τα όπλα τις αρνήθηκαν, απαντώντας στους Πέρσες να έρθουν να τα πάρουν. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι Πέρσες δεν είχαν απολύτως κανένα ενδιαφέρον να δώσουν μία ακόμη μάχη σε ανοιχτό πεδίο με αυτήν την απελπισμένη στρατιωτική ελίτ των Ελλήνων, ξεκίνησαν υπό την ηγεσία του σατράπη Τισσαφέρνη με διαπραγματεύσεις. Ως έμπειρος μισθοφόρος, ο Κλέαρχος είχε να προτείνει στους Πέρσες και μια εναλλακτική λύση: Να υπηρετήσουν έναντι αμοιβής τον Τισσαφέρνη.
Ο Τισσαφέρνης ενδιαφέρθηκε και κάλεσε πρώτα τον Κλέαρχο και μετά όλους τους Έλληνες ηγέτες να τους συναντήσει στο στρατόπεδο του. Όταν εμφανίστηκαν, σκότωσε το σύνολο των Ελλήνων αξιωματικών. Τούς πέντε υψηλότερους στρατιωτικούς ηγέτες, Πρόξενο, Μένωνα, Αγία, Σωκράτη και Κλέαρχο, τους έστειλε αιχμαλώτους στη Βαβυλώνα, όπου εκτελέστηκαν αμέσως μετά. Οι Έλληνες ήταν πλέον σε μια εντελώς απελπιστική κατάσταση: Θλίψη και λαχτάρα, λαχτάρα για τους γονείς, τις συζύγους τους και τα παιδιά που πιθανώς δεν θα έβλεπαν ποτέ ξανά. Η πρωταρχική αποστολή των υπόλοιπων αξιωματικών, επομένως, ήταν να ενισχύσουν το ηθικό των στρατιωτών. Εδώ, προφανώς ο Ξενοφώντας κατάφερε να αναδειχτεί ως ο μεγάλος εμψυχωτής. Δεν είχε αναλάβει έως τώρα καμία στρατιωτική διοίκηση, όμως, ως μαθητής του Σωκράτη αναδείχτηκε ρητορικά των άλλων αξιωματικών. Τέλος, οι συγκεντρωμένοι αρχηγοί επέλεξαν τον Ξενοφώντα και άλλους τέσσερις ως στρατηγούς και αποφάσισαν να βαδίσουν προς τα βόρεια και για να φτάσουν στον Εύξεινο Πόντο.
Στα Κούναξα οι οπλίτες απέδειξαν σαν βαρύ πεζικό πράγματι την φονική υπεροχή τους στο πεδίο της μάχης. Ωστόδο, τα γεγονότα της πορείας της επιστροφής δείχνουν ότι οι οπλίτες ήταν αβοήθητοι όταν παρέμεναν μόνοι τους. Χωρίς τους ελαφρά οπλισμένους πελταστές, χωρίς τους τοξότες και το ιππικό, μάλλον δεν θα επέστρεφε κανείς από αυτούς πίσω. Ήδη κατά την έναρξη της υποχώρησης η οπισθοφυλακή των Ελλήνων παρενοχλήθηκε από το περσικό ιππικό, και από 400 πολύ ευέλικτους ιππείς τοξότες. Αυτοί πίεσαν ασφυκτικά του Έλληνες, αλλά σε κάθε προσπάθεια αντεπίθεσης των Ελλήνων, υποχωρούσαν τάχιστα. Σύντομα οι Έλληνες είχαν πολλούς τραυματίες και πιθανώς θα είχαν διαλυθεί ως σύνολο μετά από μερικές ημέρες. Οι αξιωματικοί άρχισαν να αναζητούν στο στράτευμα για στρατιώτες από τη Ρόδο, οι οποίοι ήταν ταλαντούχοι στον χειρισμό της σφεντόνας, αλλά νωρίτερα λόγω των υψηλότερων μισθών υπηρέτησαν ως οπλίτες. Δεδομένου ότι οι Ρόδιοι χρησιμοποιούσαν με διαφορετικό τρόπο από τους Πέρσες την σφεντόνα, χωρίς πέτρες αλλά με σφαίρες από μόλυβδο, υπερέβησαν στην εμβέλεια ακόμη και τους τοξότες. Για την αντεπίθεση στήθηκε πρόχειρα μια μονάδα από άλογα και υποζύγια. Με αυτή την κίνηση οι Έλληνες κατάφεραν στη συνέχεια να αντιμετωπίσουν επανειλημμένα με επιτυχία τους Πέρσες. Αλλά η φονική φάλαγγα αποδείχθηκε στις ακόλουθες μάχες στα βουνά εντελώς άχρηστη. Οι Έλληνες σύντομα διαφοροποίησαν τους σχηματισμούς, σε στήλες, ή σε εντελώς ανεξάρτητες μικρότερες ομάδες. Στις μάχες σε ορεινές περιοχές και σε οχυρωμένα χωριά οι πελταστές έγιναν ολοένα και πιο σημαντικοί, καθώς οι οπλίτες ήταν πολύ αργοί και δυσκίνητοι.
Στη χώρα των Κούρδων: Με την άφιξή τους στα Καρδούχεια όρη και στη χώρα των Καρδούχων, άφησαν πίσω τους Πέρσες του Μεγάλου Βασιλιά, επειδή αυτός δεν είχε καμία εξουσία εδώ. Ο Ξενοφώντος περιγράφει τους Καρδούχους ως ικανότατους στον ανταρτοπόλεμο. Επειδή ήσαν ελαφρά οπλισμένοι χτυπούσαν τον εχθρό και στη συνέχεια απομακρύνονταν. Οι μάχες με αυτές τις φυλές ήταν ακόμα πιο δύσκολες. Αφού οι Έλληνες κατάφεραν να κερδίσουν το πέρασμά τους, ήρθαν στην Αρμενία, όπου είχαν να υποστούν μια τρομερή πείνα, κρύο και το χιόνι. Οι στρατιώτες τύλιγαν γύρω από τα πόδια τους δέρματα ζώων, αλλά υπήρξαν πολλά κρυοπαγήματα. Άλλοι τυφλώθηκαν από το χιόνι. Όπως ο Ξενοφών ηγούνταν της οπισθοφυλακής, πολλοί από αυτούς τον παρακάλσεαν να τους σκοτώσει για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών. Σημαντική ήταν η κατάκτηση των διάσπαρτων χωριών, γιατί ο στρατός θα μπορούσε έτσι να προμηθεύεται τα απαραίτητα για να επιβιώσει. Μερικές φορές κατάφεραν να έρθουν σε συμφωνία, με την παροχή τροφίμων προς αυτούς - αντί της λεηλασίας στο πέρασμά τους. Μέσα από αυτές τις επιδρομές στα χωριά το κομβόι των συλληφθέντων σκλάβων και των υποζυγίων μεγάλωνε όλο και περισσότερο, και επιβραδύνθηκε ο ρυθμός της πορείας τους σημαντικά, έτσι ώστε σε ιδιαίτερα κρίσιμες καταστάσεις πολλές φορές να δίνεται η διαταγή να αφήσουν πίσω ότι δεν ήταν απαραίτητο. Ο Ξενοφών παραπονιέται ότι οι μισθοφόροι είχαν καταφέρει για άλλη μια φορά να κρατούν κοντά τους τις «όμορφες γυναίκες» και τα «όμορφα αγόρια». Ανέφερε επίσης έναν μεγάλο αριθμό ιεροδούλων στο στρατό.
Τέλος, οι Έλληνες έφτασαν στη θάλασσα. Μετά τις ανείπωτες δυσκολίες ήρθε το περίφημο «θάλαττα, θάλαττα» και το τέλος της προηγούμενης συννενόησής τους. Παρά το γεγονός ότι ήταν ακόμη πολύ μακριά από ασφαλείς περιοχές, η θάλασσα τους έδωσε την αίσθηση του να βρίσκονται κοντά στην πατρίδα τους. Στην Τραπεζούντα οι πολίτες τους έδωσαν ένα πολεμικό πλοίο, με την ελπίδα να τους ξεφορτωθούν γρήγορα. Έτσι, με το πλοίο κατέκτησαν αρκετά εμπορικά πλοία, έτσι ώστε να είναι σε θέση να μεταφέρουν με τα πλοία τις γυναίκες, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Ωστόσο, με την αίσθηση ότι έχουν ξεφύγει από την καταστροφή, ξεκίνησε εκ νέου η διαμάχη και οι ίντριγκες για το τι θα γίνει με αυτό τον όμορφο στρατό από οπλίτες, σφενδονίτες και ιππείς: Η ιδέα της ίδρυσης μιας αποικίας για να επεκταθεί η δύναμη της Ελλάδος, και φυσικά και η φήμη του Ξενοφώντα, ο οποίος είχε φιλοδοξίες ως ιδρυτής να γίνει πιθανώς και κυβερνήτης της νέας αποικίας.
Όπως και άλλοι, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τους μισθοφόρους για τους σκοπούς τους. Σύντομα ήρθαν σε σημαντικές διαφορές μεταξύ τους τα στρατεύματα, που αριθμούσαν εκείνη τη στιγμή περίπου 8.000 άνδρες, και χωρίστηκεαν σε τρεις ομάδες. Το μεγαλύτερο τμήμα με 4.000 οπλίτες ήταν οι Αρκάδες και οι Αχαιοί, οι οποίοι δεν ήθελαν άλλο να λαμβάνουν τις εντολές τους από τον Αθηναίο Ξενοφών. Οι ίδιοι θεωρούνταν ως οπλίτες η ελίτ του στρατού. Ότι αυτή η κίνησή τους ήταν ένα τεράστιο λάθος - το ανακάλυψαν σύντομα. Όταν άρχισαν να λεηλατούν ορισμένα γύρω χωριά, διάσπαρτοι πολλά ανεξάρτητα τμήματα, δέχτηκαν επίθεση από ελαφρύ πεζικό και ιππικό, με αποτέλεσμα ένα τμήμα να διαλυθεί εξ ολοκλήρου και ένα άλλο να αναζητήσει καταφύγιο σε ένα λόφο. Εκεί, στη συνέχεια παραδόθηκε αβοήθητο στους τοξότες του εχθρού. Μόνο όταν ήρθε ο Ξενοφώντας και η μικτή δύναμη του για να τους βοηθήσει, κατάφεραν να αποφύγουν την ολική καταστροφή.
Σ' αυτή τη δωδεκάμηνη πορεία από τα παράλια της Μικράς Ασίας στα Κούναξα, από τα Κούναξα στην Τραπεζούντα και από την Τραπεζούντα στη Θράκη, οι Μύριοι απώλεσαν περίπου τους μισούς συντρόφους τους. Όταν ο στρατός έφτασε τελικά το Βυζάντιο, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Αναξίβιο για να τους δώσει απασχόληση. Αυτός δεν είχε αρκετά χρήματα και το μόνο που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν να μην προσληφθούν οι στρατιώτες μαζικά από κάποια τρίτη πλευρά. Απογοητευμένοι, οι πρώτοι στρατιώτες άρχισαν να πωλούν τα όπλα τους για να πάνε σπίτι τους, άλλοι διασκορπίστηκαν στις πόλεις. Ο Ξενοφών πέτυχε να κλείσει ένα συμβόλαιο με τον Σεύθη από την Θράκη. Αυτός απαίτησε τις στρατιωτικές υπηρεσίες για δικές του εσωτερικές φυλετικές διαμάχες: Το χειμώνα του 400/399 π.Χ. το στράτευμα πολέμησε εναντίον άλλων Θρακών, αλλά όταν ο Σεύθης αναδείχτηκε αναξιόπιστος και δεν είχε άλλο χρήματα για να τους πληρώσει, τον εγκατέλειψαν. Αφού οι Έλληνες είχαν ζήσει αυτό το χειμερινό διάστημα περισσότερο από την κλοπή παρά από τους μισθούς τους, η μεγάλη ανακούφιση ήρθε τελικά με το κάλεσμα του Σπαρτιάτη διοικητή Θίβρων: Αυτός πρέπει να οργανώσει μια εκστρατεία κατά των Περσών, κατά του σατράπη Τισσαφέρνη, και ως εκ τούτου διέθετε επαρκή μέσα για να αναλάβει τις αμοιβές για το σύνολο του στρατού, και έτσι ο κύκλος έκλεισε, επειδή οι μισθοφόροι τελικά πήγαν στον πόλεμο για τον οποίο υποτίθεται ότι προσλήφθηκαν πριν από δύο χρόνια.
Ο Ξενοφών επέστρεψε μετά από λίγο στην Ελλάδα και συνόδευσε το 396 π.Χ. το φίλο του βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαο, στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών, και στη συνέχεια ενάντια στους συμμάχους της Αθήνας και Θήβας. Μετά την Μάχη της Κορώνειας (394 π.Χ.) εξορίστηκε από την Αθήνα, ζητώντας καταφύγιο κοντά στην Ολυμπία, όπου το 371 π.Χ. έπρεπε να φύγει και πάλι. Το υπόλοιπο της ζωής του το έχει περάσει μάλλον στην Κόρινθο, αν και η τιμωρία της εξορία του πιθανώς ήδη από το 368/367 π.Χ. ανακλήθηκε. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία.
Εκεί στην Πελοπόννησο έγραψε το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφής του: Ο Ξενοφών, αναφέρει πολλές φορές τη νοσταλγία των μισθοφόρων για τις οικογένειές τους. Ωστόσο, στο τελικό στάδιο αυτής της οδύσσειας τους, οι περισσότεροι δεν θέλουν να πάνε στο σπίτι, αλλά απλά αναζητούν έναν νέο εργοδότη. Το πατρικό τους σπίτι τους έχει πιθανώς αντικατασταθεί από καιρό από την ζωή στο στρατόπεδο, στο οποίο υπήρχαν πάντοτε και πολλές γυναίκες, ολόκληρες οικογένειες σκλάβων. Οι στρατιώτες είναι εδώ και καιρό ξεριζωμένοι λόγω της πολεμικής τους ζωής. Το παλιό (πατρικό) σπίτι τους, μια κανονική ζωή και τις οικογένειές που άφησαν πίσω τους, αναπολούν σχεδόν αποκλειστικά όταν βρίσκονται σε μια κατάσταση απελπισίας.
Αυτή η εκστρατεία των «δέκα χιλιάδων» διευκολύνει την κατανόηση των γεγονότων δύο γενιές αργότερα - από τη σκοπιά του αρχαίου κόσμου - με παγκόσμιες και μακροπρόθεσμες συνέπειες: Η εκστρατεία (334-323 π.Χ. ) του Μέγιστου των Ελλήνων, του Αλέξανδρου του Μακεδών και των κατακτήσεών του.
Το ιστορικό σύγγραμμα του Ξενοφών αποτελείται από επτά βιβλία και είναι γραμμένο σε καθαρά αττική διάλεκτο: Κύρου Ανάβασις.
Πηγή
Όταν φθάνει ένας μακροχρόνιος πόλεμος στο τέλος του, οι άνεργοι βετεράνοι στρατιώτες έρχονται μαζικά στην αγορά. Αυτή η κοινότοπη αντίληψη λειτουργεί σαν ένα νήμα μέσα από όλη την ιστορία των πολέμων. Μετά από κάθε ανακωχή, οι πρώην στρατιώτες των δύο πλευρών παραμένουν άνεργοι. Προσφορά και ζήτηση: θεμελιώδους σημασίας για το μέλλον αυτών των ανθρώπων είναι βέβαια η ύπαρξη εύπορων αγοραστών. Μετά τον τελευταίο μεγάλο Ελληνικό Εμφύλιο, αναζήτησαν την τύχη τους ως εργάτες στις φάμπρικες της Αμερικής και της Ευρώπης. Μετά τον πρώτο μεγάλο Ελληνικό Εμφύλιο, συνέχισαν να ασχολούνται με την τέχνη του πολέμου.
Σε αυτήν την κατάσταση ήταν οι Έλληνες στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.). Κατά τη διάρκεια του ανελέητου αδερφικού πολέμου, τόσο η Αθήνα, όσο και η Σπάρτη, ενίσχυσαν τα στρατεύματά τους με μισθοφόρους, οι οποίοι είχαν προσληφθεί κυρίως στις φτωχότερες περιοχές της Ελλάδας. Η Σπάρτη κέρδισε τον πόλεμο με τη βοήθεια των μαζικών περσικών επιδοτήσεων, και με τις καθοριστικής σημασίας οδηγίες του αρχέτυπου όλων των μισθοφόρων - ο Αθηναίος Αλκιβιάδης. Αλλά με την ειρήνη δεν έληξαν μόνο τα συμβόλαια με τους μισθοφόρους. Σε αυτές τις τρεις δεκαετίες του πολέμου, πολλοί πολίτες-στρατιώτες (οπλίτες) είχαν μετατραπεί σε επαγγελματίες στρατιώτες, οι οποίοι δεν είχαν μάθει τίποτα άλλο από τις στρατιωτικές τέχνες. Ενώ οι νικητές Σπαρτιάτες είχαν ακόμη χρήση για αυτούς για να καθιερώσουν τη δύναμή τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, χιλιάδες Αθηναίοι οπλίτες δεν είχαν με τι να ασχοληθούν. Αλλά και πολλοί Αρκάδες, Αχαιοί και Αιτωλοί δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους για να καλλιεργήσουν τα άγονα χωράφια τους.
Από αυτή την προβληματική κατάσταση προσφέρθηκε σε πολλούς ξαφνικά μια κομψή λύση, όπως ο Κύρος ο νεότερος αδελφός του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Β άρχισε να διαφημίζει ευρύτερα την απόκτηση νέων στρατευμάτων. Ο Κύρος ως σατράπης της Λυδίας, εκείνο τον καιρό, αγωνίζονταν με τον σατράπη Τισσαφέρνη για την κατοχή των πόλεων της Ιωνίας. Ο Μέγας Βασιλιάς παρέμεινε μακριά από αυτή τη διαμάχη όσο ελάμβανε τους φόρους του και από τις δύο πλευρές. Ωστόδο, οι διαφημίσεις για μισθοφόρους κατά του Τισσαφέρνη αποτελούσαν για τον Κύρο μόνο μια δικαιολογία, διότι στην πραγματικότητα ετοίμαζε μια πολύ μεγαλύτερη εκστρατεία κατά της Βαβυλώνας, προκειμένου να κατακτήσει το θρόνο για τον εαυτό του. Αυτό το εγχείρημα έπρεπε να παραμείνει μυστικό όσο το δυνατόν περισσότερο, και έτσι ο ίδιος χρηματοδότησε έναν αριθμό Ελλήνων μισθοφόρων τους πολέμους τους στη Θράκη και τη Θεσσαλία, με την προϋπόθεση να ενώσουν κατόπιν τις δυνάμεις τους με τις δικές του. Ο ίδιος συγκέντρωνε τον στρατό του στις Σάρδεις, του οποίου ο πυρήνας αποτελούνταν από Έλληνες οπλίτες. Κατά τη διάρκεια του έτους 402 π.Χ. προσέλευσαν μαζικά νέες ομάδες μισθοφόρων.
Εκστρατεία διαφήμισης: «Το σώμα ανήκει σε αυτόν που μπορούσε να πληρώσει γι'αυτό»
Η διαφήμιση οργανώθηκε από Έλληνες αξιωματικούς που είχαν λάβει χρήματα από τον Κύρο, και τώρα επέστρεφαν σε αυτόν με μερικές εκατοντάδες οπλίτες και πελταστές. Αλλά υπήρχαν και πραγματικά μεγάλοι εργοδότες, όπως ο Θηβαίος Πρόξενος ο οποίος παρουσιάστηκε στον Κύρο με 1.500 οπλίτες και 500 πελταστές ή ο Θεσσαλιώτης Μένων, ο οποίος ηγούνταν 1.000 οπλιτών και 500 πελταστών. Αυτοί οι άνδρες είχαν συχνά υπηρετήσει με τους ίδιους αξιωματικούς στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Μερικοί ήρθαν σε μικρές ομάδες, δελεαζόμενοι από υποσχέσεις για πλούσιες αποδοχές και λεηλασίες. Ο Αθηναίος Ξενοφών, ο οποίος έχει επιβιώσει και επιβεβαιώσει αυτά τα γεγονότα, γράφει αρκετά έντονα γι'αυτούς τους μισθοφόρους: Οι περισσότεροι στρατιώτες δεν συμμετέχουν στην εκστρατεία λόγω της έλλειψης τροφίμων στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά επειδή είχαν ακούσει για τη φήμη του Κύρου. Κάποιοι είχαν φέρει ακόμη και τους φίλους τους μαζί τους, άλλοι χρηματοδότησαν το ταξίδι με δικά τους χρήματα. Έφυγαν από τους πατέρες και τις μητέρες τους, ναι, ακόμη και από τα παιδιά τους, για να επιστρέψουν με πλούτη που θα αποκτηθούν γι'αυτούς.
Συγκέντρωση των μισθοφόρων
Κατά την προέλευση των μισθοφόρων εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς είναι Αχαιοί και Αρκάδες, αλλά σχετικά λίγοι ήταν οι Σπαρτιάτες - 700 οπλίτες Λακεδαιμόνιοι με επικεφαλής το Χειρίσοφο. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες είχαν ακόμη να απασχοληθούν σε θέσεις εργασίας στην πατρίδα τους, αλλά και στις πολλές φρουρές στην υπόλοιπη Ελλάδα. Από την υπόλοιπη Ελλάδα ήρθαν ακόμη Σκύθες και Κρήτες τοξότες, σφενδονιστές από τη Ρόδο, ακόμα και πελταστές από τη Θεσσαλία και τη Θράκη. Ένα σημαντικό ποσοστό εξόριστων και πολιτικών προσφύγων παρουσιάζεται επίσης στο μισθοφορικό στράτευμα. Ένα χαρακτηριστικό παρουσιαστικό είναι σίγουρα ο Σπαρτιάτης Κλέαρχος, ο οποίος ήταν έμπιστος του Κύρου. Ο Κλέαρχος είχε πολεμήσει για την πατρίδα του ήδη από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ως διοικητής της φρουράς του Βυζαντίου συμπεριφέρθηκε τόσο απάνθρωπα σε μερικούς ανθρώπους της πόλης, ώστε η Σπάρτη αναγκάστηκε να τον ανακαλέσει από την θέση του - μια κίνηση που στέρησε στην υστεροφημία του την θέση που της αναλογεί. Όταν ο Κλέαρχος αγνόησε την εντολή, οι Σπαρτιάτες τον καταδίκασαν σε θάνατο και έστειλαν στρατό εναντίον του. Ο Κλέαρχος στη συνέχεια κατέφυγε στον Κύρο και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο νέο του αφεντικό. Μάλλον ήταν ένας από τους λίγους Έλληνες που γνώριζαν εξαρχάς για τον πραγματικό σκοπό της εκστρατείας. Νωρίτερα, σε επιδρομές του κατά Θρακικών φυλών, δεν αγνόησε να στρατολογήσει αρκετούς από αυτούς για λογαριασμό του Κύρου.
Κίνητρα: «Δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων»
Όταν τελικά συγκεντρώνονται οι Μύριοι, περίπου 14.000 οπλίτες και πελταστές, ξεκίνησε η πορεία προς τα ανατολικά. Υπήρξαν επίσης επιπλέον μερικές δεκάδες χιλιάδες ελαφρά οπλισμένοι Aσιάτες και το ιππικό, το οποίο είχε προσληφθεί από τον Κύρο στις δικές του επαρχίες - συνολικά 100.000 άνδρες αναφέρουν οι πηγές της εποχής εκείνης - ο Ξενοφώντας.
«Των δε βαρβάρων φόβος πολύς»: Στη Φρυγία, οι Έλληνες παρέλαβαν στη συνέχεια τους μισθούς για τέσσερις μήνες, έτσι ώστε το ηθικό τους έχει πλέον ενισχυθεί σημαντικά. Ωστόσο, και τα προβλήματα συσσωρεύονται επίσης: Όλο και περισσότεροι αρχίζουν να συνειδητοποιούν πού ακριβώς είναι να καταλήξει αυτή η στρατιωτική εκδρομή. Όταν τελικά ήρθαν στις Πύλες της Κιλικίας στην Ταρσό, οι Έλληνες αρνούνται να προχωρήσουν, γιατί δεν θέλουν να πολεμήσουν ενάντια στα στρατεύματα του Μεγάλου Βασιλέως.
Τα ακόλουθα επιχειρήματα, αργότερα κατέληξαν σε παρόμοια ξανά και ξανά, δείχνουν ξεκάθαρα ότι αυτός ο μισθοφορικός στρατός δεν υπάκουε σε μια συγκεκριμένη στρατιωτική ιεραρχία, αλλά αποτελούσε ένα είδος ένωσης με μια δημοκρατική βάση αποφάσεων, επηρεαζόμενη στη συνέχεια από υποσχέσεις, φωνές δημαγωγίας και απειλές. Ο Κλέαρχος, που ήταν κάτι σαν ανώτατος διοικητής, βρέθηκε επανειλημμένα αντιμέτωπος με τους θυμωμένους μισθοφόρους, οι οποίοι προσπάθησαν να τον αποτελειώσουν με λιθοβολισμό. Όπως ο Πολύβιος αναφέρει ότι παρόμοιοι λιθοβολισμοί ανάμεσα στους στρατιώτες υπήρξαν και αργότερα κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Καρχηδόνα, πρέπει κανείς να υποθέσει ότι ήταν ένα πολύ δημοφιλές μέσο με το οποίο οι στρατιώτες μπορούσαν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στην ηγεσία τους. Ο Κλέαρχος, ωστόσο, διαβεβαίωσε τους στρατιώτες σε έναν σημαντικό λόγο του ότι δεν ήθελε να βαδίσει ενάντια στο Μεγάλο Βασιλέα, και ήταν τόσο πειστικός που οι μισθοφόροι υπό τις διαταγές δύο άλλων αξιωματικών άλλαξαν στρατόπεδο και πήγαν σ 'αυτόν. Οι μισθοφόροι προφανώς θεωρούσαν ως δικαίωμά τους να επιλέγουν το δικό τους αξιωματικό, ή να ενώσουν τις δυνάμεις τους με αυτές άλλου. Και πάλι, αυτή η διαδικασία επαναλήφθηκε πολλές φορές αργότερα.
Οι μισθοφόροι είχαν ηρεμήσει κάπως, μετά τον λόγο του Κλεάρχου, και μετά την υπόσχεση του Κύρου για αύξηση του μισθού τους ήταν έτοιμοι να κινηθούν προς τον Ευφράτη, που υποτίθεται ότι ήταν να αντιμετωπίσουν τα εχθρικά στρατεύματα.
«Ώ, άνδρες Έλληνες»: Ο Κύρος, στον Ευφράτη, ανοίγεται στους Έλληνες, λέγοντάς τους ότι πράγματι βαδίζουν προς την Βαβυλώνα για να πολεμήσουν τον Μεγάλο Βασιλέα. Τώρα η οργή είναι αρκετά μεγάλη, και πολλοί δεν θέλουν να προχωρήσουν παραπέρα, αλλά από την άλλη πλευρά αναγνωρίζεται ότι θα είναι πολύ δύσκολο να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής χωρίς την βοήθεια του Κύρου. Όταν στη συνέχεια ο Κύρος τους υπόσχεται ότι θα τους πληρώσει ένα έτος ως ένα επιπλέον μπόνους, με τις πρώτες μονάδες που δωροδόκησε να περνούν τον Ευφράτη, ακολουθούν και οι υπόλοιποι Έλληνες τη μοίρα τους.
401 π.Χ. Κούναξα: Η διπλή νίκη του Κλεάρχου
Κατά μήκος του Ευφράτη στη Μεσοποταμία πορεύονται στην καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι κατά την επιθεώρηση του στρατεύματος μετρούνται 10.400 Έλληνες οπλίτες, 2.500 πελταστές, 10 μυριάδες βάρβαροι και 20 δρεπανηφόρα άρματα. Δηλαδή από το σύνολο των 14.000 Ελλήνων που αναφέρει νωρίτερα, λείπουν 1.100 άντρες, από τους οποίους άλλοι ίσως δραπέτευσαν και άλλοι έχασαν τη ζωή τους από αρρώστιες ή σε μικρότερες μάχες μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο Μεγάλος Βασιλιάς που έχει από καιρό συνειδητοποιήσει τον λόγο αυτής της εκστρατείας, έχει αρχίσει εδώ και καιρό να συγκεντρώνει έναν τεράστιο στρατό, πάνω από ένα εκατομμύριο άνδρες. Πιο λεπτομερή στοιχεία για τα περσικά στρατεύματα καλύπτονται από τις συνήθεις υπερβολές την εποχή εκείνη. Ωστόσο, κάποιος μπορεί να υποθέσει ότι ο Αρταξέρξης είχε μια ισχυρότατη υπεροχή αριθμών, καθώς οι δύο στρατοί ήρθαν στη συνέχεια, το 401 π.Χ. στα Κούναξα κοντά στη σημερινή Βαγδάτη, αντιμέτωποι. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, ο Αρταξέρης είχε κάπου ένα εκατομμύριο στρατιώτες, ενώ ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει 400.000 στρατιώτες.
Οι μισθοφόροι Έλληνες τάχθηκαν στο δεξιό κέρας, ακουμπώντας πάνω στην κοίτη του Ευφράτη. Στο δεξιό άκρο τάχθηκαν οι πελταστές και 1.000 Παφλαγόνες ιππείς. Δίπλα τους τάχθηκε η φάλαγγα, με τον Κλέαρχο να διοικεί την δεξιά πτέρυγα, τον Πρόξενο το κέντρο και τον Μένωνα την αριστερή πτέρυγά της. Στο κέντρο και το αριστερό κέρας των στρευμάτων του Κύρου βρίσκονταν τα βαρβαρικά τμήματά του. Στο κέντρο έλαβε θέση μάχης και ο Κύρος, επικεφαλής του αριστοκρατικού ιππικού του. Ο Πέρσης αριστοκράτης υπολόγιζε μέσω του ελιγμού της τανάλιας να πλήξει θανάσιμα τον αδερφό του.
Ο Κλέαρχος που είχε λάβει το πρόσταγμα πάνω από τους Έλληνες πρέπει τώρα στραφεί προς το κέντρο κατά του Μεγάλου Βασιλιά και να τον κυκλώσει με τον Κύρο - το πρόσταγμα του τελευταίου. Ο Σπαρτιάτης είναι έμπειρος πολεμιστής: Επειδή ο Κλέαρχος απώλεσε κατά τη διάρκεια της μάχης στιγμιαία την πλευρική του κάλυψη, προτίμησε πρώτα να συνεχίσει να κυνηγήσει τους Πέρσες που βρίσκονταν σε φυγή, μετά τη πρώτη εφόρμηση της ελληνικής φάλαγγας. Ενώ οι Έλληνες απομακρύνθηκαν από την εμπλοκή στο κέντρο, ο Κύρος με το ιππικό του δεν κατάφερε να αντιμωπίσει με επιτυχία το αντίπαλο κέντρο, με τον Κύρο να σκοτώνεται στη μάχη. Τέλος, οι Έλληνες επέστρεψαν στο κέντρο, και διεκδίκησαν με επιτυχία ολόκληρο το πεδίο της μάχης, κατανικώντας τον αντίπαλο.
Οι Έλληνες έψαλαν για δεύτερη φορά μέσα σε μια μέρα τον παιάνα τους, και σε κλειστό σχηματισμό άρχισαν να βαδίζουν και πάλι κατά του αντίπαλου, ενώ λίγο αργότερα άρχισαν να τρέχουν συντονισμένα ως ένας σχηματισμός-οδοστρωτήρα κατά του εχθρού, χτυπώντας με τα δόρατά τους τις ασπίδες τους για να τρομάξουν τα άλογα του εχθρού. Οι Πέρσες, μπροστά στη θέα του επερχόμενου βαριά θωρακισμένου αντίπαλου, πέταξαν τις ασπίδες τους, και αυτή την φορά άρχισαν να τρέπονται σε φυγή πριν ξεκινήσει η σύγκρουση.
Το πλήρες νόημα του θανάτου του Κύρου το αντιλήφθησαν την επόμενη μέρα: Νίκησαν στη μάχη, αλλά ο πόλεμος είχε χαθεί. Τώρα ήταν εντελώς μόνοι τους, βαθιά στο έδαφος του εχθρού. Ενώ η πορεία τους έως εδώ οργανώθηκε νωρίτερα από τον Κύρο, με διατροφή και εξασφαλισμένες τις διαβάσεις, τώρα έπρεπε να υπολογίζουν ότι ο δρόμος προς τα πίσω είναι αποκομμένος. Τις πρώτες κλήσεις των Περσών να παραδώσουν τα όπλα τις αρνήθηκαν, απαντώντας στους Πέρσες να έρθουν να τα πάρουν. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι Πέρσες δεν είχαν απολύτως κανένα ενδιαφέρον να δώσουν μία ακόμη μάχη σε ανοιχτό πεδίο με αυτήν την απελπισμένη στρατιωτική ελίτ των Ελλήνων, ξεκίνησαν υπό την ηγεσία του σατράπη Τισσαφέρνη με διαπραγματεύσεις. Ως έμπειρος μισθοφόρος, ο Κλέαρχος είχε να προτείνει στους Πέρσες και μια εναλλακτική λύση: Να υπηρετήσουν έναντι αμοιβής τον Τισσαφέρνη.
Ξενοφώντας: Ηγέτης από το πουθενά
Ο Τισσαφέρνης ενδιαφέρθηκε και κάλεσε πρώτα τον Κλέαρχο και μετά όλους τους Έλληνες ηγέτες να τους συναντήσει στο στρατόπεδο του. Όταν εμφανίστηκαν, σκότωσε το σύνολο των Ελλήνων αξιωματικών. Τούς πέντε υψηλότερους στρατιωτικούς ηγέτες, Πρόξενο, Μένωνα, Αγία, Σωκράτη και Κλέαρχο, τους έστειλε αιχμαλώτους στη Βαβυλώνα, όπου εκτελέστηκαν αμέσως μετά. Οι Έλληνες ήταν πλέον σε μια εντελώς απελπιστική κατάσταση: Θλίψη και λαχτάρα, λαχτάρα για τους γονείς, τις συζύγους τους και τα παιδιά που πιθανώς δεν θα έβλεπαν ποτέ ξανά. Η πρωταρχική αποστολή των υπόλοιπων αξιωματικών, επομένως, ήταν να ενισχύσουν το ηθικό των στρατιωτών. Εδώ, προφανώς ο Ξενοφώντας κατάφερε να αναδειχτεί ως ο μεγάλος εμψυχωτής. Δεν είχε αναλάβει έως τώρα καμία στρατιωτική διοίκηση, όμως, ως μαθητής του Σωκράτη αναδείχτηκε ρητορικά των άλλων αξιωματικών. Τέλος, οι συγκεντρωμένοι αρχηγοί επέλεξαν τον Ξενοφώντα και άλλους τέσσερις ως στρατηγούς και αποφάσισαν να βαδίσουν προς τα βόρεια και για να φτάσουν στον Εύξεινο Πόντο.
Kάθοδος των Μυρίων: Μια ελίτ δύναμη φέρνει τα «κάτω-πάνω»
Στα Κούναξα οι οπλίτες απέδειξαν σαν βαρύ πεζικό πράγματι την φονική υπεροχή τους στο πεδίο της μάχης. Ωστόδο, τα γεγονότα της πορείας της επιστροφής δείχνουν ότι οι οπλίτες ήταν αβοήθητοι όταν παρέμεναν μόνοι τους. Χωρίς τους ελαφρά οπλισμένους πελταστές, χωρίς τους τοξότες και το ιππικό, μάλλον δεν θα επέστρεφε κανείς από αυτούς πίσω. Ήδη κατά την έναρξη της υποχώρησης η οπισθοφυλακή των Ελλήνων παρενοχλήθηκε από το περσικό ιππικό, και από 400 πολύ ευέλικτους ιππείς τοξότες. Αυτοί πίεσαν ασφυκτικά του Έλληνες, αλλά σε κάθε προσπάθεια αντεπίθεσης των Ελλήνων, υποχωρούσαν τάχιστα. Σύντομα οι Έλληνες είχαν πολλούς τραυματίες και πιθανώς θα είχαν διαλυθεί ως σύνολο μετά από μερικές ημέρες. Οι αξιωματικοί άρχισαν να αναζητούν στο στράτευμα για στρατιώτες από τη Ρόδο, οι οποίοι ήταν ταλαντούχοι στον χειρισμό της σφεντόνας, αλλά νωρίτερα λόγω των υψηλότερων μισθών υπηρέτησαν ως οπλίτες. Δεδομένου ότι οι Ρόδιοι χρησιμοποιούσαν με διαφορετικό τρόπο από τους Πέρσες την σφεντόνα, χωρίς πέτρες αλλά με σφαίρες από μόλυβδο, υπερέβησαν στην εμβέλεια ακόμη και τους τοξότες. Για την αντεπίθεση στήθηκε πρόχειρα μια μονάδα από άλογα και υποζύγια. Με αυτή την κίνηση οι Έλληνες κατάφεραν στη συνέχεια να αντιμετωπίσουν επανειλημμένα με επιτυχία τους Πέρσες. Αλλά η φονική φάλαγγα αποδείχθηκε στις ακόλουθες μάχες στα βουνά εντελώς άχρηστη. Οι Έλληνες σύντομα διαφοροποίησαν τους σχηματισμούς, σε στήλες, ή σε εντελώς ανεξάρτητες μικρότερες ομάδες. Στις μάχες σε ορεινές περιοχές και σε οχυρωμένα χωριά οι πελταστές έγιναν ολοένα και πιο σημαντικοί, καθώς οι οπλίτες ήταν πολύ αργοί και δυσκίνητοι.
Στη χώρα των Κούρδων: Με την άφιξή τους στα Καρδούχεια όρη και στη χώρα των Καρδούχων, άφησαν πίσω τους Πέρσες του Μεγάλου Βασιλιά, επειδή αυτός δεν είχε καμία εξουσία εδώ. Ο Ξενοφώντος περιγράφει τους Καρδούχους ως ικανότατους στον ανταρτοπόλεμο. Επειδή ήσαν ελαφρά οπλισμένοι χτυπούσαν τον εχθρό και στη συνέχεια απομακρύνονταν. Οι μάχες με αυτές τις φυλές ήταν ακόμα πιο δύσκολες. Αφού οι Έλληνες κατάφεραν να κερδίσουν το πέρασμά τους, ήρθαν στην Αρμενία, όπου είχαν να υποστούν μια τρομερή πείνα, κρύο και το χιόνι. Οι στρατιώτες τύλιγαν γύρω από τα πόδια τους δέρματα ζώων, αλλά υπήρξαν πολλά κρυοπαγήματα. Άλλοι τυφλώθηκαν από το χιόνι. Όπως ο Ξενοφών ηγούνταν της οπισθοφυλακής, πολλοί από αυτούς τον παρακάλσεαν να τους σκοτώσει για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών. Σημαντική ήταν η κατάκτηση των διάσπαρτων χωριών, γιατί ο στρατός θα μπορούσε έτσι να προμηθεύεται τα απαραίτητα για να επιβιώσει. Μερικές φορές κατάφεραν να έρθουν σε συμφωνία, με την παροχή τροφίμων προς αυτούς - αντί της λεηλασίας στο πέρασμά τους. Μέσα από αυτές τις επιδρομές στα χωριά το κομβόι των συλληφθέντων σκλάβων και των υποζυγίων μεγάλωνε όλο και περισσότερο, και επιβραδύνθηκε ο ρυθμός της πορείας τους σημαντικά, έτσι ώστε σε ιδιαίτερα κρίσιμες καταστάσεις πολλές φορές να δίνεται η διαταγή να αφήσουν πίσω ότι δεν ήταν απαραίτητο. Ο Ξενοφών παραπονιέται ότι οι μισθοφόροι είχαν καταφέρει για άλλη μια φορά να κρατούν κοντά τους τις «όμορφες γυναίκες» και τα «όμορφα αγόρια». Ανέφερε επίσης έναν μεγάλο αριθμό ιεροδούλων στο στρατό.
«Θάλαττα, Θάλαττα»
Τέλος, οι Έλληνες έφτασαν στη θάλασσα. Μετά τις ανείπωτες δυσκολίες ήρθε το περίφημο «θάλαττα, θάλαττα» και το τέλος της προηγούμενης συννενόησής τους. Παρά το γεγονός ότι ήταν ακόμη πολύ μακριά από ασφαλείς περιοχές, η θάλασσα τους έδωσε την αίσθηση του να βρίσκονται κοντά στην πατρίδα τους. Στην Τραπεζούντα οι πολίτες τους έδωσαν ένα πολεμικό πλοίο, με την ελπίδα να τους ξεφορτωθούν γρήγορα. Έτσι, με το πλοίο κατέκτησαν αρκετά εμπορικά πλοία, έτσι ώστε να είναι σε θέση να μεταφέρουν με τα πλοία τις γυναίκες, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Ωστόσο, με την αίσθηση ότι έχουν ξεφύγει από την καταστροφή, ξεκίνησε εκ νέου η διαμάχη και οι ίντριγκες για το τι θα γίνει με αυτό τον όμορφο στρατό από οπλίτες, σφενδονίτες και ιππείς: Η ιδέα της ίδρυσης μιας αποικίας για να επεκταθεί η δύναμη της Ελλάδος, και φυσικά και η φήμη του Ξενοφώντα, ο οποίος είχε φιλοδοξίες ως ιδρυτής να γίνει πιθανώς και κυβερνήτης της νέας αποικίας.
Όπως και άλλοι, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τους μισθοφόρους για τους σκοπούς τους. Σύντομα ήρθαν σε σημαντικές διαφορές μεταξύ τους τα στρατεύματα, που αριθμούσαν εκείνη τη στιγμή περίπου 8.000 άνδρες, και χωρίστηκεαν σε τρεις ομάδες. Το μεγαλύτερο τμήμα με 4.000 οπλίτες ήταν οι Αρκάδες και οι Αχαιοί, οι οποίοι δεν ήθελαν άλλο να λαμβάνουν τις εντολές τους από τον Αθηναίο Ξενοφών. Οι ίδιοι θεωρούνταν ως οπλίτες η ελίτ του στρατού. Ότι αυτή η κίνησή τους ήταν ένα τεράστιο λάθος - το ανακάλυψαν σύντομα. Όταν άρχισαν να λεηλατούν ορισμένα γύρω χωριά, διάσπαρτοι πολλά ανεξάρτητα τμήματα, δέχτηκαν επίθεση από ελαφρύ πεζικό και ιππικό, με αποτέλεσμα ένα τμήμα να διαλυθεί εξ ολοκλήρου και ένα άλλο να αναζητήσει καταφύγιο σε ένα λόφο. Εκεί, στη συνέχεια παραδόθηκε αβοήθητο στους τοξότες του εχθρού. Μόνο όταν ήρθε ο Ξενοφώντας και η μικτή δύναμη του για να τους βοηθήσει, κατάφεραν να αποφύγουν την ολική καταστροφή.
Σ' αυτή τη δωδεκάμηνη πορεία από τα παράλια της Μικράς Ασίας στα Κούναξα, από τα Κούναξα στην Τραπεζούντα και από την Τραπεζούντα στη Θράκη, οι Μύριοι απώλεσαν περίπου τους μισούς συντρόφους τους. Όταν ο στρατός έφτασε τελικά το Βυζάντιο, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Αναξίβιο για να τους δώσει απασχόληση. Αυτός δεν είχε αρκετά χρήματα και το μόνο που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν να μην προσληφθούν οι στρατιώτες μαζικά από κάποια τρίτη πλευρά. Απογοητευμένοι, οι πρώτοι στρατιώτες άρχισαν να πωλούν τα όπλα τους για να πάνε σπίτι τους, άλλοι διασκορπίστηκαν στις πόλεις. Ο Ξενοφών πέτυχε να κλείσει ένα συμβόλαιο με τον Σεύθη από την Θράκη. Αυτός απαίτησε τις στρατιωτικές υπηρεσίες για δικές του εσωτερικές φυλετικές διαμάχες: Το χειμώνα του 400/399 π.Χ. το στράτευμα πολέμησε εναντίον άλλων Θρακών, αλλά όταν ο Σεύθης αναδείχτηκε αναξιόπιστος και δεν είχε άλλο χρήματα για να τους πληρώσει, τον εγκατέλειψαν. Αφού οι Έλληνες είχαν ζήσει αυτό το χειμερινό διάστημα περισσότερο από την κλοπή παρά από τους μισθούς τους, η μεγάλη ανακούφιση ήρθε τελικά με το κάλεσμα του Σπαρτιάτη διοικητή Θίβρων: Αυτός πρέπει να οργανώσει μια εκστρατεία κατά των Περσών, κατά του σατράπη Τισσαφέρνη, και ως εκ τούτου διέθετε επαρκή μέσα για να αναλάβει τις αμοιβές για το σύνολο του στρατού, και έτσι ο κύκλος έκλεισε, επειδή οι μισθοφόροι τελικά πήγαν στον πόλεμο για τον οποίο υποτίθεται ότι προσλήφθηκαν πριν από δύο χρόνια.
Ο Ξενοφών επέστρεψε μετά από λίγο στην Ελλάδα και συνόδευσε το 396 π.Χ. το φίλο του βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαο, στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών, και στη συνέχεια ενάντια στους συμμάχους της Αθήνας και Θήβας. Μετά την Μάχη της Κορώνειας (394 π.Χ.) εξορίστηκε από την Αθήνα, ζητώντας καταφύγιο κοντά στην Ολυμπία, όπου το 371 π.Χ. έπρεπε να φύγει και πάλι. Το υπόλοιπο της ζωής του το έχει περάσει μάλλον στην Κόρινθο, αν και η τιμωρία της εξορία του πιθανώς ήδη από το 368/367 π.Χ. ανακλήθηκε. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία.
Εκεί στην Πελοπόννησο έγραψε το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφής του: Ο Ξενοφών, αναφέρει πολλές φορές τη νοσταλγία των μισθοφόρων για τις οικογένειές τους. Ωστόσο, στο τελικό στάδιο αυτής της οδύσσειας τους, οι περισσότεροι δεν θέλουν να πάνε στο σπίτι, αλλά απλά αναζητούν έναν νέο εργοδότη. Το πατρικό τους σπίτι τους έχει πιθανώς αντικατασταθεί από καιρό από την ζωή στο στρατόπεδο, στο οποίο υπήρχαν πάντοτε και πολλές γυναίκες, ολόκληρες οικογένειες σκλάβων. Οι στρατιώτες είναι εδώ και καιρό ξεριζωμένοι λόγω της πολεμικής τους ζωής. Το παλιό (πατρικό) σπίτι τους, μια κανονική ζωή και τις οικογένειές που άφησαν πίσω τους, αναπολούν σχεδόν αποκλειστικά όταν βρίσκονται σε μια κατάσταση απελπισίας.
Αυτή η εκστρατεία των «δέκα χιλιάδων» διευκολύνει την κατανόηση των γεγονότων δύο γενιές αργότερα - από τη σκοπιά του αρχαίου κόσμου - με παγκόσμιες και μακροπρόθεσμες συνέπειες: Η εκστρατεία (334-323 π.Χ. ) του Μέγιστου των Ελλήνων, του Αλέξανδρου του Μακεδών και των κατακτήσεών του.
Το ιστορικό σύγγραμμα του Ξενοφών αποτελείται από επτά βιβλία και είναι γραμμένο σε καθαρά αττική διάλεκτο: Κύρου Ανάβασις.
Πηγή