Η ανακάλυψη ενός μεγαλοπρεπούς τάφου στην Αμφίπολη της Μακεδονίας δημιούργησε προσδοκίες ότι μπορεί να βρίσκεται εκεί θαμμένο το σώμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο περίπλοκη από τις προσδοκίες των αρχαιολόγων.
ΟΤΑΝ ο Αλέξανδρος έγινε δεκατεσσάρων ετών, ο Φίλιππος, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, έγραψε στον Αριστοτέλη, που τότε ήταν σαράντα δύο ετών, την ακόλουθη επιστολή:
«Ο Φίλιππος εύχεται στον Αριστοτέλη υγεία. Γνωρίζεις ότι έχω ένα γιο. Ευχαριστώ τους θεούς, όχι επειδή γεννήθηκε, αλλά επειδή γεννήθηκε στα χρόνια που ζεις εσύ, γιατί πιστεύω πως μόνο αν εκπαιδευτεί και διδαχθεί από σένα θα μπορέσει να γίνει αντάξιος του βασιλείου που πρόκειται να κληρονομήσει».
Ο Αριστοτέλης, που δίδασκε στην Άσσο (Τρωάδα) και τη Μυτιλήνη, αποδέχθηκε την πρόσκληση και ταξίδεψε στη Μακεδονία το τέταρτο έτος της 108ης Ολυμπιάδας (343/2 π.Χ.). Έμεινε κοντά στον Αλέξανδρο οκτώ χρόνια και του δίδαξε όλα όσα κάνουν έναν άνθρωπο ολοκληρωμένο: την ευγένεια, την μεγαλοπρέπεια και την μεγαλοψυχία, την ανδρεία και την μετριοπάθεια, την επιείκεια, την δικαιοσύνη, την φιλαλήθεια, την φιλία, την αξιοπρέπεια και την καρτερία.
Είπε στον νεαρό μαθητή του ότι οι δρόμοι που έχει να επιλέξει κανείς στη ζωή είναι τρεις: ο πολιτικός, ο φιλοσοφικός και ο δρόμος των απολαύσεων. Τον τελευταίο ακολουθούν όσοι καλοτυχίζουν το τάδε ή το δείνα ξακουστό πρόσωπο που δεν επιζητεί τίποτε άλλο στη ζωή του παρά τις συνεχείς ηδονές και απολαύσεις, θεωρώντας ότι η ευτυχία είναι καρπός των σωματικών ηδονών. Από την άλλη μεριά, όσοι ακολουθούν τον δρόμο της πολιτικής, δεν το κάνουν επειδή επιδιώκουν τις γενναίες και καλές πράξεις που εμπνέει η αρετή, αλλά ασπάζονται αυτό τον τρόπο ζωής επειδή αποβλέπουν στον πλουτισμό και σε άλλα ωφελήματα, όπως η αναγνώριση και η δόξα.
Τα μαθήματα αυτά έκαναν βαθιά εντύπωση στον Αλέξανδρο, ο οποίος είπε ότι στον μεν πατέρα του οφείλει το ζην, στον δάσκαλό του όμως το ευ ζην.
Το 334, σε ηλικία 22 ετών, ο Αλέξανδρος εισβάλλει στην Ασία επικεφαλής 42.000 στρατιωτών για να επιτελέσει έναν άθλο που έμεινε μοναδικός στα παγκόσμια χρονικά: κατέλυσε την άλλοτε κραταιά περσική αυτοκρατορία, έδωσε μάχες οι οποίες μελετώνται μέχρι σήμερα, ίδρυσε πόλεις με πιο ονομαστή την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και έφερε τον ελληνικό πολιτισμό έως την Ινδία.
Το γεγονός ότι είναι ο μέγιστος στρατηγός όλων των εποχών οφείλεται εν μέρει στο δάσκαλό του και εν μέρει στη δική του πολύπλευρη και ευφυή στρατηγική, περισσότερο όμως σε αρετές που ήταν αποκλειστικά δικές του: μια δίχως προηγούμενο ταχύτητα στις κινήσεις, αποφασιστικότητα στο να αντιμετωπίζει το φαινομενικά αδύνατο, προσωπική ανάμειξη στους κινδύνους της μάχης και στις κακουχίες της εκστρατείας και σε μια ηρωική αίσθηση ύφους για όλα όσα έκανε.
Οι αρετές του είναι αποτυπωμένες στις μάχες του, οι οποίες δεν είναι απλώς αριστουργήματα στρατηγικής, αλλά πηγή έμπνευσης για όποιον θέλει να ηγηθεί είτε ενός κράτους είτε μιας επιχείρησης.
Αναλύοντας τις ενέργειες του Αλεξάνδρου, οι σύγχρονοι μελετητές μιλούν για ένα μοντέλο ηγεσίας που αποτελεί πρότυπο για τον κόσμο των σημερινών επιχειρήσεων. Το μοντέλο αυτό εφαρμόζεται μέσα από τέσσερις διαδικασίες: να θέτεις τα προβλήματα σε ένα νέο πλαίσιο, να κάνεις συμμαχίες, να έχεις μια αναγνωρίσιμη ταυτότητα και να χρησιμοποιείς σύμβολα για να αλλάξεις τον κόσμο. Κλασικό παράδειγμα της τελευταίας περίπτωσης είναι το κόψιμο του Γόρδιου Δεσμού.
Από τα επιτεύγματά του το διαρκέστερο ήταν ότι άπλωσε την ελληνική γλώσσα και τους θεσμούς στον ανατολικό κόσμο με τέτοιο τρόπο που επέφερε ρήγμα με το παρελθόν. Καμιά χώρα που να την κατέκτησε και να την αποίκησε ο Αλέξανδρος δεν ξαναγύρισε στις παλιές της συνήθειες ανεπηρέαστη από την κατάκτηση. Ακόμα και οι ελληνικές πόλεις-κράτη ποτέ δεν ξανακέρδισαν την παλιά αίγλη τους. Το κέντρο του ελληνικού κόσμου μετατοπίστηκε στην Αλεξάνδρεια και με αυτή τη μετατόπιση ξεπήδησε ένα νέο είδος ελληνικού και κατ’ επέκταση παγκόσμιου πολιτισμού.
«Κάθε εκστρατεία είναι απρόβλεπτη κι επειδή θέλω να κινούμαι γρήγορα, θα πάρω μαζί μου μόνο ένα βιβλίο», είπε ο μαθητής στον δάσκαλο. «Πρέπει να είναι μεγάλο όσο ο κόσμος, μικρό ώστε να μπορώ να το μεταφέρω και να περιέχει όλα τα μελλοντικά κατορθώματά μου».
«Ξέρω ποιο βιβλίο ζητάς», είπε ο Αριστοτέλης. «Είναι παλιό όσο κι ο χρόνος και καινούριο σαν την αυριανή μέρα. Έχω ακονίσει κάθε γράμμα και στιλβώσει κάθε λέξη μόνο για σένα. Αυτό θα είναι ο οδηγός σου».
Το βιβλίο αυτό ήταν η Ιλιάδα του Ομήρου, το πρώτο μνημείο των δυτικών λογοτεχνιών. Επρόκειτο για ένα και μόνο αντίτυπο που είχε επιμεληθεί και εκδώσει ο ίδιος ο Αριστοτέλης, σχολιάζοντας και εξηγώντας πλήρως τα σημεία εκείνα που φαίνονται άσκοπα ή περιττά στο απαίδευτο μάτι. Όπως ξέρουμε, ο Όμηρος, ο Πίνδαρος, ο Ηράκλειτος, ο Αίσωπος μπορούν να διαβαστούν με επτά διαφορετικούς τρόπους.
Το βιβλίο αυτό ο Αλέξανδρος το είχε πάντοτε δίπλα του, μαζί με το σπαθί του κάτω από το μαξιλάρι του. Κι όταν κάποτε βρέθηκε ανάμεσα στους θησαυρούς του Δαρείου ένα αλαβάστρινο κιβώτιο που το θαύμαζαν όλοι, το ζήτησε και φύλαξε μέσα σε αυτό το μοναδικό χειρόγραφο της Ιλιάδας.
Η αιτία που ψυχράνθηκαν οι σχέσεις του με τον Αριστοτέλη ήταν η ακόλουθη. Προελαύνοντας στην Ασία, έμαθε ότι ο δάσκαλός του είχε εκδώσει κάποια βιβλία στα οποία αποκάλυπτε τα μυστικά της σοφίας του. Δεν αναφέρεται ποια ήταν αυτά τα βιβλία, όμως η ενόχληση του Αλεξάνδρου ήταν μεγάλη, όπως φαίνεται από την επιστολή που του έστειλε:
«Ο Αλέξανδρος χαιρετά τον Αριστοτέλη και του εύχεται να είναι καλά. Δεν έπραξες σωστά εκδίδοντας τους ακροαματικούς λόγους. Γιατί, σε τι θα διαφέρουμε εμείς από τους άλλους, αν οι λόγοι με τους οποίους μορφωθήκαμε γίνουν κοινοί σε όλους; Εγώ θα ήθελα να διέφερα από τους άλλους περισσότερο στις γνώσεις των πιο καλών πραγμάτων παρά στη δύναμη. Να είσαι καλά».
Η επιστολή θίγει ένα ζήτημα που είχε τεθεί ήδη από την εποχή της Σχολής των Πυθαγορείων: ότι οι υψηλότερες και βαθύτερες διδασκαλίες των φιλοσόφων μεταδίδονται μόνο προφορικά. Σύμφωνα με τα λόγια που ο Απουλήιος αποδίδει στον Πυθαγόρα, «δεν σκαλίζεις έναν Ερμή σε κάθε λογής ξύλο» (non ex omni lingo, ut Puthagoras dicebat, debet Mercurius exsculpi).
Ο Αλέξανδρος νιώθει θιγμένος επειδή δεν θεωρεί τον εαυτό του απλό ακροατή του Αριστοτέλη. Κατά το λεξικό Liddell-Scott όσο και κατά το λεξικό της Σούδας, ακροατής είναι ο μαθητής γενικά, ενώ ο επόπτης φαίνεται ότι βρισκόταν στη δεύτερη ή την τρίτη βαθμίδα (μύστες – επόπτες – έφοροι) των μυημένων στα Μυστήρια της αρχαίας ελληνικής θρησκείας.
Με αυτά τα δεδομένα, το παραπάνω περιστατικό που παραθέτει ο Πλούταρχος δείχνει ότι τα όσα διδάχτηκε ο Αλέξανδρος συνέδεαν και συνδύαζαν τη θρησκεία με την πολιτική. (Το τι εννοούμε με αυτό εξηγείται στο τελευταίο μέρος του παρόντος έργου). Ο Αλέξανδρος επισημαίνει στον παλιό του δάσκαλο ότι αν οι διδασκαλίες αυτές γίνονταν κτήμα όλων, θα εξισώνονταν πνευματικά οι λίγοι με τους πολλούς, και ότι τον ίδιον περισσότερο τον ενδιέφερε να υπερέχει των άλλων στο πνεύμα παρά να τον αποκαλούν βασιλιά και κατακτητή.
Ο Αριστοτέλης, χωρίς να ταραχτεί, απάντησε πως πολλοί θα διάβαζαν τα βιβλία, ελάχιστοι όμως ήταν σε θέση να τα κατανοήσουν.
Ο Αριστοτέλης είχε δημοσιεύσει πιο πριν ένα εκλαϊκευμένο έργο με τίτλο Προτρεπτικός (παρότρυνση για φιλοσοφία), το οποίο στα μεταγενέστερα χρόνια θεωρείτο ότι είχε χαθεί. Το 1869, ο Ι. Bywater απέδειξε πως ένα βιβλίο που και αυτό τιτλοφορείται Προτρεπτικός, και ανήκει στον Ιάμβλιχο, τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο του 3ου αιώνα μ.Χ., ήταν στην πραγματικότητα το χαμένο έργο του Αριστοτέλη. Ο Ιάμβλιχος το είχε πάρει και το παρουσίασε ως δικό του, έχοντας αντιγράψει κατά λέξη ολόκληρα χωρία, τα οποία εύκολα αναγνωρίζονται.
Το έργο αυτό, που απευθυνόταν στο καλλιεργημένο κοινό της εποχής του Σταγειρίτη, τονίζει την αναγκαιότητα της φιλοσοφίας με την περίφημη φράση: «Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι δεν χρειάζεται να φιλοσοφούμε, πάλι θα πρέπει να φιλοσοφήσουμε για να αποδείξουμε γιατί δεν πρέπει να φιλοσοφούμε».
Προφανώς τα έργα που εννοεί ο Αλέξανδρος ότι αποκάλυπταν τις εσωτερικές (εποπτικές) διδασκαλίες, οι οποίες δίδονταν μόνο προφορικά (ακροαστικά) στους προχωρημένους μαθητές, είναι τα Ηθικά Νικομάχεια και κυρίως τα Ηθικά Ευδήμεια. Εκδόθηκαν ενόσω εκείνος βρισκόταν στην Ασία, με το τελευταίο να είναι ίσως το πιο ολοκληρωμένο έργο του Σταγειρίτη, καθώς ενσωματώνει όλους τους κλάδους της γνώσης: τη λογική, τη φυσική, τη βιολογία, τη μεταφυσική, την ηθική, την πολιτική, την ψυχολογία.
Κρίνοντας από το περιεχόμενό τους, η «εσωτερική» διδασκαλία του Αριστοτέλη θα μπορούσε να συνοψιστεί στα εξής βασικά σημεία:
Στον άνθρωπο κυρίαρχη δύναμη είναι η “φρόνηση”, δηλαδή η διανοητική δύναμη που σε υπερβατική ενόραση (θεωρία) νιώθει το θείο σαν την ανώτατη αξία και τον απεριόριστο κανόνα και ρυθμίζει σύμφωνα με αυτόν τη ζωή του. (Ηθ. Ευδ. Θ 3, 1249 b 20: τον θεόν θεραπεύειν και θεωρείν).
Μέσω της φρόνησης, ο άνθρωπος κυριαρχεί στα πάθη του, δηλαδή σε συναισθήματα όπως ο φόβος, ο θυμός, η δειλία, η επιθυμία και γενικά όσα έχουν ως επακόλουθο ένα αίσθημα ηδονής ή λύπης.
Πρέπει να θέτει κανείς έναν ειδικό σκοπό στη ζωή του (την τιμή, τη δόξα, τον πλούτο ή την πνευματική καλλιέργεια) και με τα βλέμματα αδιάκοπα καρφωμένα στον σκοπό που διάλεξε, οφείλει να διατάσσει όλες τις πράξεις του σύμφωνα με το σχέδιο αυτό. Γιατί είναι μεγάλη αφροσύνη το να μην έχει κανείς στη ζωή του ένα κανονικό και σταθερό σχέδιο. (Ηθ. Ευδ. Α 2, 1214 b 10).
Αυτό που δίνει ζωή στο σώμα είναι ο ανώτερος εαυτός. Μόνο αυτός είναι αθάνατος, ενώ το σώμα και η άλογη ψυχή (αστρικό σώμα) πεθαίνουν. Αυτός ο εαυτός προϋπάρχει του σώματος και επιζεί μετά από αυτό. Αυτός είναι ο πραγματικός άνθρωπος, ενώ το σώμα δεν είναι παρά μια πανουργία που τον συνοδεύει.
Ο άνθρωπος είναι βουτηγμένος στην ύλη, αλλά υπάρχει μια ουσία ξέχωρα από το σώμα, ο ανώτερος εαυτός (ποιητικός νους). Αυτός είναι ο πυρήνας της ύπαρξής μας. Όταν ο άνθρωπος ευθυγραμμιστεί μαζί του, τότε καθιστά τον εαυτό του αθάνατο και τον «διαιωνίζει» (αθανατίζειν) στη ζωή την ίδια. (Ηθ. Νικ. Χ 7 p 1177 b 31).
Φτώχια, αρρώστια και δυστυχία ταράζουν τον άνθρωπο και αφαιρούν από την ενάρετη ενέργεια (αρετήν) τα μέσα που εξασφαλίζουν ο πλούτος, η δύναμη και η επιρροή. Από την άλλη μεριά, η χαρά που δίνουν τα παιδιά, η συναναστροφή με φίλους, η υγεία, η ομορφιά, η αριστοκρατική καταγωγή έχουν καθαυτά την αξία τους. Το ουσιώδες στοιχείο της ευδαιμονίας είναι η εσωτερική αξιοσύνη, ενώ τα εξωτερικά και σωματικά αγαθά έχουν με την ευτυχία σχέση αρνητικών όρων.
Ακόμα και το πιο μεγάλο χτύπημα της μοίρας δεν μπορεί τον αντρειωμένο να τον κάνει κακομοιριασμένο (άθλιον), όσο κι αν του φράζει το δρόμο προς την ευτυχία. Ενάρετος είναι μόνο εκείνος που τον ευχαριστεί η εκτέλεση του αγαθού και του ωραίου χωρίς καμία άλλη προσθήκη και που στην ευχαρίστηση αυτή μετά χαράς θυσιάζει όλα τα υπόλοιπα. (Ηθ. Νικ. Χ 3 1174 b 31).
Αυτή είναι συνοπτικά η «εσωτερική» διδασκαλία του Αριστοτέλη. Θα δούμε στη συνέχεια πώς η διδασκαλία επηρέασε τον μαθητή.
Όπως είπαμε στην αρχή, ο Φίλιππος εμπιστεύθηκε στον Αριστοτέλη τον Αλέξανδρο μόλις αυτός έγινε δεκατεσσάρων ετών. Ήταν μια κίνηση αντισυμβατική, εμπνευσμένη από το εκπαιδευτικό σύστημα της Περσίας.
Όπως αναφέρει ο Ανδρέας Τσάκαλης στο άρθρο του Μαγεία στην αρχαία Ελλάδα, στη χώρα αυτή, όταν τα παιδιά των ευγενών έφθαναν στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, τα εμπιστεύονταν σε τέσσερις δασκάλους. O ένας ήταν Μάγος, ο άλλος έμπειρος νομοθέτης, ο τρίτος φιλόσοφος και ο τέταρτος γνώστης των πολεμικών τεχνών. O πρώτος τους δίδασκε τη μαγεία και την «τέχνη της βασιλείας».
Να σημειωθεί ότι η λέξη μαγεία προέρχεται από τη ρίζα Magh (επιστήμη) στη διάλεκτο Παχλεβί, ενώ στα σανσκριτικά Mah και Maha σημαίνει “μέγας”. Επομένως μαγεία είναι η “μεγάλη επιστήμη” ή “ιερή γνώση”.
Όσον αφορά την «τέχνη της βασιλείας», αυτή έχει εσωτερικό νόημα. «Βασιλιάς» αποκαλούνταν ο σοφός που είχε τέλεια αυτοκυριαρχία, και «βασιλεία» η αόρατη επικράτειά του. Αυτό εννοεί και ο Πλάτωνας όταν αναζητά τον τέλειο βασιλιά ή κυβερνήτη στους διαλόγους του Σοφιστής και Πολιτικός.
Και ας μην ξεχνάμε ότι ο Φίλιππος συνάντησε την Ολυμπιάδα, την μητέρα του Αλεξάνδρου, στη Σαμοθράκη, την εποχή που επρόκειτο να μυηθούν και οι δύο στα Μυστήρια των Καβείρων. Στα Μυστήρια αυτά προΐσταντο οι Μεγάλοι Θεοί, των οποίων δεν επιτρεπόταν να γίνουν γνωστά ούτε τα ονόματα ούτε ο αριθμός τους. Μεγάλοι Θεοί ονομάζονταν οι ακατανόητες οντότητες με την απόλυτη δύναμη που μπροστά τους ακόμη κι αυτός ο θάνατος ωχριά. Ο ανώτατος βαθμός μύησης στα Μυστήρια των Καβείρων ονομαζόταν Άναξ ή βασιλιάς.
Ο τίτλος αυτός δινόταν σ’ εκείνον που είχε πετύχει τέλεια αυτοκυριαρχία (αταραξία). Με άλλα λόγια, είχε κάνει πράξη τη Δελφική επιταγή «Γνώθι σαυτόν».
Αλλά τι ακριβώς σημαίνει να γνωρίσεις τον εαυτό σου;
«Το να μάθεις το σύμπαν είναι εύκολο, να γνωρίσεις τον διπλανό σου λίγο πιο δύσκολο, το να μάθεις όμως τον εαυτό σου είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα», γράφει με εμφανή χιουμοριστική διάθεση ο Διογένης Λαέρτιος. Και δεν έχει άδικο.
Το να γνωρίσεις τον εαυτό σου σημαίνει να μπορέσεις να τον «δεις». Αυτό γινόταν με δύο τρόπους: είτε το έκανες μόνος σου (αυτός είναι ο δρόμος του φιλοσόφου) είτε σου αποκαλυπτόταν στα Μυστήρια. Αλλά επειδή η λέξη “μυστήρια” προέρχεται από το ρήμα μύω, που σημαίνει “κλείνω το στόμα”, δεν θα πούμε περισσότερα. Όμως, έστω και συνοπτικά, στις προηγούμενες λίγες παραγράφους έχουμε δώσει όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα να για στοχαστεί κανείς πάνω σε αυτό το θέμα.
Η γνωριμία, η συνάντηση και η ευθυγράμμιση με τον ανώτερο εαυτό ήταν όλη η ουσία των Μυστηρίων. Αυτό βέβαια δεν μπορούσε να το κάνει ο καθένας. Έπρεπε να ήσουν προετοιμασμένος, και για το έργο αυτό (γνωστό στην ελληνική παράδοση ως «ηρωικό μονοπάτι») πολλές φορές δεν έφτανε ούτε μια ζωή.
Όταν όμως γινόταν, από την ευθυγράμμιση του υλικού ανθρώπου με τον θείο σπινθήρα που είχε αφυπνίσει μέσα του, ξεπηδούσε μια φλόγα που αποτυπωνόταν σε κάθε λόγο και σε κάθε πράξη του: ένας ήρωας, ένας ημίθεος.
Ένας τέτοιος αφυπνισμένος άνθρωπος ήταν ο Ευριπίδης. Στη Σαλαμίνα υπάρχει η σπηλιά όπου ο Ευριπίδης είχε γράψει κάποιες από τις τραγωδίες του. Μετά το θάνατο του ποιητή, η σπηλιά έγινε ιερό άντρο και σε αυτήν λατρευόταν ο Ευριπίδης ως ήρωας. Ανάλογα ιερά υπήρχαν στην Αθήνα προς τιμήν του Σοφοκλή και στην Πάρο προς τιμήν του ιδρυτή της λυρικής ποίησης Αρχίλοχου. Γιατί, όπως λέει ο Πίνδαρος, για το επίτευγμά τους αυτό, να γνωρίσουν δηλαδή τον εαυτό τους,
«ήρωες και άγιοι λογιάζονται απ’ τους ανθρώπους».
Σημειώστε την ομοιότητα ανάμεσα στη λέξη ιερός (στην ιωνική διάλεκτο ιρός, στην αιολική ίρος) και στη λέξη ήρως, γιατί οι παλιοί Έλληνες χρησιμοποιούσαν το γιώτα στη θέση του ήτα (Κρατύλος, 418c).
Αυτήν ακριβώς την ιδιότητα του αφυπνισμένου ή θείου ανθρώπου θαυμάζουμε και στον Αλέξανδρο, χωρίς πάντοτε να το συνειδητοποιούμε∙ και είναι αυτή που εξυψώνει τα έργα του στη σφαίρα του θαυμαστού και κάνει την προσωπικότητά του διαχρονικά ακαταμάχητη.
Τον θαυμάζουμε επειδή έχοντας αφυπνίσει τον εσωτερικό ή ανώτερο εαυτό, φαντάζει στα μάτια μας ως ημίθεος – κάτι που είτε σκόπιμα είτε εκ τύχης αναγνώρισαν και οι ιερείς του Άμμωνα, όταν τον υποδέχτηκαν στο μαντείο του θεού στην όαση Σίουα. Και αυτό το κατόρθωμα, το να γνωρίσει δηλαδή τον αληθινό εαυτό του, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Αριστοτέλη, που έδωσε στον μαθητή του τα εργαλεία για να αφυπνίσει την ανώτερη φύση του.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Πλούταρχος, στο Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής, αποκαλεί στον Αλέξανδρο «φιλόσοφο», αυτός είναι ο λόγος που η περσική παράδοση τον αναγνωρίζει ως Μέγα Θεραπευτή, ο λόγος που για το Ισλάμ είναι ο Ισκάντερ “Ζουλ Καρνάϋν” (“Δικέρατος”, όπως αποκαλείται ο Μακεδόνας στρατηλάτης μεταφορικά), προφήτης και σωτήρας του λαού του στο Πλήρωμα του Χρόνου.
Ο Μέγας Αλέξανδρος θα πεθάνει στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ. στη Βαβυλώνα, κοντά στη σημερινή Βαγδάτη, σε ηλικία μόλις 33 ετών.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 7 Μαρτίου του 322, θα φύγει από τη ζωή ο Αριστοτέλης σε ηλικία 62 ετών.
Αν και ο ίδιος ο στρατηλάτης είχε εκφράσει την επιθυμία να ταφεί στο ιερό του Άμμωνα Δία, στην όαση Σίουα, η σορός του μεταφέρθηκε από τον Πτολεμαίο στην Αλεξάνδρεια. Αργότερα η σορός του θα εξαφανιστεί ώστε να μην μπορέσει να τη βρει κανείς άνθρωπος.
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ πίστευαν ότι ο χρόνος είναι κυκλικός. Έτσι, το χειμώνα του 221 μ.Χ., σχεδόν πεντακόσια πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του, ο Μακεδόνας στρατηλάτης θα εμφανιστεί ξανά, κατά το τέταρτο έτος της βασιλείας του Ηλιογάβαλου, όπως αναφέρει ο Δίων Κάσσιος στη Ρωμαϊκή Ιστορία (Bιβλίο LXXX 18, 2):
«Όσον αφορά εμένα, είμαι πεπεισμένος ότι όλα αυτά (ο θάνατος του εκκεντρικού αυτοκράτορα Ηλιογάβαλου και η άνοδος στην εξουσία του Σεβήρου Αλεξάνδρου) έγιναν με κάποια θεϊκή παρέμβαση. Γιατί λίγο πριν, εμφανίστηκε στην Άνω Mυσία και στη Θράκη κάποιος δαίμονας, λέγοντας ότι είναι ο Αλέξανδρος ο Μακεδών και φέροντας τα όπλα και την σκευή του Έλληνα στρατηλάτη. Εξόρμησε από την περιοχή του Ίστρου, χωρίς κανείς να ξέρει πώς εμφανίστηκε εκεί, οδηγώντας 400 άνδρες που κρατούσαν θύρσους και ήταν ντυμένοι με δέρματα ελαφιών (νεβρίδας).
Και αφού διέσχισε τη Μυσία και τη Θράκη χωρίς να προξενήσει κανένα κακό, όπως ομολογούν όλοι όσοι τον είδαν, βαδίζοντας πάντα με το φως της μέρας έφτασε εν πομπή στο Βυζάντιο, χωρίς κανείς άρχοντας, στρατιώτης, επίτροπος ή κυβερνήτης επαρχίας να τολμήσει να τον σταματήσει. Από εκεί πέρασε με πλοίο στην Χαλκηδόνα, όπου μετά από κάποιες νυχτερινές ιεροτελεστίες και αφού έθαψε στη γη ένα ξύλινο άλογο, εξαφανίστηκε».
Ο Δίων Κάσσιος, που τα γράφει αυτά, είναι εγγονός του περίφημου ρήτορα Δίωνος Χρυσόστομου από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Την εποχή εκείνη ήταν κυβερνήτης Σμύρνης και Περγάμου, επομένως πολύ κοντά στο μέρος όπου έλαβε χώρα το παράδοξο αυτό περιστατικό
.
Αρχίζοντας από τη γεωγραφία, Άνω Μυσία είναι η σημερινή Βουλγαρία και Ίστρος ο Δούναβης ποταμός. Το Βυζάντιο είναι η μετέπειτα Κωνσταντινούπολη και Χαλκηδόνα η πόλη που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, επί της μικρασιατικής ακτής, στην είσοδο του Βοσπόρου. Το ότι οι άνδρες του Αλεξάνδρου κρατούσαν θύρσους (μακριά ραβδιά) και ήταν ντυμένοι με δέρματα ελαφιών, θυμίζει τους Ορφικούς και τους Διονυσιακούς θιάσους, ενώ το ξύλινο άλογο παραπέμπει στην Τροία.
Πιο πολύ ενοχλεί ο όρος “δαίμων” που χρησιμοποιεί ο Δίων, αυτός όμως αντανακλά το θρύλο σύμφωνα με τον οποίο ο Αλέξανδρος ήταν ημίθεος, δηλαδή προέρχονταν από την ένωση θεού με θνητή. Όπως εξηγεί ο Πλάτωνας στον Κρατύλο (398 c), στα παλιά χρόνια οι ημίθεοι λέγονταν και “δαίμονες”, επειδή και στη ζωή και στο θάνατο ήταν δαήμονες, δηλαδή ειδήμονες, σοφοί.
Δαίμων ήταν ο Ασκληπιός, που θεοποιήθηκε μετά το θάνατό του, αλλά και ο Πυθαγόρας, όπως διαβάζουμε στην 50η επιστολή του Απολλώνιου Τυανέα, στην οποία αναφέρεται ότι ο Σάμιος σοφός ανήκε και αυτός στη γενιά των δαιμόνων. (Εν γένει δαιμόνων και ο σοφότατος Πυθαγόρας ην).
Ο Ηράκλειτος επίσης έλεγε ότι «ήθος ανθρώπω δαίμων», ενώ ο Δημόκριτος θεωρούσε την ψυχή «οικητήριον δαίμονος»∙ δηλαδή ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι κατοικία κάποιου θεού (πρβλ. το “δαιμόνιο” του Σωκράτη). Δαιμόνιος ήταν και ο Αριστοτέλης. Στην εισαγωγή του έργου Προλεγόμενα της Πλάτωνος φιλοσοφίας διαβάζουμε: «Ο μεν δαιμόνιος Αριστοτέλης της θεολογικής αυτού φιλοσοφίας αρχόμενος πάντας ανθρώπους έφη του ειδέναι αφίεσθαι».
Με τη φράση «δαίμων τις Αλέξανδρός τε ο Μακεδών εκείνος είναι λέγων», ο Δίων θέλει να πει ότι δεν εμφανίστηκε κάποιος «δαίμονας» με τη μορφή του Αλεξάνδρου, αλλά ο Αλέξανδρος ο ίδιος. Τέτοιες δηλώσεις σήμερα απορρίπτονται επειδή ακυρώνουν τη λογική.
Η μόνη λογική εξήγηση είναι ότι έχουμε μια χρονική επανάληψη της διαδρομής που ακολούθησε ο Αλέξανδρος όταν εισέβαλε στην Ασία, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα μαγνητικά πεδία της γης. Όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, «όταν ο Αλέξανδρος διέσχισε τον Ελλήσποντο και έφθασε στην Τροία θυσίασε στην Αθηνά και πρόσφερε σπονδές στους ήρωες. Μάλιστα άλειψε με λάδι τη στήλη του Αχιλλέα και έτρεξε γύρω από αυτή γυμνός, με τους συντρόφους του, όπως απαιτούσε το έθιμο».
Στα χρόνια του Ηλιογάβαλου, αυτοί που συγκροτούσαν το ρωμαϊκό imperium, όπως ο Δίων Κάσσιος, είχαν απογοητευθεί από τα καμώματα και την έκλυτη ζωή του νεαρού αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν τόσο αδιάφορος όσο και ακατάλληλος για τη δημόσια διοίκηση, και είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον εξάδελφό του, τον Σεβήρο Αλέξανδρο, ο οποίος δεν είχε μολυνθεί από τις διαστροφές του Ηλιογάβαλου. Η εμφάνιση του Μακεδόνα στρατηλάτη λειτούργησε σαν οιωνός της πτώσης του Ηλιογάβαλου και της ανόδου στο θρόνο του Σεβήρου Αλεξάνδρου. Αυτό πραγματοποιήθηκε το Μάρτιο του 222.
Οι προσδοκίες των ανθρώπων και οι συγκυρίες στο χώρο και το χρόνο οδήγησαν στην αναδημιουργία, στην αναπαράσταση ενός συμβάντος που είχε προηγηθεί. Όμως αυτή η επανάληψη της εισβολής του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία, που έγινε στα χρόνια του Δίωνος, αποδεικνύει και κάτι άλλο: ότι ο χρόνος δεν είναι παρά μια πλάνη. Και μόνο το γεγονός ότι δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε μια στιγμή από το φαινομενικό παρελθόν του από μια άλλη που ανήκει στο φαινομενικό παρόν του, αρκεί να τον αποσυνθέσει.
Αυτό που βασιλεύει στο σύμπαν είναι η αιωνιότητα. Η αίσθηση που έχουμε του χρόνου οφείλεται στην προσωπική μας ταυτότητα που εδρεύει στη μνήμη. Είναι γνωστό ότι η απώλεια αυτής της ταυτότητας συνεπιφέρει τη χαύνωση ή την άνοια. Η εναίσθηση αυτής της ταυτότητας δημιουργεί το χρόνο. Χωρίς την αιωνιότητα, χωρίς έναν καθρέφτη μυστικό και λεπταίσθητο, που να φυλάει ό,τι συνέβη στον κόσμο, η παγκόσμια ιστορία δεν θα ήταν παρά χαμένος χρόνος – και μαζί της και η προσωπική μας ιστορία. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, διαφορετικά όλοι μας δεν θα ήμασταν τίποτε περισσότερο από φαντάσματα. Αυτά όμως ας τα αφήσουμε στους πιο ειδικούς.
Ας έρθουμε τώρα στο φοβερό μυστικό που κρύβει ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η Αλεξάνδρεια είναι σαν χιτώνας πεταμένος στο χώμα ανάμεσα στο δυτικό Δέλτα του Νείλου, τη Μεσόγειο και τη Μαρεώτιδα λίμνη. Κοντά στο ανατολικό θαλάσσιο λιμάνι απλωνόταν η περιοχή που είναι γνωστή ως Βρούχειον. Εδώ υπήρχαν τα βασιλικά ανάκτορα των Πτολεμαίων, μέγαρα, κήποι, ιερά κι ένας ζωολογικός κήπος.
Καταλάμβανε μεγάλο τμήμα της βόρειας και κεντρικής περιοχής της πόλης και ήταν σαφώς το πιο ευχάριστο μέρος για να ζήσει κανείς σ’ αυτό. Εδώ υπήρχε το Μουσείο (Πανεπιστήμιο) με την περίφημη Βιβλιοθήκη, το Πολυτεχνείο και η Ηροφίλειος Ιατρική Σχολή. Εδώ ήταν επίσης το Σήμα (ή Σώμα), ο τάφος του Αλεξάνδρου, που τη σορό του την είχε μεταφέρει στην πόλη ο Πτολεμαίος Α΄ ο Σωτήρ και την εγκιβώτισε μέσα σ’ ένα μεγαλοπρεπές χρυσό φέρετρο. Αργότερα, όταν στένεψαν τα οικονομικά, ο Πτολεμαίος Ι΄ το απομάκρυνε και το αντικατέστησε με αλαβάστρινο.
(Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για το πώς βρέθηκε το σώμα του στρατηλάτη στην Αίγυπτο από τη Βαβυλώνα, όπου είχε πεθάνει. Είναι πάντως γεγονός ότι ο ίδιος επιθυμούσε να ταφεί στο ιερό του Άμμωνα Δία, όπου ο θεός τον είχε βεβαιώσει για τη θεϊκή του υπόσταση).
Εδώ ήταν που το 30 π.Χ. ο Οκταβιανός Αύγουστος είδε με τα μάτια του τη λάρνακα και το σώμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που του έφεραν από τα άδυτα του ναού, και του απέδωσε τιμές τοποθετώντας επάνω ένα στέμμα χρυσό και ραίνοντάς το με άνθη. Όταν μάλιστα ρωτήθηκε αν θα ήθελε να δει και τον Πτολεμαίο, απάντησε ότι επιθυμία του ήταν να δει έναν βασιλιά, όχι πτώματα. (Σουητώνιος, βιβλίο ΙΙ, XVIII).
Επειδή η χώρα είχε συνταχθεί με τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα, ο Οκταβιανός υποβίβασε την Αίγυπτο σε επαρχία του ρωμαϊκού κράτους και της αρνήθηκε κάθε δικαίωμα αυτοδιακυβέρνησης. Αυτό θα γίνει πολύ αργότερα, το 200 μ.Χ. όταν της παραχωρήθηκε σύγκλητος από τον αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο.
Ο Σεπτίμιος Σεβήρος που βασίλευσε από το 193 έως το 211 (ο οποίος δεν πρέπει να συγχέεται με τον Σεβήρο Αλέξανδρο που βασίλευσε από το 222 έως το 235), επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του κατά των Πάρθων στην Ανατολή. Συνοδευόταν από τη γυναίκα του, την Ιουλία Δόμνα, τον συγκλητικό Δίωνα Κάσσιο, που ήταν φίλος και σύμβουλός του, και από τον γραμματέα της Ιουλίας τον Φλάβιο Φιλόστρατο.
Εκτός του Δίωνος Κάσσιου και του Φιλόστρατου είναι πιθανό να τον συνόδευαν και άλλοι διανοούμενοι από τον λεγόμενο Κύκλο των Γεωμετρών, την συντροφιά των φωτισμένων ανθρώπων που είχε σχηματίσει γύρω της η Ιουλία Δόμνα, όπως για παράδειγμα ο Γαληνός, ο Διογένης Λαέρτιος ή ο Αθήναιος. Αυτό όμως είναι απλή εικασία.
Μετά τις επίσημες εκδηλώσεις της υποδοχής, ο Σεβήρος εξέφρασε την επιθυμία να ανέβη το Νείλο, όπως είχε κάνει κάποτε και ο αυτοκράτορας Αδριανός. Μόνο που αυτή τη φορά δεν επρόκειτο για ταξίδι αναψυχής.
Χωρίς την αναφορά του Δίωνος Κάσσιου, δεν θα γνωρίζαμε τίποτε για το περίεργο αυτό ταξίδι, το οποίο δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι σφράγισε τη μοίρα της ανθρωπότητας. Και είναι παράδοξο το πώς έχει διαφύγει μέχρι σήμερα της προσοχής των αρχαιολόγων και των ιστορικών. Να πώς περιγράφει ο αυτόπτης μάρτυρας Δίων Κάσσιος τα γεγονότα (Ρωμαϊκή Ιστορία, βιβλίο LXXVI, 13, 2):
Είκοσιν δ’ ουν ημέρας τη πολιορκία προσεδρεύσας ες την Παλαιστίνην μετά τούτο ήλθε και τω Πομπηίω ενήγισε, και ες την Αίγυπτον την άνω διά του Νείλου ανέπλευσε και είδε πάσαν αυτήν πλην βραχέων∙ ου γαρ ηδυνήθη προς τα της Αιθιοπίας μεθόρια διά λοιμώδη νόσον εσβαλείν. Και επολυπραγμόνησε πάντα και τα πάνυ κεκρυμμένα∙ ην γαρ οίος μηδέν μήτε ανθρώπινον μήτε θείον αδιερεύνητον καταλιπείν∙ κακ τούτου τα τε βιβλία πάντα τα απόρρητόν τι έχοντα, όσα γε και ευρείν ηδυνήθη, εκ πάντων ως ειπείν των αδύτων ανείλε και το του Αλεξάνδρου μνημείον συνέκλεισεν, ίνα μηδείς έτι μήτε το τούτου σώμα ίδη μήτε τα εν εκείνοις γεγραμμένα αναλέξηται. – (Xiph. 311, 5-14 R. St., Exc.Val. 346, p. 737).
«Μετά από πολιορκία είκοσι ημερών [εννοεί την πολιορκία της Άτρης στη Μεσοποταμία], (ο Σεβήρος) πήγε στην Παλαιστίνη όπου θυσίασε στο πνεύμα του Πομπήιου. Από εκεί έπλευσε με πλοίο στην Άνω Αίγυπτο, διασχίζοντας το Νείλο, και είδε όλη τη χώρα με μερικές μόνο εξαιρέσεις∙ για παράδειγμα, δεν μπόρεσε να περάσει τα σύνορα της Αιθιοπίας εξαιτίας κάποιας λοιμώδους νόσου. Ερεύνησε τα πάντα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ήταν προσεκτικά κρυμμένα. Ανήκε στο είδος του ανθρώπου που δεν αφήνει τίποτα χωρίς έρευνα, ανεξάρτητα αν αυτό είναι ανθρώπινο ή θεϊκό. Έτσι, λοιπόν, αφού απέσπασε κυριολεκτικά από τα άδυτα (των ναών) όσα ιερά βιβλία μπόρεσε να βρει που περιείχαν απόρρητες γνώσεις, τα σφράγισε στον τάφο του Αλεξάνδρου, έτσι που κανείς πλέον να μη μπορεί στο μέλλον να δει το σώμα του ή να διαβάσει αυτά που ήταν γραμμένα στα βιβλία».
Αυτό που μας λέει ο Δίων είναι ότι ο Σεβήρος και η συντροφιά του επισκέφθηκαν κατά μήκος του Νείλου τα μέρη εκείνα όπου οι ιερείς της Αιγύπτου τελούσαν παλιά τα Μυστήρια, δηλαδή στην Ηλιούπολη, τη Σάιδα, την Άβυδο, στις υπόγειες κρύπτες της Μέμφιδας και των Θηβών, και στις Φίλες (το νησί του Νείλου κοντά στον πρώτο καταρράκτη). Και αφού ανέσυρε από τα άδυτα των ναών όσα βιβλία μπόρεσε να βρει που περιείχαν τα πιο ιερά και απόρρητα μυστικά, τα μετέφερε στην Αλεξάνδρεια και τα σφράγισε στον τάφο του Αλεξάνδρου, «έτσι που κανείς πλέον να μη μπορεί στο μέλλον να δει το σώμα του ή να διαβάσει αυτά που ήταν γραμμένα στα βιβλία».
Από τα λεγόμενα του Δίωνος, αλλά και την αναφορά του Σουητώνιου ότι έφεραν τη λάρνακα με το σώμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου «από τα άδυτα του ναού» για να το δει ο Αύγουστος, συμπεραίνουμε ότι ο τάφος του Μακεδόνα στρατηλάτη δεν ήταν ένα αξιοθέατο, όπως το Μαυσωλείο του Λένιν στην Κόκκινη Πλατεία. Αντίθετα, ήταν τόπος κρυφός και απαραβίαστος.
Σε αυτό λοιπόν το μυστικό μέρος ο Σεβήρος αισθάνθηκε τη σιγουριά πως αν έκλεινε εκεί τα βιβλία με τις απόρρητες γνώσεις, κανείς δεν θα μπορούσε στο μέλλον να τα βρει. Και αυτό γιατί ούτε η τοποθεσία του τάφου ήταν γνωστή ούτε μπορούσε να διεισδύσει κάποιος τυχαία. Ίσως να επρόκειτο για κατακόμβες. Άλλωστε η Αίγυπτος ήταν φημισμένη για τις υπόγειες στοές που απλώνονταν για εκατοντάδες χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους.
Όσο για το τι είδους μυστικά περιέχουν τα «απόρρητα βιβλία» των Αιγυπτίων παίρνουμε μια ιδέα, αν αναλογιστούμε ότι ανάμεσά τους υπάρχει το “Βιβλίο του Θωθ”, του Αιγύπτιου Ερμή, δηλαδή του Ερμή του Τρισμέγιστου. Δεν γνωρίζουμε απόλυτα τα περιεχόμενο του βιβλίου, εκτός του ότι οι σελίδες του ήταν γεμάτες με παράξενα ιερογλυφικά σχέδια και σύμβολα, τα οποία, καθώς και αυτοί που ήταν εξοικειωμένοι με τη χρήση τους, είχαν απεριόριστη δύναμη πάνω στα πνεύματα του αέρα και τις θεότητες του κάτω κόσμου.
Ωστόσο, το “Βιβλίο του Θωθ” δεν ήταν ένα τυχαίο μαγικό βιβλίο. Όπως μας πληροφορούν μεταγενέστεροι συγγραφείς, οι τελετές των αρχαίων Μυστηρίων ήταν σχεδιασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να διεγείρουν συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου εκείνων που συμμετείχαν. Η συνείδηση μετατοπιζόταν και οι νεόφυτοι είχαν την εντύπωση ότι συναντούσαν τους Αθανάτους.
Το “Βιβλίο του Θωθ” περιέγραφε ακριβώς τη μέθοδο με την οποία πραγματοποιείται αυτή η διέγερση. Περιείχε, επομένως, το κλειδί της αθανασίας.
Μιλώντας ένας κατεξοχήν αρμόδιος, ο Ιάμβλιχος, λέει ότι τα όσα αφηγείται στο βιβλίο ο Ερμής «τα ερμήνευσε ο Βίτυς, ο προφήτης, στον βασιλιά Άμμωνα, βρίσκοντάς τα γραμμένα σε πλάκα με ιερογλυφικά στα άδυτα της Σάιδος», δίνοντας στο βιβλίο «το όνομα του θεού που διαπερνά τον κόσμο όλο», δηλαδή του Ερμή ή Θωθ. (Περί Αιγυπτίων μυστηρίων, 8, 5). Η Σάις βρίσκεται στο Δέλτα του Νείλου.
Φαίνεται πως ο Ιάμβλιχος είχε υπόψη του κάποιο αντίγραφο του Βιβλίου του Θωθ, το οποίο σχολίαζε σ’ ένα δικό του βιβλίο, το Περί Θεών, που κι αυτό έχει χαθεί. Αποσπάσματα συναντάμε στο βιβλίο του Πρόκλου Πλατωνική Θεολογία (Ι) και στο βιβλίο του Δαμάσκιου (τελευταίου διευθυντή της πλατωνικής Ακαδημίας), Απορίαι και λύσεις περί των πρώτων αρχών (κεφ. 61, Ι).
Τα Μυστήρια που τελούνταν στην Άβυδο ήταν εξίσου φοβερά και απόρρητα επειδή περιείχαν μυστικά που σχετίζονται με τις ίδιες τις λειτουργίες του σύμπαντος. Αυτό αναφέρει ο Ιάμβλιχος λέγοντας: «Τα μέρη του σύμπαντος παραμένουν σε τάξη… επειδή δεν γίνονται γνωστά τα λόγια της Ίσιδος… Και όλα παραμένουν τέλεια και ολοκληρωμένα, επειδή τα απόρρητα στην Άβυδο δεν αποκαλύπτονται ποτέ» (Περί Αιγυπτίων μυστηρίων, 6, 7).
Ο Σεβήρος, λοιπόν, συγκέντρωσε όλα τα γραπτά μνημεία της μυστικής γνώσης της μακρινής αρχαιότητας και τα ενέκλεισε στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ώστε να μην πέσουν στα χέρια βέβηλων ή αμύητων. Κάτι ανάλογο συνέβη και με τα βιβλία τα οποία βρέθηκαν στον τάφο του Νουμά στην αρχαία Ρώμη. Όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, δεν επετράπη να γίνουν γνωστά, μήπως και αποκαλύψουν τα πιο ιερά μυστικά της κρατικής θρησκείας. Η Σύγκλητος και οι άρχοντες του λαού αποφάσισαν ότι τα βιβλία έπρεπε να καούν, πράγμα που έγινε.
Την εποχή του Σεβήρου (200 μ.Χ.) παιζόταν η τελευταία πράξη μιας παρακμής η οποία είχε αρχίσει πεντακόσια χρόνια πριν, λίγο μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 302 π.Χ. ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, ο επιφανέστερος των επιγόνων του στρατηλάτη, θέλησε να μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια χωρίς προηγουμένως να έχει μυηθεί στα μικρά μυστήρια προ επτά μηνών, όπως επέβαλαν οι κανόνες. Από δουλοφροσύνη προς το πρόσωπό του, οι Αθηναίοι διέπραξαν τότε την απρέπεια να μετονομάσουν τον μήνα της άφιξής του στην Αθήνα δύο φορές: την μεν πρώτη σε Ανθεστηριώνα (Φεβρουάριο-Μάρτιο) για να τον μυήσουν στα μικρά, αμέσως δε μετά τη μύηση σε Βοηδρομιώνα (Σεπτέμβριο) για να μυηθεί και στα μεγάλα.
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, δεν υπάρχουν πια ιεροφάντες ούτε μυσταγωγοί ικανοί να εξηγήσουν στους υποψήφιους για μύηση τα μυστήρια της κοσμογονίας και της φύσης. Οι γνήσιοι μύστες είναι σπάνιοι και, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα, τα Μυστήρια έχουν υποβιβαστεί στο επίπεδο της απλής μίμησης μιας τελετουργίας χωρίς νόημα, αφού τα μυστικά είτε έχουν χαθεί είτε δεν μπορούν πλέον να γίνουν κατανοητά.
Η ιστορία επεφύλαξε στον Σεβήρο την παράξενη μοίρα της απόκρυψης των Μυστηρίων και της αληθινής γνώσης από το πεπρωμένο της βαθμιαίας φθοράς και συσκότισης από τις απλές ανθρώπινες αντιλήψεις, δεισιδαιμονίες και ψεύδη. Όπως μας πληροφορεί ο Δίων που τον γνώριζε καλά, «ο Σεβήρος ήταν φοβερός τόσο στο να προβλέπει επακριβώς το μέλλον όσο και στο να διοικεί ασφαλώς στο παρόν, φέρνοντας στο φως οτιδήποτε ήταν κρυμμένο∙ και απλοποιώντας οτιδήποτε ήταν περίπλοκο, μπορούσε να τελειώνει κάθε δύσκολη δουλειά σαν να ήταν κάτι απλό» (Δίων, βιβλίο LXXΙV, 15, σημ. 2 Cf. Exc. Val. 333 p. 730).
Ο Σεπτίμιος Σεβήρος θα πεθάνει έντεκα χρόνια αργότερα. Θα τον διαδεχτεί ο γιος του Καρακάλλας, ο οποίος το 217 θα δολοφονηθεί από τον Μακρίνο, που οι στρατιώτες τον είχαν ανακηρύξει αυτοκράτορα. Λίγους μήνες μετά, ο Μακρίνος θα εκτελεστεί και αυτοκράτορας θα γίνει ένα νεαρό αγόρι που από το ανιαρό έργο της δημόσιας διοίκησης προτιμούσε τις άσωτες απολαύσεις μιας έκλυτης ζωής.
Το 222 ο Ηλιογάβαλος θα εκτελεστεί και στο ύπατο αξίωμα της ρωμαϊκής ηγεμονίας θα ανέλθει ο ξάδερφός του, ο Σεβήρος Αλέξανδρος που θα κυβερνήσει έως το 235. Με τον Σεβήρο Αλέξανδρο τελειώνει και η σειρά των αυτοκρατόρων που είχε εγκαινιάσει το 27 π.Χ. ο Αύγουστος. Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν, γνωστά στους ιστορικούς ως «Κρίση του 3ου αιώνα», θα φέρουν την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και θα γεννήσουν τον μεσαίωνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Dio Cassius, Roman History, vol. 9, Loeb Classical Library, Cambridge, Massachusetts, Harvard University Press, London 2001.
– Ιάμβλιχος, Προτρεπτικόςεπίφιλοσοφίαν, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002.
– Ιάμβλιχος, Περί Αιγυπτίων μυστηρίων, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2005.
– Σουητώνιος, Οι βίοι των Καισάρων, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1997.
– Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, τόμ. 17, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1993.
– Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1949.
– Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμεια, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1964.
– Α. Τσάκαλης, Μαγεία στην αρχαία Ελλάδα, περ. Mystic View, τεύχος 12, Ιούνιος 2000.
Από τον Αναστάσιο Ν. Πανά
Πηγή
ΟΤΑΝ ο Αλέξανδρος έγινε δεκατεσσάρων ετών, ο Φίλιππος, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, έγραψε στον Αριστοτέλη, που τότε ήταν σαράντα δύο ετών, την ακόλουθη επιστολή:
«Ο Φίλιππος εύχεται στον Αριστοτέλη υγεία. Γνωρίζεις ότι έχω ένα γιο. Ευχαριστώ τους θεούς, όχι επειδή γεννήθηκε, αλλά επειδή γεννήθηκε στα χρόνια που ζεις εσύ, γιατί πιστεύω πως μόνο αν εκπαιδευτεί και διδαχθεί από σένα θα μπορέσει να γίνει αντάξιος του βασιλείου που πρόκειται να κληρονομήσει».
Ο Αριστοτέλης, που δίδασκε στην Άσσο (Τρωάδα) και τη Μυτιλήνη, αποδέχθηκε την πρόσκληση και ταξίδεψε στη Μακεδονία το τέταρτο έτος της 108ης Ολυμπιάδας (343/2 π.Χ.). Έμεινε κοντά στον Αλέξανδρο οκτώ χρόνια και του δίδαξε όλα όσα κάνουν έναν άνθρωπο ολοκληρωμένο: την ευγένεια, την μεγαλοπρέπεια και την μεγαλοψυχία, την ανδρεία και την μετριοπάθεια, την επιείκεια, την δικαιοσύνη, την φιλαλήθεια, την φιλία, την αξιοπρέπεια και την καρτερία.
Είπε στον νεαρό μαθητή του ότι οι δρόμοι που έχει να επιλέξει κανείς στη ζωή είναι τρεις: ο πολιτικός, ο φιλοσοφικός και ο δρόμος των απολαύσεων. Τον τελευταίο ακολουθούν όσοι καλοτυχίζουν το τάδε ή το δείνα ξακουστό πρόσωπο που δεν επιζητεί τίποτε άλλο στη ζωή του παρά τις συνεχείς ηδονές και απολαύσεις, θεωρώντας ότι η ευτυχία είναι καρπός των σωματικών ηδονών. Από την άλλη μεριά, όσοι ακολουθούν τον δρόμο της πολιτικής, δεν το κάνουν επειδή επιδιώκουν τις γενναίες και καλές πράξεις που εμπνέει η αρετή, αλλά ασπάζονται αυτό τον τρόπο ζωής επειδή αποβλέπουν στον πλουτισμό και σε άλλα ωφελήματα, όπως η αναγνώριση και η δόξα.
«Και τι σημαίνει να είσαι φιλόσοφος;» ρώτησε ο Αλέξανδρος.«Σημαίνει να είσαι βασιλιάς», απάντησε ο Αριστοτέλης.«Τι σημαίνει να είσαι βασιλιάς;»«Σημαίνει να ελέγχεις τον εαυτό σου. Το να επιβάλλεσαι στον εαυτό σου είναι περισσότερο βασιλικό από το να νικάς τους εχθρούς».
Τα μαθήματα αυτά έκαναν βαθιά εντύπωση στον Αλέξανδρο, ο οποίος είπε ότι στον μεν πατέρα του οφείλει το ζην, στον δάσκαλό του όμως το ευ ζην.
Μαθήματα ηγεσίας
Το 334, σε ηλικία 22 ετών, ο Αλέξανδρος εισβάλλει στην Ασία επικεφαλής 42.000 στρατιωτών για να επιτελέσει έναν άθλο που έμεινε μοναδικός στα παγκόσμια χρονικά: κατέλυσε την άλλοτε κραταιά περσική αυτοκρατορία, έδωσε μάχες οι οποίες μελετώνται μέχρι σήμερα, ίδρυσε πόλεις με πιο ονομαστή την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και έφερε τον ελληνικό πολιτισμό έως την Ινδία.
Το γεγονός ότι είναι ο μέγιστος στρατηγός όλων των εποχών οφείλεται εν μέρει στο δάσκαλό του και εν μέρει στη δική του πολύπλευρη και ευφυή στρατηγική, περισσότερο όμως σε αρετές που ήταν αποκλειστικά δικές του: μια δίχως προηγούμενο ταχύτητα στις κινήσεις, αποφασιστικότητα στο να αντιμετωπίζει το φαινομενικά αδύνατο, προσωπική ανάμειξη στους κινδύνους της μάχης και στις κακουχίες της εκστρατείας και σε μια ηρωική αίσθηση ύφους για όλα όσα έκανε.
Οι αρετές του είναι αποτυπωμένες στις μάχες του, οι οποίες δεν είναι απλώς αριστουργήματα στρατηγικής, αλλά πηγή έμπνευσης για όποιον θέλει να ηγηθεί είτε ενός κράτους είτε μιας επιχείρησης.
Αναλύοντας τις ενέργειες του Αλεξάνδρου, οι σύγχρονοι μελετητές μιλούν για ένα μοντέλο ηγεσίας που αποτελεί πρότυπο για τον κόσμο των σημερινών επιχειρήσεων. Το μοντέλο αυτό εφαρμόζεται μέσα από τέσσερις διαδικασίες: να θέτεις τα προβλήματα σε ένα νέο πλαίσιο, να κάνεις συμμαχίες, να έχεις μια αναγνωρίσιμη ταυτότητα και να χρησιμοποιείς σύμβολα για να αλλάξεις τον κόσμο. Κλασικό παράδειγμα της τελευταίας περίπτωσης είναι το κόψιμο του Γόρδιου Δεσμού.
Από τα επιτεύγματά του το διαρκέστερο ήταν ότι άπλωσε την ελληνική γλώσσα και τους θεσμούς στον ανατολικό κόσμο με τέτοιο τρόπο που επέφερε ρήγμα με το παρελθόν. Καμιά χώρα που να την κατέκτησε και να την αποίκησε ο Αλέξανδρος δεν ξαναγύρισε στις παλιές της συνήθειες ανεπηρέαστη από την κατάκτηση. Ακόμα και οι ελληνικές πόλεις-κράτη ποτέ δεν ξανακέρδισαν την παλιά αίγλη τους. Το κέντρο του ελληνικού κόσμου μετατοπίστηκε στην Αλεξάνδρεια και με αυτή τη μετατόπιση ξεπήδησε ένα νέο είδος ελληνικού και κατ’ επέκταση παγκόσμιου πολιτισμού.
Ακροαματικές και εποπτικές επιστήμες
«Κάθε εκστρατεία είναι απρόβλεπτη κι επειδή θέλω να κινούμαι γρήγορα, θα πάρω μαζί μου μόνο ένα βιβλίο», είπε ο μαθητής στον δάσκαλο. «Πρέπει να είναι μεγάλο όσο ο κόσμος, μικρό ώστε να μπορώ να το μεταφέρω και να περιέχει όλα τα μελλοντικά κατορθώματά μου».
«Ξέρω ποιο βιβλίο ζητάς», είπε ο Αριστοτέλης. «Είναι παλιό όσο κι ο χρόνος και καινούριο σαν την αυριανή μέρα. Έχω ακονίσει κάθε γράμμα και στιλβώσει κάθε λέξη μόνο για σένα. Αυτό θα είναι ο οδηγός σου».
Το βιβλίο αυτό ήταν η Ιλιάδα του Ομήρου, το πρώτο μνημείο των δυτικών λογοτεχνιών. Επρόκειτο για ένα και μόνο αντίτυπο που είχε επιμεληθεί και εκδώσει ο ίδιος ο Αριστοτέλης, σχολιάζοντας και εξηγώντας πλήρως τα σημεία εκείνα που φαίνονται άσκοπα ή περιττά στο απαίδευτο μάτι. Όπως ξέρουμε, ο Όμηρος, ο Πίνδαρος, ο Ηράκλειτος, ο Αίσωπος μπορούν να διαβαστούν με επτά διαφορετικούς τρόπους.
Το βιβλίο αυτό ο Αλέξανδρος το είχε πάντοτε δίπλα του, μαζί με το σπαθί του κάτω από το μαξιλάρι του. Κι όταν κάποτε βρέθηκε ανάμεσα στους θησαυρούς του Δαρείου ένα αλαβάστρινο κιβώτιο που το θαύμαζαν όλοι, το ζήτησε και φύλαξε μέσα σε αυτό το μοναδικό χειρόγραφο της Ιλιάδας.
Η αιτία που ψυχράνθηκαν οι σχέσεις του με τον Αριστοτέλη ήταν η ακόλουθη. Προελαύνοντας στην Ασία, έμαθε ότι ο δάσκαλός του είχε εκδώσει κάποια βιβλία στα οποία αποκάλυπτε τα μυστικά της σοφίας του. Δεν αναφέρεται ποια ήταν αυτά τα βιβλία, όμως η ενόχληση του Αλεξάνδρου ήταν μεγάλη, όπως φαίνεται από την επιστολή που του έστειλε:
«Ο Αλέξανδρος χαιρετά τον Αριστοτέλη και του εύχεται να είναι καλά. Δεν έπραξες σωστά εκδίδοντας τους ακροαματικούς λόγους. Γιατί, σε τι θα διαφέρουμε εμείς από τους άλλους, αν οι λόγοι με τους οποίους μορφωθήκαμε γίνουν κοινοί σε όλους; Εγώ θα ήθελα να διέφερα από τους άλλους περισσότερο στις γνώσεις των πιο καλών πραγμάτων παρά στη δύναμη. Να είσαι καλά».
Η επιστολή θίγει ένα ζήτημα που είχε τεθεί ήδη από την εποχή της Σχολής των Πυθαγορείων: ότι οι υψηλότερες και βαθύτερες διδασκαλίες των φιλοσόφων μεταδίδονται μόνο προφορικά. Σύμφωνα με τα λόγια που ο Απουλήιος αποδίδει στον Πυθαγόρα, «δεν σκαλίζεις έναν Ερμή σε κάθε λογής ξύλο» (non ex omni lingo, ut Puthagoras dicebat, debet Mercurius exsculpi).
Ο Αλέξανδρος νιώθει θιγμένος επειδή δεν θεωρεί τον εαυτό του απλό ακροατή του Αριστοτέλη. Κατά το λεξικό Liddell-Scott όσο και κατά το λεξικό της Σούδας, ακροατής είναι ο μαθητής γενικά, ενώ ο επόπτης φαίνεται ότι βρισκόταν στη δεύτερη ή την τρίτη βαθμίδα (μύστες – επόπτες – έφοροι) των μυημένων στα Μυστήρια της αρχαίας ελληνικής θρησκείας.
Με αυτά τα δεδομένα, το παραπάνω περιστατικό που παραθέτει ο Πλούταρχος δείχνει ότι τα όσα διδάχτηκε ο Αλέξανδρος συνέδεαν και συνδύαζαν τη θρησκεία με την πολιτική. (Το τι εννοούμε με αυτό εξηγείται στο τελευταίο μέρος του παρόντος έργου). Ο Αλέξανδρος επισημαίνει στον παλιό του δάσκαλο ότι αν οι διδασκαλίες αυτές γίνονταν κτήμα όλων, θα εξισώνονταν πνευματικά οι λίγοι με τους πολλούς, και ότι τον ίδιον περισσότερο τον ενδιέφερε να υπερέχει των άλλων στο πνεύμα παρά να τον αποκαλούν βασιλιά και κατακτητή.
Ο Αριστοτέλης, χωρίς να ταραχτεί, απάντησε πως πολλοί θα διάβαζαν τα βιβλία, ελάχιστοι όμως ήταν σε θέση να τα κατανοήσουν.
Η διδασκαλία του Αριστοτέλη
Ο Αριστοτέλης είχε δημοσιεύσει πιο πριν ένα εκλαϊκευμένο έργο με τίτλο Προτρεπτικός (παρότρυνση για φιλοσοφία), το οποίο στα μεταγενέστερα χρόνια θεωρείτο ότι είχε χαθεί. Το 1869, ο Ι. Bywater απέδειξε πως ένα βιβλίο που και αυτό τιτλοφορείται Προτρεπτικός, και ανήκει στον Ιάμβλιχο, τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο του 3ου αιώνα μ.Χ., ήταν στην πραγματικότητα το χαμένο έργο του Αριστοτέλη. Ο Ιάμβλιχος το είχε πάρει και το παρουσίασε ως δικό του, έχοντας αντιγράψει κατά λέξη ολόκληρα χωρία, τα οποία εύκολα αναγνωρίζονται.
Το έργο αυτό, που απευθυνόταν στο καλλιεργημένο κοινό της εποχής του Σταγειρίτη, τονίζει την αναγκαιότητα της φιλοσοφίας με την περίφημη φράση: «Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι δεν χρειάζεται να φιλοσοφούμε, πάλι θα πρέπει να φιλοσοφήσουμε για να αποδείξουμε γιατί δεν πρέπει να φιλοσοφούμε».
Προφανώς τα έργα που εννοεί ο Αλέξανδρος ότι αποκάλυπταν τις εσωτερικές (εποπτικές) διδασκαλίες, οι οποίες δίδονταν μόνο προφορικά (ακροαστικά) στους προχωρημένους μαθητές, είναι τα Ηθικά Νικομάχεια και κυρίως τα Ηθικά Ευδήμεια. Εκδόθηκαν ενόσω εκείνος βρισκόταν στην Ασία, με το τελευταίο να είναι ίσως το πιο ολοκληρωμένο έργο του Σταγειρίτη, καθώς ενσωματώνει όλους τους κλάδους της γνώσης: τη λογική, τη φυσική, τη βιολογία, τη μεταφυσική, την ηθική, την πολιτική, την ψυχολογία.
Κρίνοντας από το περιεχόμενό τους, η «εσωτερική» διδασκαλία του Αριστοτέλη θα μπορούσε να συνοψιστεί στα εξής βασικά σημεία:
Στον άνθρωπο κυρίαρχη δύναμη είναι η “φρόνηση”, δηλαδή η διανοητική δύναμη που σε υπερβατική ενόραση (θεωρία) νιώθει το θείο σαν την ανώτατη αξία και τον απεριόριστο κανόνα και ρυθμίζει σύμφωνα με αυτόν τη ζωή του. (Ηθ. Ευδ. Θ 3, 1249 b 20: τον θεόν θεραπεύειν και θεωρείν).
Μέσω της φρόνησης, ο άνθρωπος κυριαρχεί στα πάθη του, δηλαδή σε συναισθήματα όπως ο φόβος, ο θυμός, η δειλία, η επιθυμία και γενικά όσα έχουν ως επακόλουθο ένα αίσθημα ηδονής ή λύπης.
Πρέπει να θέτει κανείς έναν ειδικό σκοπό στη ζωή του (την τιμή, τη δόξα, τον πλούτο ή την πνευματική καλλιέργεια) και με τα βλέμματα αδιάκοπα καρφωμένα στον σκοπό που διάλεξε, οφείλει να διατάσσει όλες τις πράξεις του σύμφωνα με το σχέδιο αυτό. Γιατί είναι μεγάλη αφροσύνη το να μην έχει κανείς στη ζωή του ένα κανονικό και σταθερό σχέδιο. (Ηθ. Ευδ. Α 2, 1214 b 10).
Αυτό που δίνει ζωή στο σώμα είναι ο ανώτερος εαυτός. Μόνο αυτός είναι αθάνατος, ενώ το σώμα και η άλογη ψυχή (αστρικό σώμα) πεθαίνουν. Αυτός ο εαυτός προϋπάρχει του σώματος και επιζεί μετά από αυτό. Αυτός είναι ο πραγματικός άνθρωπος, ενώ το σώμα δεν είναι παρά μια πανουργία που τον συνοδεύει.
Ο άνθρωπος είναι βουτηγμένος στην ύλη, αλλά υπάρχει μια ουσία ξέχωρα από το σώμα, ο ανώτερος εαυτός (ποιητικός νους). Αυτός είναι ο πυρήνας της ύπαρξής μας. Όταν ο άνθρωπος ευθυγραμμιστεί μαζί του, τότε καθιστά τον εαυτό του αθάνατο και τον «διαιωνίζει» (αθανατίζειν) στη ζωή την ίδια. (Ηθ. Νικ. Χ 7 p 1177 b 31).
Φτώχια, αρρώστια και δυστυχία ταράζουν τον άνθρωπο και αφαιρούν από την ενάρετη ενέργεια (αρετήν) τα μέσα που εξασφαλίζουν ο πλούτος, η δύναμη και η επιρροή. Από την άλλη μεριά, η χαρά που δίνουν τα παιδιά, η συναναστροφή με φίλους, η υγεία, η ομορφιά, η αριστοκρατική καταγωγή έχουν καθαυτά την αξία τους. Το ουσιώδες στοιχείο της ευδαιμονίας είναι η εσωτερική αξιοσύνη, ενώ τα εξωτερικά και σωματικά αγαθά έχουν με την ευτυχία σχέση αρνητικών όρων.
Ακόμα και το πιο μεγάλο χτύπημα της μοίρας δεν μπορεί τον αντρειωμένο να τον κάνει κακομοιριασμένο (άθλιον), όσο κι αν του φράζει το δρόμο προς την ευτυχία. Ενάρετος είναι μόνο εκείνος που τον ευχαριστεί η εκτέλεση του αγαθού και του ωραίου χωρίς καμία άλλη προσθήκη και που στην ευχαρίστηση αυτή μετά χαράς θυσιάζει όλα τα υπόλοιπα. (Ηθ. Νικ. Χ 3 1174 b 31).
Αυτή είναι συνοπτικά η «εσωτερική» διδασκαλία του Αριστοτέλη. Θα δούμε στη συνέχεια πώς η διδασκαλία επηρέασε τον μαθητή.
Φιλόσοφος ή βασιλιάς
Όπως είπαμε στην αρχή, ο Φίλιππος εμπιστεύθηκε στον Αριστοτέλη τον Αλέξανδρο μόλις αυτός έγινε δεκατεσσάρων ετών. Ήταν μια κίνηση αντισυμβατική, εμπνευσμένη από το εκπαιδευτικό σύστημα της Περσίας.
Όπως αναφέρει ο Ανδρέας Τσάκαλης στο άρθρο του Μαγεία στην αρχαία Ελλάδα, στη χώρα αυτή, όταν τα παιδιά των ευγενών έφθαναν στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, τα εμπιστεύονταν σε τέσσερις δασκάλους. O ένας ήταν Μάγος, ο άλλος έμπειρος νομοθέτης, ο τρίτος φιλόσοφος και ο τέταρτος γνώστης των πολεμικών τεχνών. O πρώτος τους δίδασκε τη μαγεία και την «τέχνη της βασιλείας».
Να σημειωθεί ότι η λέξη μαγεία προέρχεται από τη ρίζα Magh (επιστήμη) στη διάλεκτο Παχλεβί, ενώ στα σανσκριτικά Mah και Maha σημαίνει “μέγας”. Επομένως μαγεία είναι η “μεγάλη επιστήμη” ή “ιερή γνώση”.
Όσον αφορά την «τέχνη της βασιλείας», αυτή έχει εσωτερικό νόημα. «Βασιλιάς» αποκαλούνταν ο σοφός που είχε τέλεια αυτοκυριαρχία, και «βασιλεία» η αόρατη επικράτειά του. Αυτό εννοεί και ο Πλάτωνας όταν αναζητά τον τέλειο βασιλιά ή κυβερνήτη στους διαλόγους του Σοφιστής και Πολιτικός.
Και ας μην ξεχνάμε ότι ο Φίλιππος συνάντησε την Ολυμπιάδα, την μητέρα του Αλεξάνδρου, στη Σαμοθράκη, την εποχή που επρόκειτο να μυηθούν και οι δύο στα Μυστήρια των Καβείρων. Στα Μυστήρια αυτά προΐσταντο οι Μεγάλοι Θεοί, των οποίων δεν επιτρεπόταν να γίνουν γνωστά ούτε τα ονόματα ούτε ο αριθμός τους. Μεγάλοι Θεοί ονομάζονταν οι ακατανόητες οντότητες με την απόλυτη δύναμη που μπροστά τους ακόμη κι αυτός ο θάνατος ωχριά. Ο ανώτατος βαθμός μύησης στα Μυστήρια των Καβείρων ονομαζόταν Άναξ ή βασιλιάς.
Ο τίτλος αυτός δινόταν σ’ εκείνον που είχε πετύχει τέλεια αυτοκυριαρχία (αταραξία). Με άλλα λόγια, είχε κάνει πράξη τη Δελφική επιταγή «Γνώθι σαυτόν».
Αλλά τι ακριβώς σημαίνει να γνωρίσεις τον εαυτό σου;
«Το να μάθεις το σύμπαν είναι εύκολο, να γνωρίσεις τον διπλανό σου λίγο πιο δύσκολο, το να μάθεις όμως τον εαυτό σου είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα», γράφει με εμφανή χιουμοριστική διάθεση ο Διογένης Λαέρτιος. Και δεν έχει άδικο.
Το να γνωρίσεις τον εαυτό σου σημαίνει να μπορέσεις να τον «δεις». Αυτό γινόταν με δύο τρόπους: είτε το έκανες μόνος σου (αυτός είναι ο δρόμος του φιλοσόφου) είτε σου αποκαλυπτόταν στα Μυστήρια. Αλλά επειδή η λέξη “μυστήρια” προέρχεται από το ρήμα μύω, που σημαίνει “κλείνω το στόμα”, δεν θα πούμε περισσότερα. Όμως, έστω και συνοπτικά, στις προηγούμενες λίγες παραγράφους έχουμε δώσει όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα να για στοχαστεί κανείς πάνω σε αυτό το θέμα.
Η γνωριμία, η συνάντηση και η ευθυγράμμιση με τον ανώτερο εαυτό ήταν όλη η ουσία των Μυστηρίων. Αυτό βέβαια δεν μπορούσε να το κάνει ο καθένας. Έπρεπε να ήσουν προετοιμασμένος, και για το έργο αυτό (γνωστό στην ελληνική παράδοση ως «ηρωικό μονοπάτι») πολλές φορές δεν έφτανε ούτε μια ζωή.
Όταν όμως γινόταν, από την ευθυγράμμιση του υλικού ανθρώπου με τον θείο σπινθήρα που είχε αφυπνίσει μέσα του, ξεπηδούσε μια φλόγα που αποτυπωνόταν σε κάθε λόγο και σε κάθε πράξη του: ένας ήρωας, ένας ημίθεος.
Ένας τέτοιος αφυπνισμένος άνθρωπος ήταν ο Ευριπίδης. Στη Σαλαμίνα υπάρχει η σπηλιά όπου ο Ευριπίδης είχε γράψει κάποιες από τις τραγωδίες του. Μετά το θάνατο του ποιητή, η σπηλιά έγινε ιερό άντρο και σε αυτήν λατρευόταν ο Ευριπίδης ως ήρωας. Ανάλογα ιερά υπήρχαν στην Αθήνα προς τιμήν του Σοφοκλή και στην Πάρο προς τιμήν του ιδρυτή της λυρικής ποίησης Αρχίλοχου. Γιατί, όπως λέει ο Πίνδαρος, για το επίτευγμά τους αυτό, να γνωρίσουν δηλαδή τον εαυτό τους,
«ήρωες και άγιοι λογιάζονται απ’ τους ανθρώπους».
Σημειώστε την ομοιότητα ανάμεσα στη λέξη ιερός (στην ιωνική διάλεκτο ιρός, στην αιολική ίρος) και στη λέξη ήρως, γιατί οι παλιοί Έλληνες χρησιμοποιούσαν το γιώτα στη θέση του ήτα (Κρατύλος, 418c).
Αυτήν ακριβώς την ιδιότητα του αφυπνισμένου ή θείου ανθρώπου θαυμάζουμε και στον Αλέξανδρο, χωρίς πάντοτε να το συνειδητοποιούμε∙ και είναι αυτή που εξυψώνει τα έργα του στη σφαίρα του θαυμαστού και κάνει την προσωπικότητά του διαχρονικά ακαταμάχητη.
Τον θαυμάζουμε επειδή έχοντας αφυπνίσει τον εσωτερικό ή ανώτερο εαυτό, φαντάζει στα μάτια μας ως ημίθεος – κάτι που είτε σκόπιμα είτε εκ τύχης αναγνώρισαν και οι ιερείς του Άμμωνα, όταν τον υποδέχτηκαν στο μαντείο του θεού στην όαση Σίουα. Και αυτό το κατόρθωμα, το να γνωρίσει δηλαδή τον αληθινό εαυτό του, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Αριστοτέλη, που έδωσε στον μαθητή του τα εργαλεία για να αφυπνίσει την ανώτερη φύση του.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Πλούταρχος, στο Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής, αποκαλεί στον Αλέξανδρο «φιλόσοφο», αυτός είναι ο λόγος που η περσική παράδοση τον αναγνωρίζει ως Μέγα Θεραπευτή, ο λόγος που για το Ισλάμ είναι ο Ισκάντερ “Ζουλ Καρνάϋν” (“Δικέρατος”, όπως αποκαλείται ο Μακεδόνας στρατηλάτης μεταφορικά), προφήτης και σωτήρας του λαού του στο Πλήρωμα του Χρόνου.
Ο Μέγας Αλέξανδρος θα πεθάνει στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ. στη Βαβυλώνα, κοντά στη σημερινή Βαγδάτη, σε ηλικία μόλις 33 ετών.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 7 Μαρτίου του 322, θα φύγει από τη ζωή ο Αριστοτέλης σε ηλικία 62 ετών.
Και οι δύο θα καταστούν αθάνατοι.
Αν και ο ίδιος ο στρατηλάτης είχε εκφράσει την επιθυμία να ταφεί στο ιερό του Άμμωνα Δία, στην όαση Σίουα, η σορός του μεταφέρθηκε από τον Πτολεμαίο στην Αλεξάνδρεια. Αργότερα η σορός του θα εξαφανιστεί ώστε να μην μπορέσει να τη βρει κανείς άνθρωπος.
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ πίστευαν ότι ο χρόνος είναι κυκλικός. Έτσι, το χειμώνα του 221 μ.Χ., σχεδόν πεντακόσια πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του, ο Μακεδόνας στρατηλάτης θα εμφανιστεί ξανά, κατά το τέταρτο έτος της βασιλείας του Ηλιογάβαλου, όπως αναφέρει ο Δίων Κάσσιος στη Ρωμαϊκή Ιστορία (Bιβλίο LXXX 18, 2):
«Όσον αφορά εμένα, είμαι πεπεισμένος ότι όλα αυτά (ο θάνατος του εκκεντρικού αυτοκράτορα Ηλιογάβαλου και η άνοδος στην εξουσία του Σεβήρου Αλεξάνδρου) έγιναν με κάποια θεϊκή παρέμβαση. Γιατί λίγο πριν, εμφανίστηκε στην Άνω Mυσία και στη Θράκη κάποιος δαίμονας, λέγοντας ότι είναι ο Αλέξανδρος ο Μακεδών και φέροντας τα όπλα και την σκευή του Έλληνα στρατηλάτη. Εξόρμησε από την περιοχή του Ίστρου, χωρίς κανείς να ξέρει πώς εμφανίστηκε εκεί, οδηγώντας 400 άνδρες που κρατούσαν θύρσους και ήταν ντυμένοι με δέρματα ελαφιών (νεβρίδας).
Και αφού διέσχισε τη Μυσία και τη Θράκη χωρίς να προξενήσει κανένα κακό, όπως ομολογούν όλοι όσοι τον είδαν, βαδίζοντας πάντα με το φως της μέρας έφτασε εν πομπή στο Βυζάντιο, χωρίς κανείς άρχοντας, στρατιώτης, επίτροπος ή κυβερνήτης επαρχίας να τολμήσει να τον σταματήσει. Από εκεί πέρασε με πλοίο στην Χαλκηδόνα, όπου μετά από κάποιες νυχτερινές ιεροτελεστίες και αφού έθαψε στη γη ένα ξύλινο άλογο, εξαφανίστηκε».
Ο Δίων Κάσσιος, που τα γράφει αυτά, είναι εγγονός του περίφημου ρήτορα Δίωνος Χρυσόστομου από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Την εποχή εκείνη ήταν κυβερνήτης Σμύρνης και Περγάμου, επομένως πολύ κοντά στο μέρος όπου έλαβε χώρα το παράδοξο αυτό περιστατικό
.
Αρχίζοντας από τη γεωγραφία, Άνω Μυσία είναι η σημερινή Βουλγαρία και Ίστρος ο Δούναβης ποταμός. Το Βυζάντιο είναι η μετέπειτα Κωνσταντινούπολη και Χαλκηδόνα η πόλη που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, επί της μικρασιατικής ακτής, στην είσοδο του Βοσπόρου. Το ότι οι άνδρες του Αλεξάνδρου κρατούσαν θύρσους (μακριά ραβδιά) και ήταν ντυμένοι με δέρματα ελαφιών, θυμίζει τους Ορφικούς και τους Διονυσιακούς θιάσους, ενώ το ξύλινο άλογο παραπέμπει στην Τροία.
Πιο πολύ ενοχλεί ο όρος “δαίμων” που χρησιμοποιεί ο Δίων, αυτός όμως αντανακλά το θρύλο σύμφωνα με τον οποίο ο Αλέξανδρος ήταν ημίθεος, δηλαδή προέρχονταν από την ένωση θεού με θνητή. Όπως εξηγεί ο Πλάτωνας στον Κρατύλο (398 c), στα παλιά χρόνια οι ημίθεοι λέγονταν και “δαίμονες”, επειδή και στη ζωή και στο θάνατο ήταν δαήμονες, δηλαδή ειδήμονες, σοφοί.
Δαίμων ήταν ο Ασκληπιός, που θεοποιήθηκε μετά το θάνατό του, αλλά και ο Πυθαγόρας, όπως διαβάζουμε στην 50η επιστολή του Απολλώνιου Τυανέα, στην οποία αναφέρεται ότι ο Σάμιος σοφός ανήκε και αυτός στη γενιά των δαιμόνων. (Εν γένει δαιμόνων και ο σοφότατος Πυθαγόρας ην).
Ο Ηράκλειτος επίσης έλεγε ότι «ήθος ανθρώπω δαίμων», ενώ ο Δημόκριτος θεωρούσε την ψυχή «οικητήριον δαίμονος»∙ δηλαδή ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι κατοικία κάποιου θεού (πρβλ. το “δαιμόνιο” του Σωκράτη). Δαιμόνιος ήταν και ο Αριστοτέλης. Στην εισαγωγή του έργου Προλεγόμενα της Πλάτωνος φιλοσοφίας διαβάζουμε: «Ο μεν δαιμόνιος Αριστοτέλης της θεολογικής αυτού φιλοσοφίας αρχόμενος πάντας ανθρώπους έφη του ειδέναι αφίεσθαι».
Με τη φράση «δαίμων τις Αλέξανδρός τε ο Μακεδών εκείνος είναι λέγων», ο Δίων θέλει να πει ότι δεν εμφανίστηκε κάποιος «δαίμονας» με τη μορφή του Αλεξάνδρου, αλλά ο Αλέξανδρος ο ίδιος. Τέτοιες δηλώσεις σήμερα απορρίπτονται επειδή ακυρώνουν τη λογική.
Πώς μπορεί να εξηγηθεί η επανεμφάνιση του Μακεδόνα στρατηλάτη;
Η μόνη λογική εξήγηση είναι ότι έχουμε μια χρονική επανάληψη της διαδρομής που ακολούθησε ο Αλέξανδρος όταν εισέβαλε στην Ασία, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα μαγνητικά πεδία της γης. Όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, «όταν ο Αλέξανδρος διέσχισε τον Ελλήσποντο και έφθασε στην Τροία θυσίασε στην Αθηνά και πρόσφερε σπονδές στους ήρωες. Μάλιστα άλειψε με λάδι τη στήλη του Αχιλλέα και έτρεξε γύρω από αυτή γυμνός, με τους συντρόφους του, όπως απαιτούσε το έθιμο».
Στα χρόνια του Ηλιογάβαλου, αυτοί που συγκροτούσαν το ρωμαϊκό imperium, όπως ο Δίων Κάσσιος, είχαν απογοητευθεί από τα καμώματα και την έκλυτη ζωή του νεαρού αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν τόσο αδιάφορος όσο και ακατάλληλος για τη δημόσια διοίκηση, και είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον εξάδελφό του, τον Σεβήρο Αλέξανδρο, ο οποίος δεν είχε μολυνθεί από τις διαστροφές του Ηλιογάβαλου. Η εμφάνιση του Μακεδόνα στρατηλάτη λειτούργησε σαν οιωνός της πτώσης του Ηλιογάβαλου και της ανόδου στο θρόνο του Σεβήρου Αλεξάνδρου. Αυτό πραγματοποιήθηκε το Μάρτιο του 222.
Οι προσδοκίες των ανθρώπων και οι συγκυρίες στο χώρο και το χρόνο οδήγησαν στην αναδημιουργία, στην αναπαράσταση ενός συμβάντος που είχε προηγηθεί. Όμως αυτή η επανάληψη της εισβολής του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία, που έγινε στα χρόνια του Δίωνος, αποδεικνύει και κάτι άλλο: ότι ο χρόνος δεν είναι παρά μια πλάνη. Και μόνο το γεγονός ότι δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε μια στιγμή από το φαινομενικό παρελθόν του από μια άλλη που ανήκει στο φαινομενικό παρόν του, αρκεί να τον αποσυνθέσει.
Αυτό που βασιλεύει στο σύμπαν είναι η αιωνιότητα. Η αίσθηση που έχουμε του χρόνου οφείλεται στην προσωπική μας ταυτότητα που εδρεύει στη μνήμη. Είναι γνωστό ότι η απώλεια αυτής της ταυτότητας συνεπιφέρει τη χαύνωση ή την άνοια. Η εναίσθηση αυτής της ταυτότητας δημιουργεί το χρόνο. Χωρίς την αιωνιότητα, χωρίς έναν καθρέφτη μυστικό και λεπταίσθητο, που να φυλάει ό,τι συνέβη στον κόσμο, η παγκόσμια ιστορία δεν θα ήταν παρά χαμένος χρόνος – και μαζί της και η προσωπική μας ιστορία. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, διαφορετικά όλοι μας δεν θα ήμασταν τίποτε περισσότερο από φαντάσματα. Αυτά όμως ας τα αφήσουμε στους πιο ειδικούς.
Ας έρθουμε τώρα στο φοβερό μυστικό που κρύβει ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ταξίδι στο Νείλο
Η Αλεξάνδρεια είναι σαν χιτώνας πεταμένος στο χώμα ανάμεσα στο δυτικό Δέλτα του Νείλου, τη Μεσόγειο και τη Μαρεώτιδα λίμνη. Κοντά στο ανατολικό θαλάσσιο λιμάνι απλωνόταν η περιοχή που είναι γνωστή ως Βρούχειον. Εδώ υπήρχαν τα βασιλικά ανάκτορα των Πτολεμαίων, μέγαρα, κήποι, ιερά κι ένας ζωολογικός κήπος.
Καταλάμβανε μεγάλο τμήμα της βόρειας και κεντρικής περιοχής της πόλης και ήταν σαφώς το πιο ευχάριστο μέρος για να ζήσει κανείς σ’ αυτό. Εδώ υπήρχε το Μουσείο (Πανεπιστήμιο) με την περίφημη Βιβλιοθήκη, το Πολυτεχνείο και η Ηροφίλειος Ιατρική Σχολή. Εδώ ήταν επίσης το Σήμα (ή Σώμα), ο τάφος του Αλεξάνδρου, που τη σορό του την είχε μεταφέρει στην πόλη ο Πτολεμαίος Α΄ ο Σωτήρ και την εγκιβώτισε μέσα σ’ ένα μεγαλοπρεπές χρυσό φέρετρο. Αργότερα, όταν στένεψαν τα οικονομικά, ο Πτολεμαίος Ι΄ το απομάκρυνε και το αντικατέστησε με αλαβάστρινο.
(Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για το πώς βρέθηκε το σώμα του στρατηλάτη στην Αίγυπτο από τη Βαβυλώνα, όπου είχε πεθάνει. Είναι πάντως γεγονός ότι ο ίδιος επιθυμούσε να ταφεί στο ιερό του Άμμωνα Δία, όπου ο θεός τον είχε βεβαιώσει για τη θεϊκή του υπόσταση).
Εδώ ήταν που το 30 π.Χ. ο Οκταβιανός Αύγουστος είδε με τα μάτια του τη λάρνακα και το σώμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που του έφεραν από τα άδυτα του ναού, και του απέδωσε τιμές τοποθετώντας επάνω ένα στέμμα χρυσό και ραίνοντάς το με άνθη. Όταν μάλιστα ρωτήθηκε αν θα ήθελε να δει και τον Πτολεμαίο, απάντησε ότι επιθυμία του ήταν να δει έναν βασιλιά, όχι πτώματα. (Σουητώνιος, βιβλίο ΙΙ, XVIII).
Επειδή η χώρα είχε συνταχθεί με τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα, ο Οκταβιανός υποβίβασε την Αίγυπτο σε επαρχία του ρωμαϊκού κράτους και της αρνήθηκε κάθε δικαίωμα αυτοδιακυβέρνησης. Αυτό θα γίνει πολύ αργότερα, το 200 μ.Χ. όταν της παραχωρήθηκε σύγκλητος από τον αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο.
Ο Σεπτίμιος Σεβήρος που βασίλευσε από το 193 έως το 211 (ο οποίος δεν πρέπει να συγχέεται με τον Σεβήρο Αλέξανδρο που βασίλευσε από το 222 έως το 235), επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του κατά των Πάρθων στην Ανατολή. Συνοδευόταν από τη γυναίκα του, την Ιουλία Δόμνα, τον συγκλητικό Δίωνα Κάσσιο, που ήταν φίλος και σύμβουλός του, και από τον γραμματέα της Ιουλίας τον Φλάβιο Φιλόστρατο.
Εκτός του Δίωνος Κάσσιου και του Φιλόστρατου είναι πιθανό να τον συνόδευαν και άλλοι διανοούμενοι από τον λεγόμενο Κύκλο των Γεωμετρών, την συντροφιά των φωτισμένων ανθρώπων που είχε σχηματίσει γύρω της η Ιουλία Δόμνα, όπως για παράδειγμα ο Γαληνός, ο Διογένης Λαέρτιος ή ο Αθήναιος. Αυτό όμως είναι απλή εικασία.
Μετά τις επίσημες εκδηλώσεις της υποδοχής, ο Σεβήρος εξέφρασε την επιθυμία να ανέβη το Νείλο, όπως είχε κάνει κάποτε και ο αυτοκράτορας Αδριανός. Μόνο που αυτή τη φορά δεν επρόκειτο για ταξίδι αναψυχής.
Χωρίς την αναφορά του Δίωνος Κάσσιου, δεν θα γνωρίζαμε τίποτε για το περίεργο αυτό ταξίδι, το οποίο δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι σφράγισε τη μοίρα της ανθρωπότητας. Και είναι παράδοξο το πώς έχει διαφύγει μέχρι σήμερα της προσοχής των αρχαιολόγων και των ιστορικών. Να πώς περιγράφει ο αυτόπτης μάρτυρας Δίων Κάσσιος τα γεγονότα (Ρωμαϊκή Ιστορία, βιβλίο LXXVI, 13, 2):
Είκοσιν δ’ ουν ημέρας τη πολιορκία προσεδρεύσας ες την Παλαιστίνην μετά τούτο ήλθε και τω Πομπηίω ενήγισε, και ες την Αίγυπτον την άνω διά του Νείλου ανέπλευσε και είδε πάσαν αυτήν πλην βραχέων∙ ου γαρ ηδυνήθη προς τα της Αιθιοπίας μεθόρια διά λοιμώδη νόσον εσβαλείν. Και επολυπραγμόνησε πάντα και τα πάνυ κεκρυμμένα∙ ην γαρ οίος μηδέν μήτε ανθρώπινον μήτε θείον αδιερεύνητον καταλιπείν∙ κακ τούτου τα τε βιβλία πάντα τα απόρρητόν τι έχοντα, όσα γε και ευρείν ηδυνήθη, εκ πάντων ως ειπείν των αδύτων ανείλε και το του Αλεξάνδρου μνημείον συνέκλεισεν, ίνα μηδείς έτι μήτε το τούτου σώμα ίδη μήτε τα εν εκείνοις γεγραμμένα αναλέξηται. – (Xiph. 311, 5-14 R. St., Exc.Val. 346, p. 737).
«Μετά από πολιορκία είκοσι ημερών [εννοεί την πολιορκία της Άτρης στη Μεσοποταμία], (ο Σεβήρος) πήγε στην Παλαιστίνη όπου θυσίασε στο πνεύμα του Πομπήιου. Από εκεί έπλευσε με πλοίο στην Άνω Αίγυπτο, διασχίζοντας το Νείλο, και είδε όλη τη χώρα με μερικές μόνο εξαιρέσεις∙ για παράδειγμα, δεν μπόρεσε να περάσει τα σύνορα της Αιθιοπίας εξαιτίας κάποιας λοιμώδους νόσου. Ερεύνησε τα πάντα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ήταν προσεκτικά κρυμμένα. Ανήκε στο είδος του ανθρώπου που δεν αφήνει τίποτα χωρίς έρευνα, ανεξάρτητα αν αυτό είναι ανθρώπινο ή θεϊκό. Έτσι, λοιπόν, αφού απέσπασε κυριολεκτικά από τα άδυτα (των ναών) όσα ιερά βιβλία μπόρεσε να βρει που περιείχαν απόρρητες γνώσεις, τα σφράγισε στον τάφο του Αλεξάνδρου, έτσι που κανείς πλέον να μη μπορεί στο μέλλον να δει το σώμα του ή να διαβάσει αυτά που ήταν γραμμένα στα βιβλία».
Αυτό που μας λέει ο Δίων είναι ότι ο Σεβήρος και η συντροφιά του επισκέφθηκαν κατά μήκος του Νείλου τα μέρη εκείνα όπου οι ιερείς της Αιγύπτου τελούσαν παλιά τα Μυστήρια, δηλαδή στην Ηλιούπολη, τη Σάιδα, την Άβυδο, στις υπόγειες κρύπτες της Μέμφιδας και των Θηβών, και στις Φίλες (το νησί του Νείλου κοντά στον πρώτο καταρράκτη). Και αφού ανέσυρε από τα άδυτα των ναών όσα βιβλία μπόρεσε να βρει που περιείχαν τα πιο ιερά και απόρρητα μυστικά, τα μετέφερε στην Αλεξάνδρεια και τα σφράγισε στον τάφο του Αλεξάνδρου, «έτσι που κανείς πλέον να μη μπορεί στο μέλλον να δει το σώμα του ή να διαβάσει αυτά που ήταν γραμμένα στα βιβλία».
Από τα λεγόμενα του Δίωνος, αλλά και την αναφορά του Σουητώνιου ότι έφεραν τη λάρνακα με το σώμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου «από τα άδυτα του ναού» για να το δει ο Αύγουστος, συμπεραίνουμε ότι ο τάφος του Μακεδόνα στρατηλάτη δεν ήταν ένα αξιοθέατο, όπως το Μαυσωλείο του Λένιν στην Κόκκινη Πλατεία. Αντίθετα, ήταν τόπος κρυφός και απαραβίαστος.
Σε αυτό λοιπόν το μυστικό μέρος ο Σεβήρος αισθάνθηκε τη σιγουριά πως αν έκλεινε εκεί τα βιβλία με τις απόρρητες γνώσεις, κανείς δεν θα μπορούσε στο μέλλον να τα βρει. Και αυτό γιατί ούτε η τοποθεσία του τάφου ήταν γνωστή ούτε μπορούσε να διεισδύσει κάποιος τυχαία. Ίσως να επρόκειτο για κατακόμβες. Άλλωστε η Αίγυπτος ήταν φημισμένη για τις υπόγειες στοές που απλώνονταν για εκατοντάδες χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους.
Το Βιβλίο του Θωθ
Όσο για το τι είδους μυστικά περιέχουν τα «απόρρητα βιβλία» των Αιγυπτίων παίρνουμε μια ιδέα, αν αναλογιστούμε ότι ανάμεσά τους υπάρχει το “Βιβλίο του Θωθ”, του Αιγύπτιου Ερμή, δηλαδή του Ερμή του Τρισμέγιστου. Δεν γνωρίζουμε απόλυτα τα περιεχόμενο του βιβλίου, εκτός του ότι οι σελίδες του ήταν γεμάτες με παράξενα ιερογλυφικά σχέδια και σύμβολα, τα οποία, καθώς και αυτοί που ήταν εξοικειωμένοι με τη χρήση τους, είχαν απεριόριστη δύναμη πάνω στα πνεύματα του αέρα και τις θεότητες του κάτω κόσμου.
Ωστόσο, το “Βιβλίο του Θωθ” δεν ήταν ένα τυχαίο μαγικό βιβλίο. Όπως μας πληροφορούν μεταγενέστεροι συγγραφείς, οι τελετές των αρχαίων Μυστηρίων ήταν σχεδιασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να διεγείρουν συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου εκείνων που συμμετείχαν. Η συνείδηση μετατοπιζόταν και οι νεόφυτοι είχαν την εντύπωση ότι συναντούσαν τους Αθανάτους.
Το “Βιβλίο του Θωθ” περιέγραφε ακριβώς τη μέθοδο με την οποία πραγματοποιείται αυτή η διέγερση. Περιείχε, επομένως, το κλειδί της αθανασίας.
Μιλώντας ένας κατεξοχήν αρμόδιος, ο Ιάμβλιχος, λέει ότι τα όσα αφηγείται στο βιβλίο ο Ερμής «τα ερμήνευσε ο Βίτυς, ο προφήτης, στον βασιλιά Άμμωνα, βρίσκοντάς τα γραμμένα σε πλάκα με ιερογλυφικά στα άδυτα της Σάιδος», δίνοντας στο βιβλίο «το όνομα του θεού που διαπερνά τον κόσμο όλο», δηλαδή του Ερμή ή Θωθ. (Περί Αιγυπτίων μυστηρίων, 8, 5). Η Σάις βρίσκεται στο Δέλτα του Νείλου.
Φαίνεται πως ο Ιάμβλιχος είχε υπόψη του κάποιο αντίγραφο του Βιβλίου του Θωθ, το οποίο σχολίαζε σ’ ένα δικό του βιβλίο, το Περί Θεών, που κι αυτό έχει χαθεί. Αποσπάσματα συναντάμε στο βιβλίο του Πρόκλου Πλατωνική Θεολογία (Ι) και στο βιβλίο του Δαμάσκιου (τελευταίου διευθυντή της πλατωνικής Ακαδημίας), Απορίαι και λύσεις περί των πρώτων αρχών (κεφ. 61, Ι).
Τα Μυστήρια που τελούνταν στην Άβυδο ήταν εξίσου φοβερά και απόρρητα επειδή περιείχαν μυστικά που σχετίζονται με τις ίδιες τις λειτουργίες του σύμπαντος. Αυτό αναφέρει ο Ιάμβλιχος λέγοντας: «Τα μέρη του σύμπαντος παραμένουν σε τάξη… επειδή δεν γίνονται γνωστά τα λόγια της Ίσιδος… Και όλα παραμένουν τέλεια και ολοκληρωμένα, επειδή τα απόρρητα στην Άβυδο δεν αποκαλύπτονται ποτέ» (Περί Αιγυπτίων μυστηρίων, 6, 7).
Η απόκρυψη της Γνώσης
Ο Σεβήρος, λοιπόν, συγκέντρωσε όλα τα γραπτά μνημεία της μυστικής γνώσης της μακρινής αρχαιότητας και τα ενέκλεισε στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ώστε να μην πέσουν στα χέρια βέβηλων ή αμύητων. Κάτι ανάλογο συνέβη και με τα βιβλία τα οποία βρέθηκαν στον τάφο του Νουμά στην αρχαία Ρώμη. Όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, δεν επετράπη να γίνουν γνωστά, μήπως και αποκαλύψουν τα πιο ιερά μυστικά της κρατικής θρησκείας. Η Σύγκλητος και οι άρχοντες του λαού αποφάσισαν ότι τα βιβλία έπρεπε να καούν, πράγμα που έγινε.
Την εποχή του Σεβήρου (200 μ.Χ.) παιζόταν η τελευταία πράξη μιας παρακμής η οποία είχε αρχίσει πεντακόσια χρόνια πριν, λίγο μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 302 π.Χ. ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, ο επιφανέστερος των επιγόνων του στρατηλάτη, θέλησε να μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια χωρίς προηγουμένως να έχει μυηθεί στα μικρά μυστήρια προ επτά μηνών, όπως επέβαλαν οι κανόνες. Από δουλοφροσύνη προς το πρόσωπό του, οι Αθηναίοι διέπραξαν τότε την απρέπεια να μετονομάσουν τον μήνα της άφιξής του στην Αθήνα δύο φορές: την μεν πρώτη σε Ανθεστηριώνα (Φεβρουάριο-Μάρτιο) για να τον μυήσουν στα μικρά, αμέσως δε μετά τη μύηση σε Βοηδρομιώνα (Σεπτέμβριο) για να μυηθεί και στα μεγάλα.
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, δεν υπάρχουν πια ιεροφάντες ούτε μυσταγωγοί ικανοί να εξηγήσουν στους υποψήφιους για μύηση τα μυστήρια της κοσμογονίας και της φύσης. Οι γνήσιοι μύστες είναι σπάνιοι και, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα, τα Μυστήρια έχουν υποβιβαστεί στο επίπεδο της απλής μίμησης μιας τελετουργίας χωρίς νόημα, αφού τα μυστικά είτε έχουν χαθεί είτε δεν μπορούν πλέον να γίνουν κατανοητά.
Η ιστορία επεφύλαξε στον Σεβήρο την παράξενη μοίρα της απόκρυψης των Μυστηρίων και της αληθινής γνώσης από το πεπρωμένο της βαθμιαίας φθοράς και συσκότισης από τις απλές ανθρώπινες αντιλήψεις, δεισιδαιμονίες και ψεύδη. Όπως μας πληροφορεί ο Δίων που τον γνώριζε καλά, «ο Σεβήρος ήταν φοβερός τόσο στο να προβλέπει επακριβώς το μέλλον όσο και στο να διοικεί ασφαλώς στο παρόν, φέρνοντας στο φως οτιδήποτε ήταν κρυμμένο∙ και απλοποιώντας οτιδήποτε ήταν περίπλοκο, μπορούσε να τελειώνει κάθε δύσκολη δουλειά σαν να ήταν κάτι απλό» (Δίων, βιβλίο LXXΙV, 15, σημ. 2 Cf. Exc. Val. 333 p. 730).
Ο Σεπτίμιος Σεβήρος θα πεθάνει έντεκα χρόνια αργότερα. Θα τον διαδεχτεί ο γιος του Καρακάλλας, ο οποίος το 217 θα δολοφονηθεί από τον Μακρίνο, που οι στρατιώτες τον είχαν ανακηρύξει αυτοκράτορα. Λίγους μήνες μετά, ο Μακρίνος θα εκτελεστεί και αυτοκράτορας θα γίνει ένα νεαρό αγόρι που από το ανιαρό έργο της δημόσιας διοίκησης προτιμούσε τις άσωτες απολαύσεις μιας έκλυτης ζωής.
Το 222 ο Ηλιογάβαλος θα εκτελεστεί και στο ύπατο αξίωμα της ρωμαϊκής ηγεμονίας θα ανέλθει ο ξάδερφός του, ο Σεβήρος Αλέξανδρος που θα κυβερνήσει έως το 235. Με τον Σεβήρο Αλέξανδρο τελειώνει και η σειρά των αυτοκρατόρων που είχε εγκαινιάσει το 27 π.Χ. ο Αύγουστος. Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν, γνωστά στους ιστορικούς ως «Κρίση του 3ου αιώνα», θα φέρουν την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και θα γεννήσουν τον μεσαίωνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Dio Cassius, Roman History, vol. 9, Loeb Classical Library, Cambridge, Massachusetts, Harvard University Press, London 2001.
– Ιάμβλιχος, Προτρεπτικόςεπίφιλοσοφίαν, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002.
– Ιάμβλιχος, Περί Αιγυπτίων μυστηρίων, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2005.
– Σουητώνιος, Οι βίοι των Καισάρων, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1997.
– Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, τόμ. 17, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1993.
– Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1949.
– Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμεια, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1964.
– Α. Τσάκαλης, Μαγεία στην αρχαία Ελλάδα, περ. Mystic View, τεύχος 12, Ιούνιος 2000.
Από τον Αναστάσιο Ν. Πανά
Πηγή