Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Ο Πλάτων στο θαυμάσιο έργο του “Συμπόσιο” εξετάζει το μεγάλο θέμα του έρωτα

Ο Πλάτωνας στο θαυμάσιο έργο του “Συμπόσιο” εξετάζει το μεγάλο θέμα του έρωτα. Αφού οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες είπαν τις απόψεις τους, στο τέλος πήρε το λόγο ο Σωκράτης. Ο Αθηναίος σοφός χρησιμοποίησε το στόμα της Διοτίμας, μιας ιέρειας από τη Μαντινεία, για να πει τις απόψεις του.

Ο Έρωτας για το Σωκράτη είναι η επιθυμία της ψυχής να ενωθεί με το πραγματικό της καλό. Ο στόχος του έρωτα, όπως τον συλλαμβάνει, ο μεγάλος Δάσκαλος, δεν είναι η σωματική ένωση με σύντροφο από σάρκα και οστά, δεν είναι καν ο ισόβιος “γάμος” με ένα “συγγενές πνεύμα”, αλλά ο “ιερός γάμος” της ψυχής με την “αιώνια σοφία” σε μια περιοχή “πολύ πιο πάνω από την ανάσα του ανθρώπινου πάθους”.

Με μεγάλη δεξιοτεχνία ο Πλάτωνας μας οδηγεί να καταλάβουμε πως ο μόνος έρωτας, που αξίζει τα εγκώμιά μας, είναι ένας ανοδικός έρωτας ( amor ascendens ), που αποτελεί προχώρημα της ψυχής, η οποία ποθεί και αναζητά κάποιο καλό, που βρίσκεται ψηλότερά της. Αυτό το προχώρημα της ψυχής έχει υποχρεωτικά αφετηρία τη γνώση πως υπάρχει κάτι, που επιθυμούμε με όλη μας την καρδιά, αλλά δεν το έχουμε ακόμη. Όπως έλεγαν οι πρώτοι χριστιανοί μυστικιστές, το πρώτο βήμα για τη σωτηρία είναι να αιστανθείς την ανάγκη σου για να συναντήσεις το σωτήρα. « Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες…ότι αυτοί χορτασθήσονται ».

Η ψυχή που θα πορευτεί σαν προσκυνητής της αγάπης, χρειάζεται να ξεκινήσει από την αίσθηση μιας πείνας, μιας δίψας της καρδιάς, διαφορετικά ποτέ της δε θα διακινδυνεύσει το ταξίδι. Αυτή την αρχή ο Σωκράτης απαιτεί από τον εραστή της γνώσης, αυτόν που έχει βάλει σαν στόχο του την πνευματική εξέλιξη, τη σταδιακή ανύψωσή του, ώστε να επιστρέψει στον “οίκο του Πατρός” του, να σωθεί από τον κύκλο των ενσαρκώσεων. Η ψυχή, που είναι γεμάτη επιθυμίες και πάθη, δεν είναι ακόμη ούτε “ωραία”, ούτε και “καλή”. Αυτές τις ιδιότητες διακαώς ποθεί να τις αποκτήσει, όμως δεν τις έχει ακόμη. Σ’ αυτή την κατάκτηση θα την οδηγήσει ο έρωτας.

Ο Έρωτας, δεν είναι ούτε θεός, ούτε και θνητός, είναι μια ενδιάμεση οντότητα, είναι δαίμονας (η έννοια αυτή δεν έχει για τους αρχαίους Έλληνες το νόημα που έχει σήμερα, είναι καλοκάγαθες πνευματικές οντότητες κι όχι κακές). Ο Έρωτας είναι παιδί του Πόρου ( πόρος= αφθονία ), γιου της Μήτιδας ( μήτις= ευφυΐα ), και της ζητιάνας Πενίας ( πενία= ένδεια ). Οι θεοί είχαν γιορτινό δείπνο, γιορτάζοντας τα γενέθλια της Αφροδίτης και η Πενία ήρθε για να ζητιανέψει φαγητό.

Ο Πόρος ήταν μεθυσμένος και η Πενία βρήκε την ευκαιρία να ξαπλώσει μαζί του, οπότε έπιασε τον Έρωτα. Έτσι κληρονόμησε τα χαρακτηριστικά και των δυο γονιών του, λόγω της μητέρας του είναι φτωχός, ασουλούπωτος, κακομοιριασμένος κι άστεγος. Λόγω του πατέρα του είναι αντρειωμένος και λεβέντης, έχοντας πόθο για καθετί ωραίο και καλό, διψάει για γνώση και είναι ο εφευρέτης της, φιλοσοφώντας σ’ όλη του τη ζωή.

Είναι ο πόθος των αγαθών και της ευτυχίας, ο μέγιστος και πολυμήχανος σε καθετί. Ο έρωτας είναι κάτι που αναλώνεται ανάμεσα στην αναζήτηση και την εύρεση, ανάμεσα στο χορτασμό και την έντονη στέρηση. Είναι μαζί θνητός κι αθάνατος, χίλιες φορές πεθαίνει και χίλιες φορές ανασταίνεται, χίλιες φορές μαραίνεται και χίλιες φορές ξαναβλασταίνει, είναι σκληρός, πολεμιστής, μηχανορράφος, γοητευτικός και σοφιστής.

Όλα αυτά τα όπλα τα χρειάζεται για να ξεπερνάει την ένδεια. Όμως, δεν κατορθώνει να φτάσει στην κατηρέμηση, που είναι χάρισμα της θεϊκής ουσίας και δημιουργεί αναγκαστικά τη φιλοσοφία, γιατί του λείπει η σοφία, που είναι κτήμα μόνο των θεών. Φιλόσοφοι είναι αυτοί που ποθούν τη σοφία, όσοι αισθάνονται γι’ αυτήν έρωτα.

« Ταύτην εφίλησα και εξεζήτησα εκ νεότητός μου και εζήτησα νύμφην αγαγέσθαι εμαυτώ και εραστής εγενόμην του κάλλους αυτής. Ευγένειαν δοξάζει συμβίωσις Θεού επιστήμης και αιρετίς των έργων αυτού. Ει δε πλούτός εστιν επιθυμητόν κτήμα εν βίω, τι σοφίας πλουσιωτέρα της τα πάντα εργαζομένης; », διαβάζουμε στο “ Σοφία Σολομώντος”( κεφ. Η, 2-5 ).

Η Διοτίμα κάνει μια γενίκευση, λέγοντας : « Ούτω τοίνυν περί τον έρωτα. Το μεν κεφάλαιόν εστι πάσα η των αγαθών επιθυμία και του ευδαιμονείν, ο μέγιστός τε και δολερός έρως παντί ». [ Μετάφρ.: Έτσι λοιπόν και με τον έρωτα, Γενικώς βέβαια έρωτας είναι κάθε πόθος των αγαθών και της ευτυχίας, δηλ. ο μέγιστος και πολυμήχανος σε κάθε τι έρωτας ] ( Πλάτωνος “Συμπόσιο” 205 D )


Κατά βάθος, ο έρωτας είναι επιθυμία ευδαιμονίας, που όμως διαφορίζεται, γιατί δεν καθορίζονται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους τους ανθρώπους τα αναγκαία για την απόκτηση της ευδαιμονίας. Το αντικείμενο του έρωτα δεν είναι πάντοτε κάτι το σωματικό, αλλά ό,τι θεωρείται από τον άνθρωπο σαν αγαθό. Είναι η επιθυμία για διαρκή παρουσία του αγαθού. Έτσι, τώρα ο έρωτας ορίζεται σαν επιθυμία για διαρκή παρουσία του αγαθού, « του το αγαθόν αυτώ αεί παρείναι ». Για τους θνητούς η “αεί παρουσία” είναι η κύηση και η γέννηση. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Ο τρόπος ύπαρξης των ανθρώπων είναι διαφορετικός απ’ αυτόν των θεών, εφόσον τα θεία όντα απολαμβάνουν την αιώνια ύπαρξη, οπότε γι’ αυτά είναι δυνατή η “αεί παρουσία των αγαθών”. Τα ανθρώπινα όντα ως θνητά δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα και η αιώνια διάρκεια, μέσα στη θνητή φύση του επιτυγχάνεται με άλλο τρόπο. Η αιώνια διάρκεια, κατά τη Διοτίμα, στο στόμα της οποίας ο Πλάτωνας βάζει τις σκέψεις του, σαν ιδιότητα της θείας ουσίας, αυτό το θείο στοιχείο μέσα στην ανθρώπινη ζωή, είναι η κύηση και η γέννηση. Είναι θαυμάσιο αυτό το τμήμα και γι’ αυτό το παραθέτουμε:

[[ Όλοι οι άνθρωποι, Σωκράτη, εγκυμονούν και στο σώμα και στην ψυχή, κι άμα φτάσουνε σε μια ορισμένη ηλικία η φύση μας επιθυμεί να γονιμοποιεί. Αλλά, εννοείται, να γονιμοποιεί σε ασχήμια δε μπορεί, παρά μόνο στην ομορφιά. Η συνουσία λόγου χάρη του άντρα και της γυναίκας είναι γονιμοποίηση. Κι αυτό το πράγμα είναι θεϊκό, και τούτο μόνο το είδος αθανασίας υπάρχει στο θνητό- όπως είναι το ζωντανό πλάσμα- δηλ. η εγκυμοσύνη και η γέννα. Αυτά όμως είναι αδύνατο να γίνουν στο ανάρμοστο, και το άσχημο είναι ανάρμοστο για κάθε θεϊκό, ενώ το ωραίο είναι ταιριαστό.

Λοιπόν Μοίρα και Ειλείθυια για την αναπαραγωγή είναι η Καλλονή. Γι’ αυτό όταν ένα ον που είναι στις ορμές του ζυγώσει σε κάτι όμορφο, γίνεται ολόχαρο κι ευφρένεται, ξεχύνεται και γονιμοποιεί και γεννάει. Όταν όμως ζυγώσει σε κάτι άσχημο, τότε γίνεται σκυθρωπό και στενοχωριέται και συμμαζεύεται στον εαυτό του και με αποστροφή γυρίζει αλλού και δε γεννάει, παρά συγκρατώντας τις ορμές του υποφέρει άσχημα. Να λοιπόν γιατί όποιο εγκυμονεί και είν’ απάνω στις ορμές του, αισθάνεται δυνατή συγκίνηση και λαχτάρα για την ομορφιά, γιατί αυτή το ξελαφρώνει από μεγάλο πόνο. Δεν είναι δηλ. η ομορφιά το αντικείμενο του έρωτα, όπως εσύ νομίζεις, Σωκράτη, είπε η Διοτίμα.
Αλλά ποιο;
Είναι η γέννα και η γονιμοποίηση στην ομορφιά.
Πάει καλά.
Βεβαιότατα. Και ξέρεις γιατί είναι η γέννα; Γιατί η γέννα διαιωνίζεται και είναι για το θνητό, κάτι αθάνατο. Και σύμφωνα με όσα έχομε παραδεχθεί, εφ΄ όσον πραγματικά το αντικείμενο του έρωτα είναι η παντοτινή κατοχή του αγαθού, μαζί με το αγαθό επιθυμεί κατ’ ανάγκη και την αθανασία. Λοιπόν αναγκαίο συμπέρασμα από τη συζήτησή μας βγαίνει ότι ο σκοπός του έρωτα είναι η αθανασία ]].
( Πλάτωνας, “Συμπόσιο”, 206 C-D-E ) (74)

Ο άνθρωπος όταν φτάσει σε σωματική, αλλά και πνευματική ωριμότητα, αισθάνεται την ανάγκη και την επιθυμία της αναπαραγωγής, που είναι τόσο υλική όσο και πνευματική. Η επιθυμία αυτή είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας, γιατί αφ’ ενός μεν συντελεί στη διαιώνιση της ανθρωπότητας κι αφ’ ετέρου δε συμβάλει στην εξέλιξή της. Είναι επιπλέον καθολική, γιατί τα πάντα στη φύση βρίσκονται σε διαρκή γένεση κι εξέλιξη. Προφανώς η ωραιότητα μας ελκύει, ξυπνώντας μέσα μας την ορμή της αναπαραγωγής, ενώ συγχρόνως την καλλιεργεί και την προάγει. Αντίθετα η ασχήμια ανακόπτει αυτή την ορμή.

Η έλξη και η αγάπη, που νιώθουμε για τον ερωτικό μας σύντροφο, δεν ωθείται μόνον από πόθο για ερωτική συνεύρεση, αλλά από επιθυμία για γονιμοποίηση και τεκνοποίηση μαζί του ( πόθο της γεννήσεως και του τόκου εν καλώ ). Έτσι η επιθυμία για τη σωματική κατάκτηση μιας ωραίας γυναίκας, κατά βάθος είναι ο “μεταμφιεσμένος” πόθος ν’ αποκτήσουμε παιδιά από μητέρα σωματικά “εκλεκτή”. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η σεξουαλική ορμή δεν είναι επιθυμία για ηδονή, αλλά πάθος για πατρότητα ή μητρότητα. Μ’ αυτό τον τρόπο το άτομο δίνει “μια μορφή αιωνιότητας” στο ίδιο του το είναι, προσεγγίζει την αιωνιότητα διαμέσου της εναλλαγής των γενεών.

Εφ’ όσον υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, λόγω της θνητής του φύσης, όντας έγχρονο όν, προσεγγίζει την ιδιότητα του αιώνιου με τη δημιουργία ενός νέου όντος, που θα πάρει τη θέση του, όταν το παλιό χαθεί. Μόνο με το να φέρουμε στον κόσμο ένα νέο άτομο, μπορούμε να συμμετάσχουμε στην αθανασία! Η τάση της θνητής μας φύσης είναι να ανεβάσει τον εαυτό της στον ορίζοντα της αθανασίας, να μετέχει στην αιώνια διάρκεια μέσα από την ανανέωση και την αναγέννηση.

Ακόμα και στα πλαίσια της ατομικής μας ύπαρξης, το σώμα μας βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς θανάτου κι αναγέννησης, είναι το θέατρο μιας αδιάκοπης φθοράς, όπου τα κύτταρα πεθαίνουν, και αναπλήρωσης, γιατί τη θέση των νεκρών κυττάρων παίρνουν νέα, που γεννιούνται από τον οργανισμό. Οι βιολόγοι μας λένε ότι κάθε επτά χρόνια έχουμε νέο σώμα, γιατί στη διάρκεια της επταετίας έχουν αντικατασταθεί όλα τα κύτταρα ( εκτός από τα εγκεφαλικά ).

Πέρα από το σώμα, σε συνεχή μεταβολή βρίσκονται τόσο τα συναισθήματά μας όσο και οι σκέψεις μας. Εκτός από τη σωματική παιδογονία , υπάρχει και η “κατά ψυχήν” παιδογονία, η πνευματική πατρότητα και μητρότητα. Με αυτό το είδος αθανασίας, οι ενάρετοι άνθρωποι αναζητούν να αφήνουν σαν παρακαταθήκη πίσω τους όχι σωματικά παιδιά, αλλά την μνήμη των έργων και των αρετών τους. Έτσι παραμένουν αιώνια στη μνήμη μας, προκαλώντας το θαυμασμό μας και αποτελούν πρότυπα μίμησης. Η πνευματική αναπαραγωγή φέρνει στον κόσμο σοφία κι αρετή.

« Οι δε κατά την ψυχήν –εισί γαρ ουν, έφη, οι εν ταις ψυχαίς κυούσιν έτι μάλλον ή εν τοις σώμασιν, α ψυχή προσήκει κυήσαι και τεκείν. Τι ουν προσήκει, φρόνησίν τε και την άλλην αρετήν » μας λέει ο Πλάτωνας. Έτσι πέρα από το σωματικό πάθος υπάρχει και ο πόθος ενός “αιώνιου καλού”. Ο καλλιεργημένος άνθρωπος αναγνωρίζει την ανωτερότητα του ψυχικού κάλλους, στρέφεται προς την επιστήμη, της οποίας τα πνευματικά κάλλη αποτελούν απέραντο πέλαγος χαράς. Προχωρώντας στην αναζήτησή του θα διακρίνει το υπέρτατο κάλλος, που είναι αιώνιο, σταθερό και τέλειο, υψωμένο πέρα από κάθε μεταβολή.

Ο πραγματικός βίος, που αρμόζει στον άνθρωπο, ο οποίος έχει ξεφύγει από τη ζωώδη κατάσταση, είναι ο βίος της θέασης “της μοναδικής κι απόλυτης ωραιότητας”, σε σύγκριση με την οποία κάθε “κάλλος”, που εξάπτει την επιθυμία, είναι σκέτο απόρριμμα. Μόνο στην επαφή μαζί της γεννά η ψυχή πνευματικούς καρπούς, που δεν είναι “σκιές”, αλλά γνήσια “ουσία”, γιατί τότε η ψυχή “νυμφεύεται” την καθαυτό ουσία της πραγματικότητας. Έτσι, και μόνον έτσι, εξασφαλίζεται αληθινά η αθανασία.

Και η Διοτίμα τελειώνει με την ακόλουθη ερώτηση προς το Σωκράτη: « Τεκόντι δε αρετήν αληθή και θρεψαμένω υπάρχει θεοφιλή γενέσθαι, και είπερ τω άλλω ανθρώπων αθανάτω και εκείνω; »
[ Μετάφρ.: Ή δεν έχεις ακόμα υπόψη σου ότι όποιος γεννήσει και αναθρέψει αληθινή αρετή, αυτός έχει τη δυνατότητα να γίνει αγαπημένος στους θεούς και να γίνει αθάνατος περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο;]

Ο μεγάλος μας σοφός τερματίζει την τοποθέτησή του στο θέμα του έρωτα, ή αν θέλετε το εγκώμιό του για τον έρωτα, λέγοντας την τελική του άποψη: [[Αυτά λοιπόν Φαίδρε και σεις οι άλλοι, μου είπε η Διοτίμα, κι εγώ τα πιστεύω. Κι επειδή τα πιστεύω, προσπαθώ να πείθω και τους άλλους ότι από τον Έρωτα δε μπορεί κανείς να βρει καλύτερο βοηθό στην ανθρωπότητα για ν’ αποκτήσει αυτό το θησαυρό, την αθανασία. Γι’ αυτό ακριβώς, εγώ τουλάχιστον λέω πως κάθε άνθρωπος πρέπει να λατρεύει τον Έρωτα, κι εγώ ο ίδιος εκτιμώ τα ερωτικά και εξαιρετικώς καταγίνομαι σ’ αυτά και τους άλλους παρακινώ να κάνουν το ίδιο, και εγκωμιάζω τη δύναμη και την ανδρεία του Έρωτα και τώρα και πάντα.] ( Πλάτωνας, “Συμπόσιο”, 212 Β-C).

Επομένως, όποιος επιζητεί την αθανασία, στον Έρωτα θα απαντούσε τον πιστότερο βοηθό, που θα μπορούσε να βρει στην επιδίωξή του.



Πηγή