Την αποκαλούσαν «Πομπηία της Μέσης Ανατολής» εξαιτίας του πλούτου της. Βρίσκεται ανάμεσα από την Πέλλα και τη Φιλαδέλφεια και σήμερα θεωρείται από τους πιο δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς της Ιορδανίας.
Ο ιστορικός των Ελληνιστικών χρόνων Πολύβιος παρομοιάζει με στρατόπεδο (δύο κύριες λεωφόροι που την χώριζαν σε σχήμα σταυρού, σε τετράγωνα, τερμάτιζαν σε πύλες. Η Αγορά βρισκόταν στην μια πλευρά του κυρίου δρόμου, αλλά ποτέ πάνω σε αυτόν. Στις πλευρές της είχε στοές και άλλα δημόσια κτήρια. Η τέταρτη πλευρά της ήταν ανοικτή στον κύριο δρόμο. Οι δρόμοι είχαν ωραία πλακόστρωση κι αυστηρά πρόστιμα επιβάλλονταν για την ρύπανσή τους). Πράγματι η Γέρασα είχε δύο κάθετους, προς την κεντρική λεωφόρο δρόμους, οι οποίοι χώριζαν την πόλη σε 6 μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα.
Η κεντρική λεωφόρος φέρει διπλή επιβλητική κορινθιακή κιονοστοιχία και ωραίο πλακόστρωτο που ακόμη σώζεται σε καλή κατάσταση. Μια μεγάλη πύλη οδηγούσε στο εσωτερικό της πόλης, όπου υπήρχαν μεγάλοι πλακόστρωτοι δρόμοι, στοές, λουτρά, αγορά, Νυμφαίο, μεγάλα θέατρα, και ναοί αφιερωμένοι στον Δία και στην Άρτεμη. Η κεντρική λεωφόρος περιβαλλόταν από κίονες κορινθιακού ρυθμού, οι οποίοι στέκονται όρθιοι μέχρι και σήμερα. Επίσης, υπήρχε περιβαλλοντική μέριμνα και επιβάλλονταν πρόστιμα σε όποιον ρύπαινε την πόλη.
Χτίστηκε στις όχθες του ποταμού Χρυσορρόα γι’ αυτό τα ελληνιστικά χρόνια ονομαζόταν «Αντιόχεια η επί Χρυσορρόη ποταμώ». Οι Ρωμαίοι τη μετονόμασαν σε Γέρασα και ήκμασε για πολλούς αιώνες. Δεν είναι ξεκάθαρο ποιος ήταν ο ιδρυτής της.
Αρχαίες ελληνικές επιγραφές από την πόλη, αλλά και φιλολογικές μαρτυρίες τόσο του Ιαμβίχου[1], όσο και του Μεγάλου Ετυμολογικού[2], συνδέουν την ίδρυση των Γεράσων με τον Μεγάλο Αλέξανδρο, ή τον στρατηγό του Περδίκκα που εγκατέστησαν εκεί γερασμένους Μακεδόνες στρατιώτες. Το γεγονός αυτό θα έλαβε χώρα κατά την άνοιξη του 331 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος έφυγε από την Αίγυπτο, διέτριψε στην Συρία και μετά κατευθύνθηκε για την Μεσοποταμία.
Το γεγονός αυτό συνδέεται με την επανάσταση των Σαμαρειτών που έκαψαν ζωντανό τον Μακεδόνα στρατηγό Ανδρόμαχο και ο Έλληνας βασιλιάς τους τιμώρησε ξανακτίζοντας την Σαμάρεια ως ελληνική πόλη. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η περιοχή περιήλθε στον Πτολεμαϊκό έλεγχο και με την μάχη του Πανείου (198 π.Χ.) στους Σελευκίδες. Κατά την συνήθεια των Ελλήνων ηγεμόνων της Συρίας, η Γέρασα μετονομάστηκε στο εξής σε Αντιόχεια η επί Χρυσορρόη ποταμώ. Πιθανόν να την ξαναέκτισε ή ο Αντίοχος Γ' ο Μέγας μετά την μάχη του Πανείου, ή ο Αντίοχος Δ' Επιφανής που προήλασε ως την Αίγυπτο.
Οι πρώτοι κάτοικοι της πόλης ήταν ηλικιωμένοι Μακεδόνες, ενώ τα ρωμαϊκα χρόνια ο πληθυσμός αυξήθηκε και αριθμούσε 20.000 κατοίκους. Θεωρείται η πιο ωραία ρωμαϊκή πόλη της Ανατολής.
Η Γέρασα ήταν η γενέτειρα του Μαθηματικού Νικοδήμου. Βρίσκεται σε απόσταση 50 χιλιομέτρων από την πόλη Αμάν. Η Γέρασα άρχισε να παρακμάζει μετά την εισβολή των Περσών τον 7ο αιώνα μ.Χ. Ακολούθησε ένας μεγάλος σεισμός, ο οποίος κατέστρεψε πολλά κτίρια και οδήγησε στην οριστική παρακμή της. Τους επόμενους αιώνες η πόλη καλύφθηκε με άμμο της ερήμου και εξαφανίστηκε. Αρχές του 1806 ήρθε ξανά στο φως, όταν εντοπίστηκε από έναν Γερμανό ταξιδιώτη. Έναν αιώνα αργότερα ξεκίνησαν οι ανασκαφές και οι αρχαιολόγοι εντυπωσιάστηκαν από τα μνημεία και τα πολλά ευρήματα. Σήμερα αποτελεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO και κάθε χρόνο υποδέχεται χιλιάδες τουρίστες.
Πηγή1 / Πηγή2
Ο ιστορικός των Ελληνιστικών χρόνων Πολύβιος παρομοιάζει με στρατόπεδο (δύο κύριες λεωφόροι που την χώριζαν σε σχήμα σταυρού, σε τετράγωνα, τερμάτιζαν σε πύλες. Η Αγορά βρισκόταν στην μια πλευρά του κυρίου δρόμου, αλλά ποτέ πάνω σε αυτόν. Στις πλευρές της είχε στοές και άλλα δημόσια κτήρια. Η τέταρτη πλευρά της ήταν ανοικτή στον κύριο δρόμο. Οι δρόμοι είχαν ωραία πλακόστρωση κι αυστηρά πρόστιμα επιβάλλονταν για την ρύπανσή τους). Πράγματι η Γέρασα είχε δύο κάθετους, προς την κεντρική λεωφόρο δρόμους, οι οποίοι χώριζαν την πόλη σε 6 μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα.
Η κεντρική λεωφόρος φέρει διπλή επιβλητική κορινθιακή κιονοστοιχία και ωραίο πλακόστρωτο που ακόμη σώζεται σε καλή κατάσταση. Μια μεγάλη πύλη οδηγούσε στο εσωτερικό της πόλης, όπου υπήρχαν μεγάλοι πλακόστρωτοι δρόμοι, στοές, λουτρά, αγορά, Νυμφαίο, μεγάλα θέατρα, και ναοί αφιερωμένοι στον Δία και στην Άρτεμη. Η κεντρική λεωφόρος περιβαλλόταν από κίονες κορινθιακού ρυθμού, οι οποίοι στέκονται όρθιοι μέχρι και σήμερα. Επίσης, υπήρχε περιβαλλοντική μέριμνα και επιβάλλονταν πρόστιμα σε όποιον ρύπαινε την πόλη.
Χτίστηκε στις όχθες του ποταμού Χρυσορρόα γι’ αυτό τα ελληνιστικά χρόνια ονομαζόταν «Αντιόχεια η επί Χρυσορρόη ποταμώ». Οι Ρωμαίοι τη μετονόμασαν σε Γέρασα και ήκμασε για πολλούς αιώνες. Δεν είναι ξεκάθαρο ποιος ήταν ο ιδρυτής της.
Αρχαίες ελληνικές επιγραφές από την πόλη, αλλά και φιλολογικές μαρτυρίες τόσο του Ιαμβίχου[1], όσο και του Μεγάλου Ετυμολογικού[2], συνδέουν την ίδρυση των Γεράσων με τον Μεγάλο Αλέξανδρο, ή τον στρατηγό του Περδίκκα που εγκατέστησαν εκεί γερασμένους Μακεδόνες στρατιώτες. Το γεγονός αυτό θα έλαβε χώρα κατά την άνοιξη του 331 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος έφυγε από την Αίγυπτο, διέτριψε στην Συρία και μετά κατευθύνθηκε για την Μεσοποταμία.
Το γεγονός αυτό συνδέεται με την επανάσταση των Σαμαρειτών που έκαψαν ζωντανό τον Μακεδόνα στρατηγό Ανδρόμαχο και ο Έλληνας βασιλιάς τους τιμώρησε ξανακτίζοντας την Σαμάρεια ως ελληνική πόλη. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η περιοχή περιήλθε στον Πτολεμαϊκό έλεγχο και με την μάχη του Πανείου (198 π.Χ.) στους Σελευκίδες. Κατά την συνήθεια των Ελλήνων ηγεμόνων της Συρίας, η Γέρασα μετονομάστηκε στο εξής σε Αντιόχεια η επί Χρυσορρόη ποταμώ. Πιθανόν να την ξαναέκτισε ή ο Αντίοχος Γ' ο Μέγας μετά την μάχη του Πανείου, ή ο Αντίοχος Δ' Επιφανής που προήλασε ως την Αίγυπτο.
Οι πρώτοι κάτοικοι της πόλης ήταν ηλικιωμένοι Μακεδόνες, ενώ τα ρωμαϊκα χρόνια ο πληθυσμός αυξήθηκε και αριθμούσε 20.000 κατοίκους. Θεωρείται η πιο ωραία ρωμαϊκή πόλη της Ανατολής.
Η Γέρασα ήταν η γενέτειρα του Μαθηματικού Νικοδήμου. Βρίσκεται σε απόσταση 50 χιλιομέτρων από την πόλη Αμάν. Η Γέρασα άρχισε να παρακμάζει μετά την εισβολή των Περσών τον 7ο αιώνα μ.Χ. Ακολούθησε ένας μεγάλος σεισμός, ο οποίος κατέστρεψε πολλά κτίρια και οδήγησε στην οριστική παρακμή της. Τους επόμενους αιώνες η πόλη καλύφθηκε με άμμο της ερήμου και εξαφανίστηκε. Αρχές του 1806 ήρθε ξανά στο φως, όταν εντοπίστηκε από έναν Γερμανό ταξιδιώτη. Έναν αιώνα αργότερα ξεκίνησαν οι ανασκαφές και οι αρχαιολόγοι εντυπωσιάστηκαν από τα μνημεία και τα πολλά ευρήματα. Σήμερα αποτελεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO και κάθε χρόνο υποδέχεται χιλιάδες τουρίστες.
Πηγή1 / Πηγή2