Στην περιοχή της Πλάκας, στην ομώνυμη πλατεία, βρίσκεται το εντυπωσιακό κυλινδρικό μνημείο του Λυσικράτη, που διασώθηκε μέσα στους αιώνες παρά τις επιδρομές, τους πολέμους και την ασύδοτη δράση των αρχαιοκαπήλων. Η ιστορία του είναι εντυπωσιακή. Πρόκειται για ένα κυλινδρικό κτίσμα με έξι κίονες εξωτερικά κορινθιακού ρυθμού, ύψους 6,50 μέτρων που δημιουργήθηκε κατά την 111η Ολυμπιάδα (335-334π.Χ.). από τον Λυσικράτη και το προσέφερε στην πόλη της Αθήνας.
Πάνω του υπάρχει επιγραφή που θυμίζει τη νίκη του Λυσικράτη Λυσιθείδη στα Διονύσια. Μάλιστα στη ζωφόρο παρατίθεται και ο μύθος του Διονύσου με την αιχμαλωσία του από Τυρρηνούς πειρατές. Στη σκέπη του είναι τοποθετημένη άκανθος, στην οποία στηριζόταν ο χορηγικός τρίποδας. Κατά την αρχαιότητα οι χορηγοί ήταν πλούσιοι Αθηναίοι που όταν κέρδιζαν στους θεατρικούς αγώνες, έστηναν μνημεία και στην κορυφή τους τοποθετούσαν το έπαθλο τους.
Στα μεσαιωνικά χρόνια θεωρούσαν ότι η άκανθος ήταν η βάση κάποιου φαναριού και έτσι έλαβε το όνομα «λύχνος» ή φανάρι του Διογένους. Η παράδοση παρουσίαζε τον φιλόσοφο Διογένη τον Κυνικό να κρατά το φανάρι και να γυρνά στους δρόμους όλη μέρα. Όταν τον ρωτούσαν τι χρειάζεται το φανάρι την ημέρα, αυτός απαντούσε: » Άνθρωπον ζητώ» δηλ. «αναζητώ τον άνθρωπο». Η άλλη εκδοχή θέλει τον ρήτορα Δημοσθένη να χρησιμοποιεί το φανάρι την νύχτα για την επίμονη μελέτη του.
Το μνημείο σήμερα βρίσκεται σε καλή κατάσταση και οφείλει τη διάσωσή του στην εγκατάσταση των Καπουτσίνων μοναχών στην Αθήνα, την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οι Καπουτσίνοι ανήκαν σε ένα τάγμα της Καθολικής εκκλησίας και πήραν το όνομά τους από την κουκούλα που φορούσαν στο κεφάλι τους. Είχαν μακριά γένια και φορούσαν καφέ ράσα. Το τάγμα ιδρύθηκε από τον Φραγκισκανό μοναχό Ματθαίο ντε Μπάσι και ταξίδευαν σε όλη την Ευρώπη για να μεταδώσουν τις ιδέες τους.
Το 1669 έφτασαν και στην Αθήνα και αγόρασαν για 150 σκούδα (νομίσματα της εποχής), ένα σπίτι κάτω από την Ακρόπολη, όπου έστησαν το Μοναστήρι τους. Η μονή των καπουτσίνων λειτουργούσε και ως ξενώνας και στα δωμάτιά της φιλοξενήθηκαν σημαντικά πρόσωπα, ανάμεσα τους και ο Λόρδος Βύρωνας όταν ήρθε πρώτη φορά στην Ελλάδα. Εκεί ο Μπάιρον έγραψε μερικά σημαντικά έργα μεταξύ αυτών την «Κατάρα της Αθήνας» το ποίημα που κατήγγειλε διεθνώς τον Έλγιν.
O ίδιος έγραφε σε μία επιστολή του: «Μπροστά μου έχω τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου το ναό του Δία, μπροστά το Στάδιο, αριστερά μου την πόλη. Ε, κύριε αυτό θα πει γραφικότητα. Δεν υπάρχει κύριε τίποτα παρόμοιο στη Λόντρα, όχι, ούτε καν η κατοικία του Λόρδου Δημάρχου».
Στην Μονή των Καπουτσίνων έγινε η πρώτη καλλιέργεια ντομάτας στην Αθήνα σε γλάστρες το 1818, από τον τελευταίο ηγούμενο της Μονής Φραγκίσκο, ο οποίος έφερε τους σπόρους από το εξωτερικό. Οι Αθηναίοι αρχικά καλλιέργησαν την ντομάτα σαν καλλωπιστικό φυτό στην παρασκευή γλυκών και μετά την χρησιμοποίησαν στην μαγειρική.
Οι αψιμαχίες σχετικά με την ιδιοκτησία του μνημείου ξεκίνησαν όταν ο χώρος περιήλθε στους Καπουτσίνους. Ο πρώην ιδιοκτήτης κατέφυγε στους δημογέροντες και ζήτησε να του επιστρέψουν την κυριότητα του σπιτιού. Οι καπουτσίνοι προσέφυγαν στον Κάδη, ο οποίος τους επέτρεψε τη λειτουργία του Μοναστηριού με τον όρο να μην πειράξουν το μνημείο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, οι Καπουτσίνοι, όχι μόνο διατήρησαν το μνημείο σε καλή κατάσταση, αλλά απέτρεψαν τον Βρετανό Λόρδο Έλγιν να το αρπάξει, όπως πολλά από τα αρχαία της πόλης.
Παρά την επιμονή του και τα μεγάλα ποσά που προσέφερε για να το αγοράσει ο ηγούμενος του αρνήθηκε. Ο ηγούμενος Σίμων ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην αθηναϊκή κοινωνία γιατί είχε καλές ιατρικές γνώσεις και συχνά περιέθαλπε τους κατοίκους όποτε υπήρχε ανάγκη. Μετά τον θάνατό του ο Σίμων ετάφη το 1821 στην αυλή της Μονής, που αποτέλεσε το κοιμητήριο των Καθολικών της Αθήνας.
Το μνημείο γλίτωσε με ελάχιστες φθορές από την πυρκαγιά που ξέσπασε στο μοναστήρι κατά την Ελληνική Επανάσταση. Όμως και στα 1829 είχαμε μια απόπειρα αρπαγής του Μνημείου από ξένους περιηγητές, που τελικά απέτυχε, πιθανόν λόγω του μεγάλου βάρους του μνημείου. Το 1845 η γαλλική κυβέρνηση χρηματοδότησε τις πρώτες εργασίες αποκατάστασης και τοποθέτησε μαρμάρινη επιγραφή που έγραφε ότι το μνημείο της ανήκει.
Το θέμα της κυριότητας λύθηκε αργότερα με την προσφορά στην γαλλική κυβέρνηση ενός οικοπέδου στην οδό Διδότου στους πρόποδες του Λυκαβηττού προκειμένου να στεγαστεί η γαλλική αρχαιολογική σχολή και το Γαλλικό Ινστιτούτο. Ως αντιστάθμισμα πρόσφεραν στην Ελλάδα την κυριότητα του μνημείου του Λυσικράτους.
Κατά μια άλλη ερμηνεία το Βατικανό ζητούσε επίμονα να αναγνωριστεί ο Καθολικός αρχιεπίσκοπος στην Αθήνα. Όταν το αίτημα ικανοποιήθηκε και παραχωρήθηκε στην καθολική εκκλησία το οικόπεδο της οδού Πανεπιστημίου, στο οποίο και χτίστηκε ο καθεδρικός ναός, τότε η γαλλική κυβέρνηση παρέδωσε την πλήρη κυριότητα του μνημείου του Λυσικράτους.
Την ομορφιά του μνημείου ζήλεψε και ο Άγγλος ύπατος Αρμοστής των Ιονίων Νήσων, Τζον Γιανγκ που όταν πήγε το 1870 στο Σίδνεϊ έπεισε τον τότε Πρωθυπουργό και δημιούργησαν ένα αντίγραφό του, το οποίο σήμερα βρίσκεται στο Βασιλικό Βοτανικό κήπο του Σίδνεϊ.
Πηγή
Πάνω του υπάρχει επιγραφή που θυμίζει τη νίκη του Λυσικράτη Λυσιθείδη στα Διονύσια. Μάλιστα στη ζωφόρο παρατίθεται και ο μύθος του Διονύσου με την αιχμαλωσία του από Τυρρηνούς πειρατές. Στη σκέπη του είναι τοποθετημένη άκανθος, στην οποία στηριζόταν ο χορηγικός τρίποδας. Κατά την αρχαιότητα οι χορηγοί ήταν πλούσιοι Αθηναίοι που όταν κέρδιζαν στους θεατρικούς αγώνες, έστηναν μνημεία και στην κορυφή τους τοποθετούσαν το έπαθλο τους.
Στα μεσαιωνικά χρόνια θεωρούσαν ότι η άκανθος ήταν η βάση κάποιου φαναριού και έτσι έλαβε το όνομα «λύχνος» ή φανάρι του Διογένους. Η παράδοση παρουσίαζε τον φιλόσοφο Διογένη τον Κυνικό να κρατά το φανάρι και να γυρνά στους δρόμους όλη μέρα. Όταν τον ρωτούσαν τι χρειάζεται το φανάρι την ημέρα, αυτός απαντούσε: » Άνθρωπον ζητώ» δηλ. «αναζητώ τον άνθρωπο». Η άλλη εκδοχή θέλει τον ρήτορα Δημοσθένη να χρησιμοποιεί το φανάρι την νύχτα για την επίμονη μελέτη του.
Οι Καπουτσίνοι
Το μνημείο σήμερα βρίσκεται σε καλή κατάσταση και οφείλει τη διάσωσή του στην εγκατάσταση των Καπουτσίνων μοναχών στην Αθήνα, την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οι Καπουτσίνοι ανήκαν σε ένα τάγμα της Καθολικής εκκλησίας και πήραν το όνομά τους από την κουκούλα που φορούσαν στο κεφάλι τους. Είχαν μακριά γένια και φορούσαν καφέ ράσα. Το τάγμα ιδρύθηκε από τον Φραγκισκανό μοναχό Ματθαίο ντε Μπάσι και ταξίδευαν σε όλη την Ευρώπη για να μεταδώσουν τις ιδέες τους.
Το 1669 έφτασαν και στην Αθήνα και αγόρασαν για 150 σκούδα (νομίσματα της εποχής), ένα σπίτι κάτω από την Ακρόπολη, όπου έστησαν το Μοναστήρι τους. Η μονή των καπουτσίνων λειτουργούσε και ως ξενώνας και στα δωμάτιά της φιλοξενήθηκαν σημαντικά πρόσωπα, ανάμεσα τους και ο Λόρδος Βύρωνας όταν ήρθε πρώτη φορά στην Ελλάδα. Εκεί ο Μπάιρον έγραψε μερικά σημαντικά έργα μεταξύ αυτών την «Κατάρα της Αθήνας» το ποίημα που κατήγγειλε διεθνώς τον Έλγιν.
O ίδιος έγραφε σε μία επιστολή του: «Μπροστά μου έχω τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου το ναό του Δία, μπροστά το Στάδιο, αριστερά μου την πόλη. Ε, κύριε αυτό θα πει γραφικότητα. Δεν υπάρχει κύριε τίποτα παρόμοιο στη Λόντρα, όχι, ούτε καν η κατοικία του Λόρδου Δημάρχου».
Στην Μονή των Καπουτσίνων έγινε η πρώτη καλλιέργεια ντομάτας στην Αθήνα σε γλάστρες το 1818, από τον τελευταίο ηγούμενο της Μονής Φραγκίσκο, ο οποίος έφερε τους σπόρους από το εξωτερικό. Οι Αθηναίοι αρχικά καλλιέργησαν την ντομάτα σαν καλλωπιστικό φυτό στην παρασκευή γλυκών και μετά την χρησιμοποίησαν στην μαγειρική.
Διαμάχη για την κυριότητα
Οι αψιμαχίες σχετικά με την ιδιοκτησία του μνημείου ξεκίνησαν όταν ο χώρος περιήλθε στους Καπουτσίνους. Ο πρώην ιδιοκτήτης κατέφυγε στους δημογέροντες και ζήτησε να του επιστρέψουν την κυριότητα του σπιτιού. Οι καπουτσίνοι προσέφυγαν στον Κάδη, ο οποίος τους επέτρεψε τη λειτουργία του Μοναστηριού με τον όρο να μην πειράξουν το μνημείο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, οι Καπουτσίνοι, όχι μόνο διατήρησαν το μνημείο σε καλή κατάσταση, αλλά απέτρεψαν τον Βρετανό Λόρδο Έλγιν να το αρπάξει, όπως πολλά από τα αρχαία της πόλης.
Παρά την επιμονή του και τα μεγάλα ποσά που προσέφερε για να το αγοράσει ο ηγούμενος του αρνήθηκε. Ο ηγούμενος Σίμων ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην αθηναϊκή κοινωνία γιατί είχε καλές ιατρικές γνώσεις και συχνά περιέθαλπε τους κατοίκους όποτε υπήρχε ανάγκη. Μετά τον θάνατό του ο Σίμων ετάφη το 1821 στην αυλή της Μονής, που αποτέλεσε το κοιμητήριο των Καθολικών της Αθήνας.
Η ανταλλαγή με την γαλλική κυβέρνηση
Το μνημείο γλίτωσε με ελάχιστες φθορές από την πυρκαγιά που ξέσπασε στο μοναστήρι κατά την Ελληνική Επανάσταση. Όμως και στα 1829 είχαμε μια απόπειρα αρπαγής του Μνημείου από ξένους περιηγητές, που τελικά απέτυχε, πιθανόν λόγω του μεγάλου βάρους του μνημείου. Το 1845 η γαλλική κυβέρνηση χρηματοδότησε τις πρώτες εργασίες αποκατάστασης και τοποθέτησε μαρμάρινη επιγραφή που έγραφε ότι το μνημείο της ανήκει.
Το θέμα της κυριότητας λύθηκε αργότερα με την προσφορά στην γαλλική κυβέρνηση ενός οικοπέδου στην οδό Διδότου στους πρόποδες του Λυκαβηττού προκειμένου να στεγαστεί η γαλλική αρχαιολογική σχολή και το Γαλλικό Ινστιτούτο. Ως αντιστάθμισμα πρόσφεραν στην Ελλάδα την κυριότητα του μνημείου του Λυσικράτους.
Κατά μια άλλη ερμηνεία το Βατικανό ζητούσε επίμονα να αναγνωριστεί ο Καθολικός αρχιεπίσκοπος στην Αθήνα. Όταν το αίτημα ικανοποιήθηκε και παραχωρήθηκε στην καθολική εκκλησία το οικόπεδο της οδού Πανεπιστημίου, στο οποίο και χτίστηκε ο καθεδρικός ναός, τότε η γαλλική κυβέρνηση παρέδωσε την πλήρη κυριότητα του μνημείου του Λυσικράτους.
Την ομορφιά του μνημείου ζήλεψε και ο Άγγλος ύπατος Αρμοστής των Ιονίων Νήσων, Τζον Γιανγκ που όταν πήγε το 1870 στο Σίδνεϊ έπεισε τον τότε Πρωθυπουργό και δημιούργησαν ένα αντίγραφό του, το οποίο σήμερα βρίσκεται στο Βασιλικό Βοτανικό κήπο του Σίδνεϊ.
Πηγή